Έναρξη κατηχητικής χρονιάς στη Μητρόπολη Βεροίας
Την Κυριακή 8 Οκτωβρίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον εσπερινό στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ναούσης.
Στη συνέχεια στο νέο Κέντρο Πολιτισμού “ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ” ο Σεβ. Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων τέλεσε αγιασμό, διάβασε σχετική ευχή και απηύθυνε πατρικούς λόγους με την ευκαιρία της έναρξης της νέας κατηχητικής χρονιάς.
Επίσης για οργανωτικά θέματα μίλησε ο Αρχιμ. Διονύσιος Ανθόπουλος, υπεύθυνος του Γραφείου Νεότητας.
Τέλος ο Σεβασμιώτατος επέδωσε στους κατηχητές και τους υπευθύνους των κύκλων μελέτης Αγίας Γραφής τα διοριστήρια για τη νέα κατηχητική χρονιά.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Βεροίας:
Μέ μεγάλη χαρά σᾶς ὑποδεχόμαστε φέτος, στήν καθιερωμένη σύναξη τῶν κατηχητῶν καί τῶν κατηχητριῶν τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως στό νέο πνευματικό κέντρο τῆς Μητροπόλεώς μας, στό Κέντρο Πολιτισμοῦ «Παντάνασσα», τό ὁποῖο ἐγκαινιάσαμε τόν περασμένο Αὔγουστο.
Ὅπως εἶπα καί κατά τήν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων, ἡ χαρά μου γιά τήν ὁλοκλήρωση καί τή λειτουργία αὐτοῦ τοῦ Κέντρου εἶναι μεγάλη, διότι ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἦρθα ὡς Μητροπολίτης στήν εὐλογημένη αὐτή Μητρόπολη ἦταν ὄνειρο καί ἐπιθυμία μου ἡ δημιουργία κέντρων πνευματικῶν μέσα στά ὁποῖα ἡ τοπική μας Ἐκκλησία θά μπορεῖ νά ἐπιτελεῖ τό ἔργο της. Καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μας μᾶς ἀξίωσε μετά ἀπό πολλούς κόπους καί προσπάθειες καί δυσκολίες νά ἀποκτήσουμε αὐτό τό Κέντρο, ἐδῶ στή Νάουσα, πού ἐκτός τῶν ἄλλων χώρων περιλαμβάνει καί αὐτήν τήν ὡραία, ἄρτια ἐξοπλισμένη καί ἐξαιρετικά λειτουργική αἴθουσα, πού μᾶς προσφέρει πολλές δυνατότητες φιλοξενίας ἐκδηλώσεων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας σέ ὅλους τούς τομεῖς δράσεώς της.
Θέλοντας, λοιπόν, νά σᾶς κάνουμε καί ὅλους ἐσᾶς, τούς συνεργάτες τοῦ πνευματικοῦ ἔργου τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, μετόχους αὐτῆς τῆς μεγάλης χαρᾶς γιά τό νέο πνευματικό Κέντρο τῆς Μητροπόλεώς μας, τό Κέντρο Πολιτισμοῦ «Παντάνασσα», πραγματοποιοῦμε τήν ἐναρκτήρια σύναξή μας στόν ὡραῖο καί κομψό αὐτό χῶρο.
Εὐχαριστώντας, λοιπόν, τόν Θεό καί γιά αὐτή τή δωρεά του, τόν εὐχαριστοῦμε γιατί μᾶς δίδει καί τή χαρά τῆς συναντήσεώς μας, στήν ἀρχή τοῦ νέου κατηχητικοῦ ἔτους, τῆς συναντήσεως μέ παλαιότερους καί νεώτερους συνεργάτες καί συνεργάτιδες στό μεγάλο αὐτό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί τό ὀνομάζω μεγάλο, γιατί τό κατηχητικό ἔργο, ὅπως εἴπαμε καί πολλές φορές κατά τό παρελθόν, εἶναι τό κατ᾽ ἐξοχήν ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἐφαρμογή τῆς τελευταίας ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ λίγο πρίν ἀπό τήν ἀνάληψή του.
