Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Θεία Λειτουργία :
«Ξενίαν τήν οὐράνιον ποθοῦσα, Ξένη πάνσεμνε, ξένην σαυτήν πατρίδος, πλούτου καί γένους φιλευσεβῶς πεποίηκας».
Τιμοῦμε σήμερα τήν ὁσία Ξένη, μία ὁσία, τῆς ὁποίας οἱ ἐπιλογές τῆς ζωῆς τηςἐναρμονίζονται ἀπόλυτα μέ τό ὄνομα τό ὁποῖο ἡ ἴδια ἐπέλεξε γιά τόν ἑαυτό της.
Ἦταν πλούσια, διέθετε χρήματα καί περίοπτη κοινωνική θέση. Ὅμως τά ἀπαρνήθηκε ὅλα αὐτά, γιατί ἄκουσε τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «πάντα ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδίσω», θεωρῶ, δηλαδή, ὅτι ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου εἶναι περιττά, εἶναι σκουπίδια, εἶναι ἀσήμαντα, προκειμένου νά κερδίσω τόν Χριστό. Καί ἔτσι θέλησε νά ζήσει μία ζωή ἀποκλειστικά ἀφιερωμένη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Θέλησε νά ζήσει μία ζωή μακριά ἀπό ὅλους καί ὅλα, ὅσα ἀποσποῦσαν τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον της ἀπό τόν Θεό· ἀπό ὅλους καί ὅλα, ὅσα τῆς θύμιζαν τό παρελθόν, τήν κοινωνική της θέση, τήν εὐμάρεια καί τήν ἄνεση πού διέθετε κοντά στήν οἰκογένειά της. Θέλησε νά ζήσει μία ζωή ὡς ξένη μέσα στόν κόσμο, ξένη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ξένη ὡς πρός τίς συνήθειες καί τίς ἐπιλογές τοῦ κόσμου, ὥστε νά οἰκειωθεῖ περισσότερο τόν Θεό.
Γι᾽αὐτό ἐγκατέλειψε καί τήν πατρίδα της, τή Ρώμη· γι᾽ αὐτό ἄφησε πίσω της τούς γονεῖς καί τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους της, καί ἔφυγε κάνοντας μία νέα αρχή στή ζωή της, μακριά ἀπό κάθε τι πού συνδεόταν μέ τό παρελθόν της, ἀκόμη καί αὐτό τό ὄνομά της.
Εἶναι δύσκολο γιά μᾶς, ἀδελφοί μου, νά συνειδητοποιήσουμε τό μέγεθος αὐτῆς τῆς θυσίας πού ἔκανε ἡ ὁσία Ξένη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία σέ νεαρή ἡλικία καί σέ μία ἐποχή δύσκολη γιά μία κοπέλα, ἡ ὁποία μέ μόνη συνοδεία τίς δύο θεραπενίδες της,ἄφησε τή θαλπωρή τῆς οἰκογενείας της καί πῆγε χιλιόμετρα μακριά, στά Μύλασα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας γιά νά ζήσει ἐκεῖ τήν ἀφιέρωσή της στόν Θεό.
Καί εἶναι ἀκόμη δυσκολότερο νά κατανοήσουμε αὐτό πού ἔκανε ἡ ὁσία Ξένη, γιατί εἶναι ξένο πρός τίς δικές μας ἐπιλογές. Γιατί ἐμεῖς ζητοῦμε καί ἐπιδιώκουμε τίς σχέσεις καί τίςἐπαφές μέ τούς ἀνθρώπους γύρω μας. Ζητοῦμε καί ἐπιδιώκουμε νά ἀποκτήσουμε περισσότερα ἀγαθά καί περισσότερες ἀνέσεις στή ζωή μας. Ζητοῦμε καί ἐπιδιώκουμε τή θαλπωρή τῶν οἰκείων καί τῶν συγγενῶν μας, καί δέν μποροῦμε νά διανοηθοῦμε ὅτι κάποιος μπορεῖ νά τούς ἐγκαταλείψει γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Καί ἀκόμη ἐμεῖς βάζουμε διαφορετικές προτεραιότητες στή ζωή μας. Θέλουμε νά ἔχουμε σχέση μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, ἀλλά, ὅταν εἶναι νά ἐπιλέξουμε ἀνάμεσα στόν Χριστό καί στούς ἀνθρώπους πού ἴσως μᾶς ὑπόσχονται πολλά ἤ στούς φίλους μας, βάζουμε στήν πρώτη θέση ἐκείνους. Ὅταν πρόκειται νά ἐπιλέξουμε ἀνάμεσα στίς ἐπαγγελματικές ἤτίς προσωπικές μας ὑποχρεώσεις καί τά πνευματικά μας καθήκοντα, προτιμοῦμε τά πρῶτα, γιατί θεωροῦμε πιό σημαντικό νά εἴμεθα συνεπέστεροι ἔναντι τῶν ἀνθρώπων παρά συνεπέστεροι ἔναντι τοῦ Θεοῦ.
