Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος Βεροίας χειροθέτησε Αναγνώστη τον κ. Γεώργιο Αγγελίδη.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :
«Ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ᾽ οὐ στενοχωρούμενοι, … διωκόμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι».
Δέν εἶναι ἡ μοναδική φορά πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀπευθυνόμενος στά πνευματικά του τέκνα, ἀναφέρεται στίς δυσκολίες καί τίς δοκιμασίες, τίς θλίψεις καί τούς διωγμούς πού ὑφίσταται.
Καί δέν τό κάνει γιά νά ἐκφράσει κάποιο παράπονο ἤ γιά νά τούς συγκινήσει μέ ὅσα ὑποφέρει. Τό κάνει γιατί ἀφενός θέλει νά τούς διδάξει ὅτι οἱ δυσκολίες, οἱ θλίψεις, οἱ διωγμοί καί οἱ πειρασμοί εἶναι συνυφασμένοι μέ τή ζωή τοῦ χριστιανοῦ, ὥστε νά μήν ἐκπλήττονται καί νά μήν ἀποθαρρύνονται, ὅταν τά συναντοῦν καί οἱ ἴδιοι στή ζωή τους, καί ἀφετέρου γιά νά τούς διδάξει ὅτι ὅλα αὐτά πρέπει νά τά ἀντιμετωπίζουν μέ ὑπομονή καί καρτερία, ἀλλά κυρίως μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν διδάσκει τούς Κορινθίους καί κατ᾽ ἐπέκταση καί ὅλους ἐμᾶς κάτι νέο ἤ παράδοξο, ἔστω καί ἐάν στά αὐτιά τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τόσο στήν ἐποχή τοῦ ἀποστόλου ὅσο καί σήμερα ἠχοῦν κάπως περίεργα. Γιατί οἱ περισσότεροι διερωτῶνται: πῶς μπορεῖς νά θλίβεσαι χωρίς νά στενοχωρεῖσαι, ἤ πῶς εἶναι δυνατόν νά σέ καταδιώκουν οἱ πάντες καί σύ νά μήν αἰσθάνεσαι μόνος καί ἐγκαταλελειμένος.
Καί ὅμως αὐτό πού μᾶς φαίνεται παράξενο καί ἀκατανόητο εἶναι ἀληθινό, εἶναι πραγματικό, γιατί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος δέν ὁμολογεῖ τίποτε διαφορετικό ἀπό αὐτό πού μᾶς διδάσκει καί γιά τό ὁποῖο μᾶς διαβεβαιώνει μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
Τί μᾶς λέει, λοιπόν; «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον». Μέσα στόν κόσμο, δηλαδή, μᾶς λέγει τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου, θά ἔχετε θλίψη, ἀλλά νά ἔχετε θάρρος, γιατί ἐγώ πρῶτος νίκησα τόν κόσμο.
Σέ αὐτή τή διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ βασίζεται καί ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου. «Ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ᾽ οὐ στενοχωρούμενοι». Θλιβόμαστε ἀπό ὅλα ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, γιατί ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο καί κυρίως ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ, πού βαδίζει κόντρα στό ρεῦμα, εἶναι γεμάτη θλίψεις. Καί ὁ πιστός δέν εἶναι οὔτε ἀδιάφορος οὔτε ἀναίσθητος. Αἰσθάνεται τόν πόνο τῆς θλίψεως καί νιώθει τήν ὀδύνη της. Αὐτό πού δέν κάνει ὅμως εἶναι νά καταθλίβεται, νά πέφτει καί νά συντρίβεται, νά γογγύζει καί νά διαμαρτύρεται. Γι᾽ αὐτό ὁ ἀπόστολος λέγει «οὐ στενοχωρούμενοι». Θλίβεται ὁ πιστός, ἀλλά δέν στενοχωρεῖται μέ αὐτή τήν ἔννοια τοῦ κόσμου, γιατί γνωρίζει ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν», διά τῶν θλίψεων, δηλαδή, θά μπορέσουμε καί ἐμεῖς νά μποῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Θλίβεται, ἀλλά δέν συντρίβεται, γιατί ἔχει ἐμπιστοσύνη ὅτι ὁ Θεός θά δώσει «σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν αὐτοῦ, τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν», θά τοῦ δώσει μαζί μέ τή δοκιμασία καί τή λύση, καί δέν θά τόν ἀφήσει νά δοκιμασθεῖ περισσότερο ἀπό ὅσο ἀντέχει, καί ἔτσι προσπαθεῖ νά ἀξιοποιήσει τή δοκιμασία καί τή θλίψη ὥστε νά προοδεύσει πνευματικά, νά μετανοήσει καί νά πλησιάσει περισσότερο τόν Θεό.