Τί εἶπε ὁ Χριστός στούς μαθητές του; «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτά εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πρός ὅλους μας, καί πρός ἐμᾶς τούς κληρικούς καί πρός ἐσᾶς πού συστρατεύεσθε μαζί μας στό ἔργο αὐτό τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐντολή του εἶναι νά τόν κάνουμε γνωστό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μπορεῖ βέβαια ἐμεῖς νά μήν ἀπευθυνόμαστε σέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκευμάτων, μπορεῖ νά ἀπευθυνόμαστε σέ ἀνθρώπους πού ἔχουν λάβει ἤδη τό βάπτισμα καί εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὅλοι ὅσοι ἔχουν βαπτισθεῖ, καί μάλιστα σέ νηπιακή ἡλικία, γνωρίζουν τόν Χριστό, γνωρίζουν τή διδασκαλία του.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο παρότι ἡ Ἐκκλησία μας ἀπό αἰώνων ἔχει καθιερώσει, γιά ἄλλους λόγους, τόν νηπιοβαπτισμό, προσφέρει τήν κατήχηση ὄχι μόνο στά νεαρά μέλη της ἀλλά καί στά μεγαλύτερα στήν ἡλικία καί θεωρεῖ αὐτό τό ἔργο, τό κατηχητικό ἔργο της, ὡς τό κατ᾽ ἐξοχήν, ὅπως εἶπα, ἔργο της.
Ὁρισμένοι βέβαια μπορεῖ νά διερωτηθοῦν πῶς εἶναι δυνατόν νά θεωροῦμε τήν κατήχηση καί ὄχι τή θεία λατρεία ἤ τά ἱερά μυστήρια ὡς τό κατ᾽ ἐξοχήν ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπορία εἶναι δικαιολογημένη, ἐάν κανείς θεωρεῖ ὅτι ἡ διδασκαλία γιά τόν Χριστό, ἡ κατήχηση, περιορίζεται ἁπλῶς σέ μαθήματα ἤ διαλέξεις, ὅπως συμβαίνει σέ ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες. Γιά τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅμως δέν εἶναι αὐτό ἡ κατήχηση. Ἡ κατήχηση εἶναι συγχρόνως καί μετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, στή θεία λατρεία καί στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί ἀκόμη δέν εἶναι κάτι πού ὁλοκληρώνεται σέ ἕνα ἤ δύο χρόνια ἤ ἔστω σέ περισσότερα. Ἡ μαθητεία μας στόν Χριστό, ἡ προσπάθειά μας νά τόν γνωρίσουμε εἶναι μία προσπάθεια πού διαρκεῖ ὅλη μας τή ζωή, γιατί ἡ γνώση του δέν εἶναι ἁπλῶς γνώση, ἀλλά εἶναι βίωμα, εἶναι ἐμπειρία, εἶναι ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν του καί τοῦ θελήματός του στή ζωή μας.
Ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στήν ἐντολή πού προανέφερα δέν εἶπε μόνο «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» ἀλλά τήν συμπλήρωσε λέγοντας «διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Ἑπομένως ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ συμπεριλαμβάνεται στήν κατήχηση, καί καθώς κανένας δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι τηρεῖ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, κατανοοῦμε ἀφενός τή σημασία τῆς κατηχήσεως καί ἀφετέρου τή διάρκειά της.
Βεβαίως, καθώς ὅλοι ἔχουμε γεννηθεῖ σέ ἕνα ὀρθόδοξο χριστιανικό περιβάλλον δέν ἀπευθυνόμαστε μέ τήν κατήχηση σέ ἐντελῶς ἀμυήτους. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνοῦμε ὅτι συχνά τόσο τά παιδιά καί οἱ νέοι μας, πού παρακολουθοῦν τά κατηχητικά καί τίς νεανικές συντροφιές, ὅσο καί οἱ μεγαλύτεροι στήν ἡλικία ἀδελφοί μας πού παρακολουθοῦν τούς κύκλους μελέτης τῆς ἁγίας Γραφῆς ἤ ἄλλες ἀνάλογες εὐκαιρίες πού προσφέρονται στό πλαίσιο τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, δέν γνωρίζουν ὅλα ὅσα θά ἔπρεπε ἐνδεχομένως νά γνωρίζουν ἤ νομίζουμε ὅτι γνωρίζουν.
Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς ἀγνοίας εἶναι πολλοί. Θά ἀναφέρω ὁρισμένους ἐνδεικτικά μέ πρῶτον ἀπό ὅλους μιά ψευδαίσθηση μέ τήν ὁποία ζοῦμε πολλοί ἀπό μᾶς. Καί αὐτή εἶναι ὅτι νομίζουμε ὅτι ἐπειδή γεννηθήκαμε σέ χριστιανικό περιβάλλον, ἐπειδή εἴμαστε ἀπό βρέφη μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἐκκλησιαζόμαστε ἤ ἀκόμη καί μετέχουμε στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζουμε τά πάντα γύρω ἀπό τήν πίστη μας καί δέν συνειδητοποιοῦμε πόσο πολλά δέν γνωρίζουμε, ἤ πόσα γνωρίζουμε ἀλλά δέν κατανοοῦμε τό νόημα καί τή σημασία τους. Καί δέν ἀναφέρομαι μόνο στά δύσκολα θέματα τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, πού καί αὐτά δέν πρέπει νά τά ἀγνοοῦμε, ἀλλά καί σέ πιό ἁπλά θέματα πού ἀφοροῦν τή λατρεία, τή θεία λειτουργία, τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, τά μυστήριά της, τή νηστεία κλπ.
Τά παιδιά καί οἱ νέοι μας δέν μαθαίνουν πλέον στό σχολεῖο ὅ,τι ἔπρεπε νά μαθαίνουν στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Εἴχαμε ἀναφερθεῖ καί στήν περσινή μας συνάντηση στό θέμα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, καί δυστυχῶς τά νέα σχολικά προγράμματα καί οἱ φάκελοι τοῦ μαθήματος ἐπιβεβαιώνουν μέ τόν πιό ἐμφατικό τρόπο τίς ἀνησυχίες καί τούς φόβους μας γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ μαθήματος ἀλλά καί τή θρησκευτική παιδεία τῶν παιδιῶν μας.
Ἄν προσθέσει κανείς σέ αὐτό τό δεδομένο ὅτι πολλά ἀπό τά παιδιά μας μεγαλώνουν σέ οἰκογένειες καί συγγενικό περιβάλλον πού εἶναι μέν χριστιανικό, ἀλλά εἴτε δέν ἔχει πολύ χρόνο γιά νά ἀσχοληθεῖ μέ τά παιδιά εἴτε ἔχει μία χαλαρή σχέση μέ τήν Ἐκκλησία εἴτε δέν ἔχει τίς ἀπαραίτητες γνώσεις γιά νά διδάξει στά παιδιά τίς βασικές τουλάχιστον ἀλήθειες τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, τότε ἀντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντικό εἶναι τό ἔργο τῆς κατηχήσεως τό ὁποῖο σᾶς ἀναθέτει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἀνάλογη σημασία ὅμως ἔχει καί τό κατηχητικό ἔργο πού ἀπευθύνεται σέ ἀνθρώπους μεγαλύτερης ἡλικίας, ἀφενός γιατί καί αὐτοί πολλές φορές ἀγνοοῦν βασικά θέματα πίστεως καί λατρείας, ὅπως δυστυχῶς συχνά διαπιστώνουμε, ἀλλά καί γιατί ἡ δική τους κατήχηση, ἡ δική τους καλύτερη γνώση γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του θά τούς βοηθήσει νά διαπαιδαγωγήσουν ὀρθότερα, «ἐκκλησιαστικότερα», «χριστιανικότερα», ἄν θέλετε, τά παιδιά ἤ καί τά ἐγγόνια τους.
Καί αὐτό δέν ἰσχύει μόνο γιά ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Ἰσχύει καί γιά ὅσους ἔχουν. Διότι, ὅπως εἶπα καί προηγουμένως, συχνά διαπιστώνουμε ὅτι ἀδελφοί μας πού ἔρχονται συχνά στήν Ἐκκλησία, ἀγνοοῦν πολλά ἀπό ὅσα συμβαίνουν στή θεία Λειτουργία καί τή σημασία τους, ἀγνοοῦν τό Σύμβολο τῆς πίστεως, συγχέουν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ μέ ἀπόψεις πού κυκλοφοροῦν γενικῶς καί ἀποδίδονται στόν Χριστό ἤ στήν Ἐκκλησία, καί ἐν τέλει παρότι εἶναι χριστιανοί, στήν οὐσία εἶναι χριστιανοί μόνο κατ᾽ ὄνομα, μέ ἀποτέλεσμα οὔτε τά παιδιά τους καί τήν οἰκογένειά τους νά μποροῦν νά καθοδηγήσουν ὀρθά στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι ἀκόμη νά κινδυνεύουν νά παρασυρθοῦν ἀπό ἀνθρώπους ἐκτός Ἐκκλησίας πού ὑποστηρίζουν διάφορες ἀπόψεις καί προσπαθοῦν νά παρασύρουν ἁπλούς καί εὐσεβεῖς ἀνθρώπους μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν ὀρθή πίστη.
