Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκε εντός του Ιερού Ναού η λιτάνευση της Ιεράς Εικόνας της Βαϊοφόρου και η ανάγνωση της ευχής των Βαΐων.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;» Δύο σκηνές μᾶς παρουσίασε τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡ πρώτη σκηνή στή Βηθανία, στό σπίτι τοῦ Λαζάρου, τόν ὁποῖο ἀνέστησε ὁ Χριστός. Ἡ δεύτερη στά Ἱεροσόλυμα.
Στήν πρώτη, ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, ἀλείφει μέ πολύτιμο μύρο τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τά σκουπίζει μέ τά μαλλιά της. Στή δεύτερη, τό πλῆθος τῶν Ἰουδαίων κρατώντας τά βαΐα τῶν φοινίκων ὑποδέχεται ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ τόν Χριστό πού εἰσέρχεται στά Ἱεροσόλυμα. Καί στίς δύο αὐτές σκηνές ὑπάρχουν κάποιοι πού ἐνοχλοῦνται. Στήν πρώτη, ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἰούδας, στή δεύτερη, οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων. Καί παρότι φαίνεται νά ἐνοχλοῦνται γιά διαφορετικούς λόγους, στήν πραγματικότητα αὐτό πού ἐνοχλεῖ καί τούς δύο εἶναι ὁ Χριστός καί οἱ ἄνθρωποι πού τόν ἀκολουθοῦν μέ ἀγάπη.
Ἄς ἀφήσουμε ὅμως τούς ἀρχιερεῖς νά προετοιμάζουν τά πονηρά σχέδιά τους ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ καί ἄς ἐπιστρέψουμε γιά λίγο στή Βηθανία, γιά νά παρακολουθήσουμε τή διαμαρτυρία τοῦ Ἰούδα.
«Διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;» Γιατί δέν πωλήσαμε τό μύρο αὐτό γιά τριάντα δηνάρια προκειμένου νά τά δώσουμε στούς πτωχούς;
Ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, ἡ Μαρία, προσφέρει τό μύρο στόν Χριστό ἐκφράζοντας τήν εὐγνωμοσύνη της γιά τήν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της καί ὁ Ἰούδας ἐπιχειρεῖ μέ τήν ἐρώτησή του νά κατακρίνει καί τή Μαρία πού τό προσφέρει καί τόν Χριστό πού τό δέχεται, καί μάλιστα προβάλλοντας ὡς πρόσχημα τούς πτωχούς καί τήν ἐλεημοσύνη.
Μέ μία ἀρετή πού δέν διαθέτει ὑποκρίνεται τόν ἐνάρετο καί κατακρίνει τόν φιλάνθρωπο. Παριστάνει τόν ἐλεήμονα καί τόν πιστό τηρητή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικοί οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους ἀντιδρᾶ στήν πράξη τῆς Μαρίας. Μᾶς τούς ἀποκαλύπτει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ θεολόγος, πού σημειώνει στό εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε ὅτι ὁ Ἰούδας δέν ἐνδιαφερόταν γιά τούς πτωχούς, ἀλλά, ἐπειδή κρατοῦσε τό ταμεῖο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ἤθελε νά μποῦν ἐκεῖ τά χρήματα, προκειμένου νά τά ἀφαιρέσει στή συνέχεια. Καλύπτει δηλαδή τή φιλαργυρία του μέ τήν δῆθεν φιλοπτωχία του, καί ἀντί νά μετανοήσει γιά τήν πρώτη, γιά τή φιλαργυρία, καί νά λάβει τήν ἄφεση, προσθέτει σέ αὐτήν τήν ὑποκρισία καί τήν κατάκριση καί βαρύνει τήν ψυχή του μέ ἀκόμη μεγαλύτερο βάρος.
Ἄς μήν σπεύσουμε ὅμως νά κατακρίνουμε τόν Ἰούδα, πρίν νά ἐξετάσουμε καί τή δική μας συμπεριφορά, πρίν νά σκεφθοῦμε πῶς ἐνεργοῦμε ἔναντι τῶν πράξεων τῶν ἀδελφῶν μας καί ἀκόμη πολλές φορές ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ἱερέων καί τῶν ἀρχιερέων της.