Δέν εἶναι ὅμως μόνο οἱ θλίψεις, εἶναι καί οἱ διωγμοί μέ τούς ἔρχεται ἀντιμέτωπος συχνά ὁ χριστιανός. Διώκεται, γιατί κάποιοι ἐνοχλοῦνται ἀπό τήν πίστη του, ἀπό τήν παρουσία του, ἀπό τή ζωή του. Ἀλλά καί γιά τούς διωγμούς μᾶς προετοίμασε ὁ Χριστός λέγοντας. «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι». Ἐάν δίωξαν ἐμένα, θά διώξουν καί σᾶς. Συγχρόνως ὅμως μᾶς παρηγορεῖ μακαρίζοντας ὅσους διώκονται γιά τή δικαιοσύνη καί γιά τό ὄνομά του, ὑποσχόμενος ὅτι θά κληρονομήσουν τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Αὐτός ὁ μακαρισμός τοῦ Κυρίου εἶναι πού κάνει τόν ἀπόστολο νά διακηρύσσει «διωκόμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι». Μᾶς διώκουν, ἀλλά δέν αἰσθανόμεθα μόνοι καί ἐγκαταλελειμένοι, γιατί ἔχουμε πάντοτε δίπλα μας τόν Χριστό πού μᾶς προστατεύει καί δέν μᾶς ἀφήνει μόνους.
«Ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ᾽ οὐ στενοχωρούμενοι, … διωκόμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι».
Πόσο παρήγορος εἶναι, ἀδελφοί μου, καί γιά μᾶς ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἁπλῶς λόγος ἀλλά εἶναι βίωμα καί ἐμπειρία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τῶν ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων, τῶν ἁγίων Πατέρων ἀλλά καί τῶν ὁσίων. Εἶναι βίωμα καί ἐμπειρία καί τοῦ ἑορταζομένου σήμερα καί τιμωμένου ἰδιαιτέρως στήν ἐνορία σας ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ μεγάλου, τοῦ μεγάλου ὄντως αὐτοῦ ἀσκητοῦ, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μήν δοκίμασε τίς θλίψεις καί τούς διωγμούς πού ὑπέμεινε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δοκίμασε ὅμως τίς θλίψεις καί τίς στενοχωρίες καί τούς πειρασμούς τῆς μοναχικῆς ζωῆς στήν ἔρημο, χωρίς νά χάσει ποτέ τήν ἐλπίδα καί τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό, μέσα στήν παρουσία τοῦ ὁποίου ζοῦσε πάντοτε, παρά τούς πολέμους τούς ὁποίους ἐδοκίμασε ἀπό τόν πονηρό, ὁ ὁποῖος δέν ἀφήνει ἥσυχους αὐτούς πού ἔχουν δώσει ἐξ ὁλοκλήρου τόν ἑαυτό τους στόν Θεό.
Γι᾽ αὐτό ἄς ἀκούσουμε καί ἐμεῖς προσεκτικά σήμερα τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί ἄς ἐνισχυθοῦμε ἀπό τήν ἐμπειρία καί τοῦ ἴδιου ἀλλά καί τοῦ τιμωμένου ἁγίου Εὐθυμίου, ὥστε νά αὐξήσουμε τήν ἐμπιστοσύνη μας στόν Θεό. Καί ἄς μάθουμε νά ὑπομένουμε τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες καί τούς διωγμούς πού ἀντιμετωπίζουμε εἴτε ὡς ἄτομα εἴτε ὡς κοινωνία εἴτε καί ὡς Ἔθνος ἔχοντας ἀμετακίνητη τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό. Ἄς προσευχόμαστε μέ πίστη καί ἄς ζητοῦμε τή βοήθειά του. Καί ἄς μήν φοβόμαστε. Δέν εἴμαστε μόνοι, ἔχουμε, ἐφόσον πιστεύουμε, τή δύναμη καί προστασία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἴμαστε μόνοι, ἀκόμη καί ὅταν οἱ πάντες μᾶς ἐγκαταλείπουν ἤ καί μᾶς καταδιώκουν, ὅπως συμβαίνει κάποιες φορές, καί τό ἔχουμε ζήσει καί ὡς ἄτομα καί ὡς Ἔθνος. Ἐμεῖς ἔχουμε δίπλα μας τόν Θεό, ὁ ὁποῖος δέν ἐγκαταλείπει τούς ἐλπίζοντας εἰς Αὐτόν. Καί πιστεύουμε καί ἐλπίζουμε ὅτι δέν θά ἐγκαταλείψει καί ἐμᾶς, δέν θά ἐγκαταλείψει οὔτε τή Μακεδονία μας, ἡ ὁποία δοκιμάζεται καί πουλιέται δυστυχῶς καί τό ὄνομά της, οὔτε τήν πατρίδα μας σέ αὐτή τή δύσκολη συγκυρία στήν ὁποία ζοῦμε, διότι ὅλοι τά ἔβαλαν μέ τήν Ἑλλάδα καί ἰδιαιτέρως μέ τή Μακεδονία. Νά εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ὅ,τι καί ἄν συμβεῖ, ὅ,τι καί ἐάν κάνουν αὐτοί οἱ λίγοι, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς δέν ἐκπροσωποῦν τόν ἑλληνικό λαό, ὅ,τι καί ἄν ὑπογράψουν, αὐτό δέν θά ἰσχύει οὔτε γιά μᾶς οὔτε γιά τόν Θεό, ὁ ὁποῖος προστατεύει τήν πατρίδα μας.