Συνέντευξη στον ΒΑΣΙΛΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟ και στην ΚΙΒΩΤΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Για τα λεπτά και δύσκολα θέματα της βιοηθικής, για την στάση της Εκκλησίας στον σχετικό διάλογο και τις δυνατότητές της αυτή η στάση να συμβάλλει δημιουργικά στην επίλυση ή την έστω πρόσκαιρη απάντηση δύσκολων θεμάτων, τα οποία άπτονται της βιοηθικής στη χώρα μας, μιλά σήμερα στην ΚΙΒΩΤΟ της ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ο γνωστός για τις πολύ γόνιμες παρεμβάσεις του στον δημόσιο διάλογο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης.
– Κύριε καθηγητά, είμαστε τόσο ήσυχη χώρα, όσον αφορά τη βιοηθική; Μπορείτε να μας υπενθυμίσετε ορισμένες καταστάσεις ή γεγονότα, τα οποία άπτονται και της βιοηθικής και προκάλεσαν ή δεν προκάλεσαν την απαραίτητη δημόσια συζήτηση;
Τα ζητήματα που άπτονται της βιοηθικής δεν έχουν κατά την άποψή μου σύνορα καθώς, λόγω της σημασίας και της ευρύτητάς τους, απασχολούν κάθε πολίτη και κάθε χώρα. Ενδεχομένως κάποια κράτη να έχουν πιο επαρκές ρυθμιστικό πλαίσιο από κάποια άλλα, ωστόσο διαφαίνεται μια τάση σταδιακής διαμόρφωσης σχετικού πλαισίου υπερεθνικού χαρακτήρα, η οποία διασφαλίζει αποτελεσματικότερα την τήρηση των βασικών κανόνων της βιοηθικής. Κατά την πρόσφατη πανδημική κρίση ανέκυψαν σημαντικά ζητήματα και διλήμματα που άπτονται, μεταξύ άλλων, και του πεδίου της βιοηθικής όπως π.χ. ο περιορισμός κάποιων δραστηριοτήτων υπέρ του ευρύτερου κοινωνικού οφέλους, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, η αυτονομία του ιατρού κατά τη λήψη απόφασης π.χ. για την διασωλήνωση ενός ασθενή με βαριά νόσο Covid-19, τα οποία απασχόλησαν τον επιστημονικό, κοινωνικό αλλά και πολιτικό διάλογο. Ας ελπίσουμε ότι η δοκιμασία αυτή για τους πολίτες και τα συστήματα υγείας θα αποτελέσει αφορμή αφενός για την καλύτερη οργάνωση των τελευταίων και αφετέρου για και τη διαμόρφωση μηχανισμών λήψης αποφάσεων που θα σέβεται ακόμα περισσότερο τους κανόνες της βιοηθικής.
– Θα είχατε την καλοσύνη να μας δώσετε την άποψή σας σχετικά με τον ρόλο και τη στάση της ελλαδικής ορθόδοξης Εκκλησίας σε θέματα, τα οποία έχουν αγγίξει, κατά καιρούς στη χώρα μας, το μεγάλο κεφάλαιο της βιοηθικής;
Συχνά δημιουργείται η εντύπωση ότι η θρησκευτική πίστη και η επιστήμη είναι έννοιες ασύμβατες. Ωστόσο, μια τόσο απόλυτη θέση -όπως συμβαίνει με κάθε απόλυτη θέση- μπορεί να διαψευσθεί από την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας είδαμε την επίσημη εκκλησία να συνάσσεται με την επιστημονική κοινότητα στο ζήτημα του εμβολιασμού και να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αύξηση του ποσοστού της εμβολιαστικής κάλυψης. Μπορεί κάποιες ακραίες απόψεις να έδωσαν την εντύπωση ότι η εκκλησία μας συγκρούεται με τις επιταγές της επιστήμης, όμως αυτό δεν μπορεί να οδηγεί σε γενικεύσεις. Άλλωστε, ακραίες αντιεπιστημονικές απόψεις εκφράστηκαν και από μέλη της επιστημονικής κοινότητας, υπονομεύοντας με τον τρόπο τις ηρωικές προσπάθειες των υγειονομικών μας.