Πόσες φορές σπεύδουμε νά κρίνουμε καί νά σχολιάσουμε ἐνέργειες καί συμπεριφορές ἀδελφῶν μας, χωρίς νά γνωρίζουμε τά κίνητρά τους, χωρίς νά ξέρουμε γιατί ἔκαναν αὐτό πού ἐμεῖς κατακρίνουμε; Πόσες φορές σπεύδουμε νά ὑποδείξουμε τί θά κάναμε ἐμεῖς στή μία ἤ στήν ἄλλη περίπτωση μέ ἐγωϊστικά κίνητρα καί ἀποβλέποντας μόνο στήν προβολή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῆς δῆθεν ἀρετῆς καί εὐσεβείας μας;
Καί ἀκόμη, πόσες φορές κρίνουμε καί κατακρίνουμε ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἰδιαιτέρως κατά τήν περίοδο αὐτή τῆς πανδημίας, κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας καί οἱ Ἱεράρχες της προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο καί νά ἐξασφαλίσουν τή δυνατότητα σέ ὅσο τό δυνατόν περισσοτέρους πιστούς νά συμμετάσχουν στίς ἱερές Ἀκολουθίες καί στά ἱερά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, καί συγχρόνως, ἀκολουθώντας τίς ὑποδείξεις τῶν εἰδικῶν ἰατρῶν καί τῶν ὑπευθύνων τῆς πολιτείας, νά τηρήσουν τά ὑγειονομικά μέτρα, τά ὁποῖα θά προφυλάξουν ὅλους μας ἀπό τή διάδοση τοῦ κορωνοϊοῦ καί τίς δυσάρεστες καί τραγικές συνέπειές του γιά τή ζωή μας;
Καί ὅμως, δυστυχῶς, ὑπάρχουν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι γνωματεύουν τί θά ἦταν ὀρθότερο, θεωρώντας ὅτι αὐτοί εἶναι οἱ ὑπερασπιστές τῆς πίστεως, τῆς παραδόσεως καί τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία δέν ἐφαρμόζει τόν νόμο καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί γι᾽ αὐτό τήν κρίνουν καί τήν κατακρίνουν.
Σέ τί διαφέρουν ὅμως ἀπό τόν Ἰούδα; Κι ἐκεῖνος τόν Χριστό κατέκρινε, ἐμφανιζόμενος ὡς δῆθεν ἐνάρετος καί τηρητής τοῦ νόμου τόν ὁποῖο ὁ Χριστός εἶχε δώσει, καί κατέληξε δυστυχῶς νά προδώσει τόν Χριστό.
Ἄς ἀποφύγουμε τό παράδειγμά του, ἄς ἀποφύγουμε τόν ὀλισθηρό δρόμο τῆς ὑποκρισίας καί τῆς κατακρίσεως, γιά νά τύχουμε τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί νά ἀξιωθοῦμε νά ἀναστηθοῦμε καί ἐμεῖς μαζί του καί νά ἀπολαύσουμε ὄχι τήν ἐπίγεια βασιλεία του, τήν ὁποία περίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι πού τόν ὑποδέχθηκαν σήμερα μετά βαΐων καί κλάδων, ἀλλά τήν οὐράνια καί αἰώνια βασιλεία του πού μᾶς χάρισε μέ τήν ἀνάστασή του.
Νά μή βρεθοῦμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως νά ἀκούσουμε ἀπό τόν Κύριο «τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» ἤ ἀκόμη χειρότερα «τόν ἀρχιερέα τοῦ Ὑψίστου λοιδωρεῖς, τοῖχε κεκονιαμένε;» Ἄς εἴμεθα προσεκτικοί. Τά παραδείγματα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς δίδουν σέ ὅλους μας ἕνα λαμπρό μάθημα γιά νά προσέχουμε.