Στίς περιπτώσεις αὐτῶν τῶν ἀδελφῶν μας ἡ εὐθύνη βρίσκεται καί στίς δύο πλευρές. Ἐφόσον εἶναι ἐνήλικες ἔχουν καί αὐτοί τήν εὐθύνη νά γνωρίσουν περισσότερα γιά τήν πίστη τους καί γιά τόν Χριστό τοῦ ὁποίου τό ὄνομα φέρουν. Ἔχει ὅμως εὐθύνη καί ἡ Ἐκκλησία νά κατηχήσει καί νά διδάξει τό πλήρωμά της, χωρίς νά θεωρεῖ δεδομένες καί αὐτονόητες τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως γιά ὅσους βρίσκονται μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Δέν πρέπει ἄλλωστε νά ξεχνοῦμε ὅτι συχνά ἐλλοχεύει καί ὁ κίνδυνος τῆς συνηθείας καί τῆς ἐξοικειώσεως πού μᾶς ἀδρανοποιεῖ. Ἔχουμε συνηθίσει νά ἐκκλησιαζόμαστε, νά ἀκοῦμε τή θεία Λειτουργία, νά μετέχουμε στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καί νομίζουμε ὅτι ξέρουμε ὅ,τι χρειάζεται. Δέν αἰσθανόμασθε μέσα μας τή φλόγα τῆς διαθέσεως νά μάθουμε περισσότερα, νά κατανοήσουμε περισσότερα ἀπό ὅσα συμβαίνουν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀπό ὅσα λέγει ὁ ἱερέας, ἀπό ὅσα ἀκοῦμε στά ἀναγνώσματα. Καί ἔτσι τά ἀφήνουμε νά περνοῦν ἀπό τά αὐτιά μας, ἀπό τά μάτια μας, ἀπό τόν νοῦ μας χωρίς νά συνειδητοποιοῦμε τί ἀκοῦμε ἤ τί ἐπιτελεῖται τήν κάθε στιγμή καί νά ὠφελούμεθα ἀπό αὐτά.
Θά μοῦ πεῖτε δέν ὑπῆρχαν καί δέν ὑπάρχουν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καί μεγάλοι πολλές φορές πού δέν γνώριζαν γράμματα καί δέν καταλάβαιναν τό νόημα τῶν ἀκολουθιῶν; Ὑπῆρχαν ἀσφαλῶς, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι δικαιολογία γιά μᾶς, γιά νά μήν ἐνδιαφερόμαστε, γιά νά μήν γνωρίζουμε, γιατί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας πού δέν διέθεταν τήν κατά κόσμον γνώση, εἶχαν διδαχθεῖ ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα καί τή θεία χάρη. Γνώριζαν τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία καί τά μυστήρια ἐμπειρικά καί βιωματικά, κάτι πού δέν εἶναι εὔκολο γιά μᾶς πού δέν διαθέτουμε τή δική τους ἁγιότητα καί ἀσκητική ἐμπειρία.
Ἐμεῖς, πού ἀπέχουμε ἀπό τό ὕψος τῆς ἁγιότητος τῶν ὁσίων καί θεοφόρων πατέρων ἔχουμε τήν Ἐκκλησία γιά νά διδαχθοῦμε μέσα σ᾽ αὐτήν ὅσα μποροῦμε νά κατανοήσουμε. Καί αὐτόν τόν σκοπό ὑπηρετεῖ καί τό κατηχητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μέ ὅποια μορφή ἔχει αὐτό, ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία στήν ὁποία ἀπευθύνεται. Αὐτόν τόν σκοπό ὑπηρετεῖτε καί σεῖς, στούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία μας καί ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας σᾶς ἐμπιστεύετε καί φέτος τή διακονία τοῦ κατηχητικοῦ της ἔργου.
