Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος Βεροίας, ανήμερα της εορτής του Αγίου Ελευθερίου χειροθέτησε α) Αναγνώστη τον κ. Κουρμπετλή Αναστάσιο, ο οποίος διακονεί στο Ιερό Βήμα της ενορίας και β) Πρωτοπρεσβύτερο τον εφημέριο της ενορίας π. Λάζαρο Μουρατίδη, τον οποίο και συνεχάρη για το έργο που επιτελεί στην ενορία.
Στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος επισκέφθηκε την Χριστουγεννιάτικη έκθεση της ενορίας και ευχήθηκε πατρικά σε όλους.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
«Πολλοί γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί».
Μέ αὐτούς τούς λόγους, τούς ὁποίους ἀκούσαμε πρό ὀλίγου στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ὁλοκλήρωσε ὁ Χριστός τήν παραβολή τοῦ μεγάλου Δείπνου. Πολλοί εἶναι, μᾶς εἶπε, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσκληθεῖ γιά νά συμμετάσχουν στό Δεῖπνο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, λίγοι ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θά βρεθοῦν ἄξιοι αὐτῆς τῆς προσκλήσεως τοῦ Θεοῦ καί θά ἀπολαύσουν τή χαρά τοῦ Δείπνου.
Ἀνάμεσα σέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο προσκλήθηκαν ἀπό τόν Θεό ἀλλά καί ἀνταποκρίθηκαν ἐπάξια στήν κλήση του, ὥστε νά εὐφραίνονται στό οὐράνιο Δεῖπνο τῆς βασιλείας του, εἶναι καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα καί τιμώμενος ἰδιαιτέρως ἀπό τήν ἐνορία σας ἅγιος ἱερομάρτυς Ἐλευθέριος καί ἡ μητέρα του Ἀνθία.
Καί οἱ δύο ἀνταποκρίθηκαν ἐπάξια στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ, διότι, ἄν καί ζοῦσαν σέ μία ἐποχή διωγμῶν, σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ πίστη στόν Χριστό ἦταν ἀπηγορευμένη ἀπό τούς νόμους τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ ἔκανε τόν ἄνθρωπο αὐτομάτως ἐχθρό τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ἅγιος Ἐλευθέριος καί ἡ ἁγία Ἀνθία, ἡ μητέρα του, θεώρησαν μεγάλη τιμή νά ἀνήκουν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί νά πιστεύουν σ᾽ αὐτόν καί τή διδασκαλία του. Καί μάλιστα δέν ἦταν τυπικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἀλλά ἦταν ἰδιαιτέρως πιστά καί δραστήρια. Δέν ἐφεύρισκαν προφάσεις, ὅπως οἱ προσκεκλημένοι τῆς σημερινῆς παραβολῆς, γιά νά καλύπτονται καί νά μήν ἐκτίθενται ὡς πρός τήν πίστη τους, ἀλλά καί δέν δίσταζαν νά τήν ὁμολογοῦν, ὅταν καί ὅπου βρισκόταν.
Ἔτσι, ὅταν ἀπέθανε ὁ εὐσεβής πατέρας τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου, ἡ μητέρα του, ἡ ἁγία Ἀνθία, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἀριστοκρατική κοινωνία τῆς Ρώμης ἀλλά ἦταν πιστή χριστιανή, δέν χρησιμοποίησε ὡς πρόφαση τό πένθος της καί τή φροντίδα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ της, ἀλλά συνέχισε νά ἐργάζεται τά καλά της ἔργα, ἐνῶ παράλληλα ἀφοσιώθηκε καί στήν ἀνατροφή του «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» μέχρι τήν ὥρα πού τόν παρέδωσε στήν πατρική φροντίδα τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης.
Καί ὁ νεαρός Ἐλευθέριος, παρότι γνώριζε τούς κινδύνους πού διέτρεχε, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης τοῦ πρότεινε νά ἐνταχθεῖ στόν κλῆρο καί νά γίνει διάκονος τοῦ Χριστοῦ, μέ προθυμία δέχθηκε νά συγκακοπαθήσει γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, χωρίς ἀμφιβολίες καί χωρίς ἐρωτηματικά, ἀλλά μέ ὅλη του τήν ἀγάπη καί μέ ὅλο του τόν ζῆλο ἄρχισε νά κηρύττει τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί νά γνωρίζει τόν Χριστό στούς ἀνθρώπους.
Αὐτό ἔκανε καί ὡς διάκονος καί ὡς πρεσβύτερος ἀλλά καί ὡς ἐπίσκοπος ὁ ἅγιος Ἐλευθέριος, ὁδηγώντας πολλούς ἀνθρώπους στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί δίδοντας τή μαρτυρία του τόσο μέ τό κήρυγμά του ὅσο καί μέ τά καλά του ἔργα.
