Την Κυριακή 8 Οκτωβρίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο Λόγο στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων Βεργίνης, όπου τιμάται ιδιαιτέρως η μνήμη του Αγίου Ευδοκίμου του Βατοπαιδινού.
Στην ομιλία του ο Σεβασμιώτατος Βεροίας τόνισε:
«Καί προσελθών ἥψατο τῆς σοροῦ … καί εἶπεν· νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι».
Ἕνα πολύ γνωστό θαῦμα ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως ἑνός νεαροῦ παιδιοῦ. Ὁ Χριστός συνάντησε τή νεκρική πομπή στήν εἴσοδο τῆς πόλεως Ναΐν καί ὁ πόνος μιᾶς μητέρας πού ἔχασε τό παιδί της, τό μοναδικό στήριγμά της στή ζωή, ἀφοῦ, ὅπως σημειώνει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, ἦταν χήρα, ἄγγιξε τήν ψυχή του. «Ἰδών αὐτήν … εὐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ».
Γνώριζε ὁ Ζωοδότης Κύριος πόσο μεγάλο εἶναι τό δῶρο τῆς ζωῆς γιά τόν ἄνθρωπο καί τί σημαίνει ἡ ἀπώλειά της. Γι᾽ αὐτό καί πλησίασε πρῶτα τή μητέρα γιά νά τήν παρηγορήσει καί νά τήν προτρέψει νά μήν κλαίει. Καί μπορεῖ ἡ μητέρα νά ἀπόρησε, μπορεῖ οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι νά διερωτήθηκαν πῶς θά μποροῦσε μία μητέρα πού εἶχε χάσει τό παιδί της νά μήν κλαίει, ὁ Χριστός ὅμως γνώριζε τί τῆς λέγει. Γνώριζε ὅτι ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου μπορεῖ νά χαρίσει καί πάλι στό νεκρό παιδί τή ζωή, μπορεῖ νά τό ἐπαναφέρει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί νά παρηγορήσει τήν ἀπαρηγόρητη μητέρα του.
Καί αὐτό ἀκριβῶς κάνει ὁ Χριστός. Ἀγγίζει τό νεκρό σῶμα καί καλεῖ τόν νέο νά σηκωθεῖ. Ἡ ψυχή ἐπιστρέφει· ὁ νεκρός ἀνταποκρίνεται στήν προτροπή τοῦ Κυρίου· τό θαῦμα συντελεῖται καί τή λύπη διαδέχεται ἡ χαρά καί ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ πλήθους γιά τήν ἀνάσταση ἑνός νεκροῦ.
Καί ἐάν τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως ἑνός νεκροῦ εἶναι ὄντως μεγάλο καί μοναδικό, μεγαλύτερο ἀπό αὐτό εἶναι τά θαύματα τῆς ψυχικῆς ἀναστάσεως τά ὁποῖα ἐπιτέλεσε καί ἐπιτελεῖ ὁ Χριστός ὄχι μόνο κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ἀλλά ἀνά τούς αἰῶνες. Εἶναι τό θαῦμα πού ἐπιτελεῖ, ὅταν μέ τή χάρη του ἀναζωογονεῖ ψυχές νεκρωμένες ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τά πάθη, ἀπό τίς ἀδυναμίες, καί τίς ἀνιστᾶ σέ μία νέα ζωή, σύμφωνη μέ τό θέλημά του. Ὁ Χριστός ἔχει καί αὐτή τή δύναμη, ὅπως ὁ ἴδιος διαβεβαιώνει τούς γραμματεῖς πού τήν ἀμφισβήτησαν, ὅταν τόν ἄκουσαν νά λέει σέ ἕναν ἄλλον ἀσθενῆ, στόν παραλυτικό, «θάρσει, τέκνον μου· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Τί εἶχε πεῖ τότε; «Τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἤ εἰπεῖν, ἔγειρε καί περιπάτει;»
Αὐτή τή δύναμη τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τόν θάνατο καί τή νέκρωση τῆς ἁμαρτίας ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία του καί στούς πνευματικούς, οἱ ὁποῖοι διακονοῦν τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Καί τήν ἔδωσε ἀπεριόριστη, γνωρίζοντας τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἀλλά καί τίς μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει μέ κάθε τρόπο νά μᾶς τραυματίσει θανάσιμα ἤ νά νεκρώσει προοδευτικά μέ τήν ἁμαρτία τήν ψυχή μας, παραπλανώντας μας μάλιστα, ὥστε νά μήν ἀντιληφθοῦμε καί νά μήν συνειδητοποιήσουμε τόν κίνδυνο πού διατρέχουμε, μέχρις ὅτου νά ἐπιτύχει τόν σκοπό του.
Γι᾽ αὐτό καί θά πρέπει νά εἴμεθα πάντοτε σέ ἐγρήγορση, νά μήν ἀδρανοῦμε, νά μήν ἀδιαφοροῦμε. Ὅταν διακρίνουμε μέσα μας κάποια συμπτώματα νεκρώσεως τῆς ψυχῆς μας ἀπό τήν ἁμαρτία· ὅταν βλέπουμε τόν ζῆλο μας γιά τό ἀγαθό νά μειώνεται, τή διάθεσή μας γιά τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἤ γιά τή νηστεία νά ἐλαττώνεται, τήν προσοχή μας τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἤ τῆς συμμετοχῆς μας στή θεία λατρεία νά διασπᾶται· ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι δέν μποροῦμε νά ἐλέγξουμε τίς ἐπιθυμίες μας, νά πολεμήσουμε τίς ἀδυναμίες μας, νά νικήσουμε τή νωθρότητα ἤ τήν ἀδιαφορία μας γιά τόν Χριστό καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή, θά πρέπει νά φροντίζουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτά τά συμπτώματα, νά ἐμποδίσουμε τή νέκρωση τῆς ἁμαρτίας νά ἐγκαθιδρυθεῖ στήν ψυχή μας καί νά ἐπεκταθεῖ. Θά πρέπει νά προσεγγίζουμε τά μυστήρια διά τῶν ὁποίων μεταδίδεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὥστε νά ἀναζωογονοῦμε τήν ψυχή μας, νά λαμβάνουμε δι᾽ αὐτῶν ζωή ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Αὐτοζωή, καί νά ἀποφεύγουμε τίς ποικιλώνυμες νεκρώσεις τῶν παθῶν, οἱ ὁποῖες καθιστοῦν τελικά τόν ἄνθρωπο, ὅπως λέγει καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, κατ᾽ ὄνομα μόνο ζωντανό. «Ὄνομα» λέγει «ἔχεις ὅτι ζῇς καί νεκρός εἶ».
Καί ἀκόμη ἄς προσπαθοῦμε νά νεκρώνουμε μέσα μας τόν «παλαιόν» ἄνθρωπο, μέ τόν ἀγώνα μας νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή, ὥστε νά ἀποφύγουμε τόν πνευματικό θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὀδυνηρότερος ἀπό τόν σωματικό, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά ζήσουμε καί ἐδῶ στή γῆ ἀλλά καί στόν οὐρανό ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, τήν πηγή τῆς ἀληθοῦς καί αἰωνίου ζωῆς.