Καί ὅλα αὐτά, γιατί δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅτι τίποτε δένὠφελεῖ τόν ἄνθρωπο «ἐάν κερδίσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ», δέν εἶναι ἕνα σχῆμα λόγου, δέν εἶναι μία ὑπερβολή, ἀλλά εἶναι ἀλήθεια.
Καί εἶναι ἀλήθεια ὄχι γιατί ὁ Χριστός θέλει νά ἐγκαταλείψουμε τά πάντα γιά χάρη του καί νά μήν κάνουμε τίποτε στή ζωή μας παρά μόνο νά προσευχόμασθε· ὄχι γιατί μᾶς ζητᾶ νάἀρνηθοῦμε τούς ἀνθρώπους, τούς οἰκείους μας καί τούς φίλους καί ὅλα τά ἀγαθά τῆς ζωῆς πού Ἐκεῖνος μᾶς χάρισε, ἀλλά γιατί γνωρίζει τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· γνωρίζει τήν τάση της νά παρασύρεται καί νά ἑλκύεται ἀπό τά εὔκολα, τά γήινα, τά κοσμικά καί νά ξεχνᾶ Ἐκεῖνον, στόν ὁποῖο ὀφείλει τά πάντα, ὀφείλει τήν ἴδια τήν ὕπαρξή της, καί νά ξεχνᾶ τόν ἀληθινό σκοπό τῆς ζωῆς καί τόν τελικό προορισμό της.
Γι᾽αὐτό καί ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ἄς προσπαθήσουμε νά ἀποξενωθοῦμε ὅσο μποροῦμε ἀπόἐκεῖνα πού μᾶς ἐμποδίζουν νά πλησιάσουμε τόν Θεό, ἄς προσπαθήσουμε νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό ἐκεῖνα πού μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἀγάπη του. Ἄς προσπαθήσουμε νάἀπομακρυνθοῦμε πρῶτα ἀπό τά μικρά καί τά ἀσήμαντα πού νομίζουμε ὅτι μᾶς γεμίζουν καί μᾶς εὐχαριστοῦν, ἀλλά στήν πραγματικότητα μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό. Ἄςἐπιλέξουμε στή ζωή μας ἐκεῖνα πού εἶναι ὠφέλιμα γιά τήν ψυχή μας· ἐκεῖνα πού μᾶς βοηθοῦν νά πλησιάσουμε τόν Θεό, καί ἄς ἀγωνισθοῦμε νά ἀφήσουμε πίσω μας συνήθειες καίἀδυναμίες πού μᾶς ἀπομακρύνουν καί μᾶς ἀποξενώνουν ἀπό τόν Θεό, καί ἄς ἐνισχύσουμε τόν ζῆλο μας καί τήν ἀγάπη μας γιά Ἐκεῖνον, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς, ὅταν θά μᾶς καλέσει ὁ Θεός, τῆς οὐρανίου ξενίας, τήν ὁποία ἀπολαμβάνει κοντά του καί ἡ ἑορταζομένηὁσία Ξένη.
Δέν θά πρέπει νά σκεφθοῦμε φεύγοντας ἀπό τόν ναό ὅτι ὁ Κύριος ζητᾶ ἀπό τόν καθένα μας νά ἀκολουθήσει ὁπωσδήποτε μία τέτοια ζωή. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς τονίζει τό παράδειγμα αὐτό τῆς ὁσίας Ξένης, πού ἔκανε πολλά γιά χάρη τοῦ Θεοῦ, τούς πάντεςἀπαρνήθηκε, οὕτως ὥστε καί ἐμεῖς νά ἀπαρνηθοῦμε τά μικρά, τά ἐλάχιστα, αὐτά ὅμως πού γίνονται πολλές φορές ἐμπόδιο στήν ἀγάπη μας γιά τόν Θεό, μπαίνουν μπροστά καί καλύπτουν τόν Θεό, καλύπτουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί ἐνῶ ξέρουμε ὅτι αὐτά εἶναι προσωρινά, θά εἶναι γιά λίγα χρόνια, μετά ἀπό λίγο θά βρεθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά εἴμεθα κενοί, ἄδειοι ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη, ἀπό αὐτό τό ἐνδιαφέρον γιά τήν αἰώνια ζωή καί τή σχέση μας μέ τόν Θεό· γι᾽ αὐτό καθένας μας, καί ἐπειδή εἴμεθα στήν ἀρχή μιᾶς νέας χρονιᾶς, ἄς δοῦμε τόν ἑαυτό μας, ἄς δοῦμε τί εἶναι αὐτά τά μικρά, καί ἕνα-ἕνα ἄς τά παραμερίσουμε γιά νά μήν μᾶς ἐμποδίζουν τή θέα πρός τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού ὄχι μόνο σέ αὐτή τή ζωή ἀλλά αἰώνια πρέπει νά τό δοῦμε, πρέπει νά τό βλέπουμε καί πρέπει νά ζοῦμε μαζί του. Ἀμήν.