Ὅμως ὁ Χριστός εἶχε καί μία δεύτερη πρόσκληση γιά τόν ἐκλεκτό δοῦλο του. Καί αὐτή ἦταν ἡ κλήση στό μαρτύριο, τήν ὁποία ὁ ἅγιος ὑποδέχθηκε μέ χαρά καί μέ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Χριστό, γιατί τοῦ ἔδιδε τήν εὐκαιρία, ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὄχι μόνο νά πιστεύει σ᾽ Αὐτόν ἀλλά καί νά πάσχει γιά χάρη του.
Ἔτσι ἐνισχυόμενος ἀπό τή θεία χάρη ὑπέμεινε μέ γενναιότητα καί καρτερία ὅλα τά φρικτά βασανιστήρια στά ὁποῖα τόν ὑπέβαλε ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας. Καί ὄχι μόνο τά ὑπέμενε, ἀλλά ἐξῆλθε μέ θαυμαστό τρόπο σῶος καί ἀβλαβής, ὥστε νά γίνει ἀφορμή πολλοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦσαν τό ματύριό του, νά πιστεύσουν στόν Χριστό καί νά μαρτυρήσουν καί αὐτοί γιά τήν πίστη του, μέχρι πού στό τέλος ὁ αὐτοκράτορας ἀποφάσισε νά τόν ἀποκεφαλίσει.
Ἔτσι ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί συναριθμήθηκε μεταξύ τῶν ἐκλεκτῶν συνδαιτυμόνων τοῦ μεγάλου Δείπνου γιά νά εὐφραίνεται ἐκεῖ αἰωνίως, ἀλλά καί γιά νά παρακινεῖ καί ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι συγκεντρωθήκαμε ἐδῶ στόν ἱερό μας ναό γιά νά τιμήσουμε τή μνήμη του, νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά του καί νά μήν ἀδιαφορήσουμε στίς προσκλήσεις πού μᾶς ἀπευθύνει ὁ Χριστός εἴτε μέσα ἀπό τόν λόγο του εἴτε μέσα ἀπό τά ἱερά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας εἴτε καί μέ ἄλλους τρόπους, τούς ὁποίους βρίσκει γιά νά μᾶς ἑλκύσει κοντά του καί νά μᾶς καταστήσει μετόχους τῆς βασιλείας του.
Μᾶς παρακινεῖ καί μᾶς προτρέπει νά εἴμεθα προσεκτικοί, ὥστε νά ἀντιληφθοῦμε τήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί ἄν διατυπωθεῖ, καί νά μήν χάσουμε γιά κανένα λόγο τήν εὐκαιρία πού μᾶς προσφέρει καί τή μεγάλη τιμή πού μᾶς κάνει προσκαλώντας μας στό Δεῖπνο του.
Ἄς ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου καί ἄς φροντίσουμε μέ τή ζωή μας καί μέ τόν ἀγώνα μας νά μήν μείνουμε οἱ κλητοί πού δέν ἀνταποκρίθηκαν στήν οὐράνια πρόσκληση, ἀλλά νά ἀξιωθοῦμε νά γίνουμε οἱ ἐκλεκτοί οἱ ὁποῖοι θά ἀπολαύσουν τό μεγάλο Δεῖπνο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Σέ λίγες ἡμέρες ἡ Ἐκκλησία μας θά μᾶς καλέσει καί πάλι νά ἑορτάσουμε καί μετέχουμε στό ὄντως μεγάλο Δεῖπνο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό ἐμᾶς ἐξαρτᾶται, ἐάν θά εἴμεθα ἕτοιμοι καί θά ποῦμε αὐτό τό ναί, χωρίς νά ἔχουμε δικαιολογίες, ὅπως εἶχαν οἱ κεκλημένοι τοῦ Δείπνου. Νά εἴμεθα ἕτοιμοι, νά εἴμεθα ἐξομολογημένοι, νά εἴμεθα καθαροί, οὕτως ὥστε ἡ καρδιά μας νά γίνει ἡ φάτνη καί τό σπήλαιο πού θά δεχθεῖ τόν Χριστό. Ἄς ἀγωνισθοῦμε, ἄς ἑτοιμασθοῦμε οὕτως ὥστε τήν ἡμέρα ἐκείνη νά μετέχουμε τοῦ μεγάλου Δείπνου. Καί ὄχι μόνο τότε, ἀλλά κάθε φορά πού ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς καλεῖ «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Ἀμήν.