Συμπληρώθηκαν πριν από λίγες ημέρες ακριβώς 26 χρόνια από την οσιακή κοίμηση του αγίου Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη, ο οποίος έζησε στην ιερά μονή Οσίου Δαυΐδ του Γέροντος στην Εύβοια. Ο γέρο – Ιάκωβος Τσαλίκης εγεννήθη το 1920 στα ματωμένα χώματα της Μικράς Ασίας, εις το Λιβίσι της Μάκρης, απέναντι από τη γειτονική μας νήσο Ρόδο. Ένεκεν αυτής της γειτονίας ένιωθε πάντοτε μια ιδιαίτερη αγάπη για την Κύπρο. Η μάνα του Θεοδώρα, όταν ήθελε να παρακαλέσει την Παναγία, εγύριζε κατά τα βουνά του Κύκκου και φώναζε: «Παναγία του Κύκκου μου. Φύλαγε τα παιδιά του κόσμου και τα δικά μου». Αυτή τη σχέση της μάνας του με την Παναγία του Κύκκου, με την Κύπρο, θα την κληρονομήσει ο γέροντας μαζί με όλη τη μικρασιατική παράδοση και θα τη μεταφέρει πρόσφυγας το 1922 στη βόρεια Εύβοια.
Όταν τα καράβια της προσφυγιάς έφτασαν το 1922 στον Πειραιά, με τους πονεμένους πρόσφυγες να παρηγορούνται με τη σκέψη ότι θα τους αγκάλιαζε η μητέρα Ελλάδα, τότε άκουσαν τους ανθρώπους του λιμανιού να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία: «Για τους δικούς μας ανθρώπους», έλεγε ο γέροντας, «ήταν πρωτάκουστα ακούσματα και όλοι φωνάξαμε, παρά να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία μας, καλύτερα πίσω στους Τούρκους». Οι κυνηγημένοι πρόσφυγες ήταν φορείς μιας άλλης παράδοσης, αυστηρής, καλογερικής. Και ο γέροντας ένιωθε πάντοτε ότι ήταν απόγονος αγίων ανδρών, αφού άκουε από τη μάνα του ότι καταγόταν από εφτά γενεές ιερέων. Ένας από αυτούς ήτο ασκητής στα Ιεροσόλυμα, την ίδια δε τη μάνα του Θεοδώρα τη χαρακτήριζε ως ασκήτρια. Είχε τόση αρετή η ευλογημένη αυτή γυναίκα, που προείδε τον θάνατό της πολλές μέρες πριν και τον ανακοίνωσε στα παιδιά της, για να τα προετοιμάσει.
Την προσφυγική οικογένεια του Τσαλίκη τη δέχτηκαν τα φιλόξενα χώματα της βορείου Ευβοίας, συγκεκριμένα το χωριό Φαράκλα. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού, τα οποία ήσαν και τα τελευταία. Δεν συνέχισε ο γέροντας στο γυμνάσιο. Ο πατέρας του ένεκεν της φτώχειας, που είχαν τότε, τον έβγαλε από το σχολείο και τον έπαιρνε μαζί του στα κτίσματα, για να τον βοηθά.