Καί ἐάν θέλουμε νά ἔχουμε ἐπιτυχία στήν προσπάθειά μας αὐτή, θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι τήν ἀναγκαιότητα τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου, τήν ἀναγκαιότητα τοῦ εὐαγγελισμοῦ καί τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ τῶν παιδιῶν καί τῶν μεγαλυτέρων. Διότι οἱ σειρῆνες εἶναι πολλές, οἱ ἐπιρροές καί ἐπιδράσεις ἀπό τό περιβάλλον ἀκόμη περισσότερες καί ὁ σπόρος πού πέφτει εὐκαιριακά στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων κινδυνεύει νά παρασυρθεῖ ἀπό τόν ἄνεμο, κινδυνεύει νά συμπνιγεῖ ἀπό τά διάφορα παράσιτα καί ἀγκάθια, ὄχι ἴσως τῶν παθῶν ἤ τῶν μεριμνῶν τῆς ζωῆς ἀλλά τῆς ἐπιρροῆς καί τῆς συγχύσεως ὅλων αὐτῶν πού βλέπουμε γύρω μας, πού βλέπουμε στή ζωή τῶν ἀνθρώπων πού βρίσκονται μακριά ἀπό τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία, ὅλων αὐτῶν πού, δυστυχῶς, ἐπιχειροῦνται νά καθιερωθοῦν ἐπισήμως καί στή χώρα μας στό πλαίσιο δῆθεν τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ἀσφαλῶς καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα εἶναι σεβαστά, ἀλλά δέν πρέπει νά θεωροῦνται οἱ προσωπικές ἐπιλογές τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού ἔχει τίς δικές του ἰδιαιτερότητες κανόνας καί γιά τή ζωή τῶν ὑπολοίπων. Δέν θά πρέπει ἡ ἐξοικείωση μέ τόν δικό τους τρόπο ζωῆς νά μᾶς κάνει νά τόν συνηθίζουμε καί ἐμεῖς καί νά μήν μᾶς προξενεῖ ἐντύπωση· γιατί αὐτός εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος πού διατρέχουμε καί ἐμεῖς, ἀλλά πολύ περισσότερο τά νέα παιδιά ἤ ὅσοι γιά διάφορους λόγους εἶναι ἀσθενεῖς περί τήν πίστη.
Τό Ἔθνος μας πέρασε ἀπό τέτοιες συμπληγάδες, ὅταν ζοῦσε ὑπόδουλο στούς Τούρκους, καί κατόρθωσε νά διατηρήσει τήν πίστη του καί μαζί μέ αὐτή καί τήν ἐθνική του ταυτότητα χάρη στήν Ἐκκλησία καί στόν λόγο της. Ἄς θυμηθοῦμε τήν ἱερή μορφή τοῦ μεγάλου ἱεραποστόλου καί ἱερομάρτυρος ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, στόν ὁποῖο ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας θά ἀφιερώσει τό ἑπόμενο ἔτος, καί τή μεγάλη προσφορά του στόν ἐπανευαγγελισμό τοῦ Ἔθνους. Χριστιανοί ἦταν οἱ Ἕλληνες στήν ἐποχή του, ἀλλά ζοῦσαν σέ ἕνα περιβάλλον ἀλλόθρησκο μέ ποικίλες ἐπιρροές, ὄχι μόνο ἀπό τούς Τούρκους ἀλλά καί ἀπό τούς καθολικούς, πού σέ πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδος προπαγάνδιζαν ὑπέρ τῆς δικῆς τους πίστεως. Καί καθώς δέν εἶχαν πολλές δυνατότητες νά διδαχθοῦν γιά τήν πίστη τους, γιά τόν Χριστό, γιά τήν Ἐκκλησία, γιατί οἱ Τοῦρκοι τό ἀπαγορευόταν, κινδύνευαν νά τήν ξεχάσουν, κινδύνευαν νά ἐξομοιωθοῦν μέ τό περιβάλλον στό ὁποῖο ζοῦσαν.