– Ποια είναι η γνώμη σας για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία για ασθενείς σε τελικό στάδιο της νόσου, που υποφέρουν αντικειμενικά και εμφανώς; Θα επιθυμούσατε μία σχετική συζήτηση με την Εκκλησία για αυτό το θέμα;
Κατ’ αρχήν, εκτιμώ ότι θα πρέπει να είμαστε σε θέση να συζητάμε κάθε θέμα που μας απασχολεί. Πολλώ δε μάλλον ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, το οποίο προβληματίζει εδώ και χρόνια την επιστημονική και όχι μόνο κοινότητα, διεθνώς. Σε αυτά τα ζητήματα δεν υπάρχουν πάντως μονολεκτικές και δογματικές απαντήσεις. Λόγω της σοβαρότητάς τους απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες και τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά. Είναι π.χ. διαφορετική μια αντικειμενική περίπτωση μη αναστρέψιμης κατάστασης με σημαντική έκπτωση της ποιότητας ζωής, από μία συνθήκη αφόρητου πόνου, η οποία προκαλεί μεν ακραίες σκέψεις στον ασθενή ή/και τους οικείους του, όμως μπορεί να αντιμετωπισθεί. Σε κάθε περίπτωση, τα κριτήρια που τίθενται σε μια τέτοια συζήτηση θα πρέπει να σχετίζονται αποκλειστικά με τις πιθανές εκβάσεις, την ποιότητα ζωής και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να μην περιλαμβάνουν παραμέτρους όπως π.χ. το κόστος των φροντίδων, οι πόροι του συστήματος υγείας κ.λπ. Άλλωστε, υπενθυμίζεται ότι τα συστήματα υγείας προ-χρηματοδοτούνται από φόρους και εισφορές με βάση τις οικονομικές δυνατότητες των πολιτών, προκειμένου να είναι σε θέση να τους καλύψουν εφόσον και όταν προκύψει ένα πρόβλημα υγείας. Πάντως, αναφέρεστε σε ένα ιδιαίτερο ζήτημα, η διευθέτηση του οποίου θα πρέπει να βρει το σημείο ισορροπίας μεταξύ του δικαιώματος της αυτονομίας κάθε ανθρώπου και της αξίας της ίδιας ζωής.
– Κύριε καθηγητά, υπάρχει ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία στη χώρα μας, η οποία απαγορεύει ρητώς με νόμο αυτή την πρακτική στους γιατρούς; Υπάρχει “γκρίζα ζώνη” σε αυτό το θέμα;
Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν υπάρχει εξειδικευμένη ρύθμιση επί του θέματος, ωστόσο η υποβοηθούμενη αυτοκτονία δεν επιτρέπεται. Βέβαια και σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν διακριτές μεταξύ τους περιπτώσεις, οι οποίες δυσχεραίνουν και την αντιμετώπισή τους σε νομικό επίπεδο. Για παράδειγμα, εάν ένας ασθενής αρνηθεί να υποβληθεί σε μια θεραπεία και ο γιατρός του σεβαστεί την επιθυμία του αυτή, θα πρέπει να υποστεί συνέπειες στη βάση της πάγιας άποψης ότι πρέπει να εξαντλήσει κάθε μέσο για να τον κρατήσει στη ζωή; Σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι τόσο σύνθετα ζητήματα απαιτούν μια νέα κουλτούρα διαλόγου με τη συμμετοχή εκπροσώπων ασθενών, επιστημόνων υγείας και βιοηθικής, της εκκλησίας κ.λπ. Όσο πιο πλουραλιστική είναι η διαδικασία του διαλόγου, τόσο πιο συναινετικές θα είναι και οι αποφάσεις. Ωστόσο, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι χρειάζονται δομές παρηγορητικής θεραπείας και διαχείρισης του τελικού σταδίου της ζωής, καθώς επίσης και μια προσεκτική ρύθμιση του θέματος σε θεσμικό επίπεδο.
– Με ποιον τρόπο θα θεωρούσατε ότι θα μπορούσε η Εκκλησία να συμβάλλει στην ανάπτυξη του δημοσίου προβληματισμού και του δημοσίου διαλόγου σχετικά με τα θέματα της βιοηθικής στη χώρα μας; Υπάρχει χώρος για την Εκκλησία σε αυτόν τον διάλογο, εάν αναπτυχθεί κάποια στιγμή, φυσικά;
Όπως προανέφερα, σε μια δημοκρατική κοινωνία, υπάρχει -ή τουλάχιστον θα έπρεπε να υπάρχει- χώρος για όλους στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου. Όταν μάλιστα αναφερόμαστε σε λεπτά ζητήματα βιοηθικής, η ευρύτερη δυνατή εκπροσώπηση ομάδων του πληθυσμού εγγυάται πιο ορθολογικές αποφάσεις. Οι προκλήσεις που ανακύπτουν είναι τεράστιες και το όποιο ρυθμιστικό κενό μπορεί να δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα. Για παράδειγμα, στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία έχει πολλαπλές εφαρμογές στον τομέα της υγείας, η εκτεταμένη συζήτηση προκειμένου να προβλεφθούν και αντιμετωπιστούν ενδεχόμενοι κίνδυνοι είναι αναγκαία. Η εκκλησία μπορεί και πρέπει να έχει ρόλο σε έναν τέτοιο διάλογο. Εκτιμώ δε ότι με τη συμμετοχή της θα διαψευσθεί και η στερεοτυπική άποψη που συχνά διαμορφώνεται στη βάση κάποιων ακραίων θέσεων, ότι βρίσκεται στην «αντίθετη όχθη» σε σχέση με την επιστήμη. Αντιθέτως, η επιστημονική τεκμηρίωση μπορεί να μεταφερθεί μέσω (και) της εκκλησίας στους πολίτες, απαλλαγμένη από θέσεις συνωμοσιολογικής αφετηρίας που επικαλούνται, καθ’ υπέρβαση της πραγματικότητας, την πίστη, την εκκλησία κ.ά.