Αὐτό τόν κίνδυνο διαβλέποντας ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἄφησε τήν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί βγῆκε στόν κόσμο καί γύρισε ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα γιά νά ὑπενθυμίσει στούς ἀνθρώπους τήν πίστη τους, γιά νά ἀφυπνίσει μέσα στήν ψυχή τους τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου μέ τό κήρυγμά του καί μέ τόν λόγο του.
Tό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ θά πρέπει νά εἶναι πρότυπο καί ὑπόδειγμα καί γιά τό δικό σας ἔργο. Πῶς ἐπέτυχε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς τόσα πολλά, ἄν καί ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μόνος πού δέν διέθετε μέσα καί εὐκολίες γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ ἔργου του οὔτε εἶχε τή συμπαράσταση κανενός;
Ὁ πρῶτος παράγοντας τῆς ἐπιτυχίας του εἶναι ὁ ζῆλος του. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δέν ἔβλεπε τό ἔργο ὡς μία ὑποχρέωση πρός τρίτους, τό ἔβλεπε ὡς ἀνάγκη πρωτίστως γιά τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, καί αἰσθανόταν ὅπως αἰσθανόταν καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔλεγε «ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται· οὐαί δέ μοί ἐστιν, ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι». Ἔχω μεγάλη ἀνάγκη, ἀλλίμονο ἐάν δέν κηρύσσω τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στούς ἀνθρώπους. Καί ἡ ἀνάγκη δέν ἦταν βεβαίως ὑλική ἤ οἰκονομική, ἦταν ἠθική καί πνευματική. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ζοῦσε τή χαρά τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, καί αἰσθανόταν ἐκ παραλλήλου ἀγωνία γιά τούς Ἕλληνες πού ζώντας μέσα σέ ἕνα ἀλλόθρησκο περιβάλλον μέ τόσες πιέσεις, μέ μαρτύρια, μέ ἐξαναγκασμούς, μέ ἀπειλές καί μέ ὑποσχέσεις νά ξεχάσουν τήν πίστη τους, νά ξεχάσουν τήν πατρίδα τους, ἔνιωθε τήν ὑποχρέωση νά τούς στηρίξει τήν πίστη καί τήν ἐθνική τους αὐτοσυνειδησία. Αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά τούς ἀνανεώσει τή χαρά καί τήν ἐλπίδα πού προσφέρει ὁ Χριστός σέ ὅσους τόν πιστεύουν καί τόν ἐμπιστεύονται.
Ὁ δεύτερος παράγοντας ἦταν ἡ ἀφοσίωσή του στό ἔργο του. Ἀνέλαβε τό ἱεραποστολικό του ἔργο ὁ ἅγιος Κοσμᾶς μέ δική του πρωτοβουλία, χωρίς νά τόν ἀναγκάσει κανείς καί χωρίς νά εἶναι ὑποχρεωμένος νά τό κάνει. Καί ἀφοσιώθηκε ἀποκλειστικά σ᾽ αὐτό, χωρίς νά ὑπολογίζει οὔτε κόπο, οὔτε κινδύνους, οὔτε θυσίες, οὔτε τήν ἴδια του τή ζωή. Γύρισε περπατώντας ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα, κηρύττοντας σέ κάθε χωριό, συμβουλεύοντας καί ἐνισχύοντας τούς ὑπόδουλους Ἕλληνες στήν πίστη καί στήν ἀγάπη γιά τήν πατρίδα.
Καί ὅλα αὐτά τά ἔκανε ἀπό ἀγάπη πρός τόν Χριστό ἀλλά καί πρός τούς ἀδελφούς του. Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ τρίτος παράγοντας γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Ὅ,τι ἔκανε δέν τό ἔκανε γιατί ἐπεδίωκε τιμές οὔτε γιατί ἀπέβλεπε στή δόξα τῶν ἀνθρώπων. Τά ἔκανε ἀπό ἀγαθή προαίρεση· καί ὅπως ἀκούσαμε καί τό πρωί στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, «ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καί θερίσει … ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». Αὐτό συνέβη καί μέ τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό καί τό ἔργο του. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν αὐτή πού ἔκανε τήν προσπάθεια του νά ἀποδώσει καρπούς.
Στούς τρεῖς παράγοντες πού ἤδη ἀνέφερα, θά ἤθελα νά προσθέσω καί ἕναν ἀκόμη. Καί αὐτός εἶναι ἡ ἁπλότητά του. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δέν δίδασκε ἀπό καθέδρας, δέν δίδασκε σάν νά ἦταν αὐθεντία. Πλησίαζε μέ ἁπλότητα καί προσήνεια τούς ἀνθρώπους καί μιλοῦσε ἁπλά καί κατανοητά, μιλοῦσε μέ παραδείγματα, ὥστε ὅλοι νά καταλαβαίνουν τί ἤθελε νά τούς διδάξει· ἀλλά μιλοῦσε καί μέ τό παράδειγμα τῆς δικῆς του ζωῆς. Γι᾽ αὐτό καί ἄγγιζε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί ὁ λόγος του εἶχε ἐπίδραση στή ζωή τους.
Αὐτά τά τέσσερα στοιχεῖα τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, τόν ζῆλο, τήν ἀφοσίωση, τήν ἀγάπη καί τήν ἁπλότητα, καλούμεθα νά μιμηθοῦμε καί ἐμεῖς, ὅσοι διακονοῦμε τό κατηχητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά ἔχουμε καί ἐμεῖς ἐπιτυχία στήν προσπάθειά μας.
Καί μπορεῖ νά μήν ζοῦμε σήμερα στίς δύσκολες συνθῆκες στίς ὁποῖες ζοῦσαν οἱ πατέρες μας τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἀλλά ἡ ἄγνοια τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν θεμάτων τῆς πίστεως εἶναι ὑπαρκτή καί οἱ κίνδυνοι πού ἐλλοχεύουν ἀπό τήν τάση τῆς παγκοσμιοποιήσεως, τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς ἀποϊεροποιήσεως τῶν πάντων, τῆς ἀποδομήσεως τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἀξιῶν τῆς κοινωνίας μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας μποροῦν νά ἀντιμετωπισθοῦν μόνο μέσω τῆς γνώσεως καί τῆς ἐμπειρίας τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, μέσω τῆς γνώσεως καί τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καί εἶναι ἐξαιρετικά ἀναγκαῖο στίς ἡμέρες μας νά προσφέρουμε μέσα ἀπό τό κατηχητικό ἔργο στά παιδιά, στούς νέους μας ἀλλά καί στούς μεγαλυτέρους σέ ἡλικία ἀνθρώπους τή δυνατότητα νά εἶναι ἐνεργά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά ἔχουν τήν Ἐκκλησία καί τόν Χριστό ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς καί στήριγμα στή ζωή τους, νά ἔχουν τήν πίστη στόν Χριστό ὁδηγό καί καταφύγιο στή ζωή τους, γιά νά προστατεύονται ἀπό ὅλους ἐκείνους τούς ἀνθρώπους καί τίς ἰδεολογίες πού φαινομενικά ἐπιχειροῦν νά τούς ἐλευθερώσουν ἀλλά κατά βάση ἐπιδιώκουν νά τούς παρασύρουν σέ σκοτεινά καί ἐπικίνδυνα μονοπάτια.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις καί μέ τή βεβαιότητα ὅτι ὅλοι καί ὅλες συνειδητοποιεῖτε καί συναισθάνεσθε τή σημασία καί τή σπουδαιότητα τοῦ ἔργου πού σᾶς ἐμπιστεύεται ἡ Ἐκκλησία μας καί θά τό ἐπιτελέσετε καί φέτος, ὅπως καί τά προηγούμενα χρόνια, μέ ἀγάπη, μέ ἀφοσίωση, μέ ἀνιδιοτέλεια, μέ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί στούς ὑπευθύνους τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου, μέ καλή συνεργασία μέ τούς ἱερεῖς μας καί τούς προϊσταμένους τῶν ἱερῶν ναῶν στούς ὁποίους διακονεῖτε, θέλω νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά μία ἀκόμη φορά γιά τήν προσφορά σας καί νά εὐχηθῶ σέ ὅλους σας πατρικά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὁ φωτισμός τοῦ Παναγίου Πνεύματος νά σᾶς ἐνισχύει καί νά σᾶς κατευθύνει στό ἔργο σας.