Εσπερινός στο σημείο όπου η Ελλάδα γνώρισε τον Χριστό
Στον Άρειο Πάγο, στο χώρο απέναντι από τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως, εκεί όπου ο Απόστολος Παύλος μίλησε στους Αθηναίους για τον «άγνωστο Θεό» ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών τέλεσε όπως κάθε χρόνο Εσπερινό προς τιμήν του Ιδρυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Λουδάρος Ανδρέας
Στον Άρειο Πάγο, στο χώρο απέναντι από τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως, εκεί όπου ο Απόστολος Παύλος μίλησε στους Αθηναίους για τον «άγνωστο Θεό» ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών τέλεσε όπως κάθε χρόνο Εσπερινό προς τιμήν του Ιδρυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πλήθος Αθηναίων αλλά και πολλοί επισκέπτες της πρωτεύουσας παρακολούθησαν την εντυπωσιακή τελετή της οποίας προεξήρχε ο Αρχιεπίσκοπος παρουσία μελών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκπροσώπων της Κυβέρνησης, του Κοινοβουλίου και άλλων στρατιωτικών και πολιτικών αρχών.
Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο ιεροκήρυκας του Καθεδρικού Ναού των Αθηνών, αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Παπαθανασίου, Δρ Θεολογίας και Νομικής.
Ο ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΠΑΥΛΟΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Τοῦ Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Κ. Παπαθανασίου Δρ Ν. Θ.
Ἱεροκήρυκος Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν
Μακαριώτατε,
Σεβασμία καὶ ἐκλεκτὴ ὁμήγυρι,
Οἱ ἄνθρωποι ἔψαχναν. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκείνη πτώση. Μ᾿ ἐκείνη τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Ἔψαχναν τὸ χαμένο νόημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἔψαχναν γι᾿ αὐτὸ τὸ νόημα, τὸ ἰδεῶδες, τὸ τέλειο, τὸ μεῖζον: Δύο χιλιετίες περίπου πρὸ Χριστοῦ ἀναζητοῦσαν στὸν Κώδικα τοῦ Χαμουραμπὶ νὰ βροῦν τὴν λέξη, ποὺ ἐξέφραζε τὸ νόημα. Μὰ δὲν ὑπῆρχε. Καὶ στὰ Ὁμηρικὰ ἔπη τὸ ἴδιο. Μήπως ὅμως τὸ μυστικὸ τὸ βρῆκαν στὴν Νομοθεσία τοῦ Σόλωνος, τὸν 6ο αἰ. π.Χ.; Οὔτε ἐκεῖ. Μήπως τὸ βρῆκε ὁ Διογένης, ὁ ὁποῖος «λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας, ἄνθρωπον, φησί, ζητῶ»; Ὄχι. Μάλιστα, αἱ Ἀθῆναι, πατρὶς ἀνδρῶν σοφῶν, ποιητῶν, ρητόρων καὶ στρατηγῶν ἦν. Ἐν τοῖς σοφοῖς Σωκράτης καὶ Πλάτων, ἐν τοῖς ποιηταῖς Σοφοκλῆς καὶ Εὐριπίδης, ἐν τοῖς ῥήτορσι Δημοσθένης καὶ Αἰσχίνης, ἐν δὲ τοῖς στρατηγοῖς Περικλῆς καὶ Θεμιστοκλῆς, λέγω αἱ Ἀθῆναι, τὸ ἰοστεφὲς ἄστυ, δὲν εἶχε εὕρει τὴν λέξη.
Καὶ πλεῖστοι ἄλλοι Ἀθηναῖοι, «κατὰ πάντα δεισιδαιμονέστεροι» μετὰ πολλῶν σεβασμάτων καὶ βωμῶν, ἀκόμη καὶ «τῷ Ἀγνώστῳ Θεῷ», ὑπῆρξαν καὶ αὐτοὶ ἀναζητητές. Ἐπὶ ματαίῳ ὅμως. Σκιὰ ἔμενε τὸ ἀληθὲς νόημα τῆς ζωῆς. Ὥσπου, ὁ θεόληπτος ἐκεῖνος Ταρσεύς, τὸ «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», ἔσυρε τὰ βήματά του ἐδῶ, τὸ 51 μ. Χ., καὶ «σταθεὶς ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη», τὴν ἀλήθεια.
Ἦταν ὁ θεσπέσιος Παῦλος, ὁ Μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, ὁ ἐπίγειος ἄγγελος καὶ ἐπουράνιος ἄνθρωπος, ὁ τᾰνυπτέρυξ ἀετός, «ὁ ἁπάντων τῶν ἀνθρώπων ἀμείνων», ὁ κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα», ὁ Πρωτοκορυφαῖος καὶ ἔνδοξος Ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὸς ἦταν. Ὁ μεγάλος Ὁδοιπόρος, ὁ μεγάλος Ἐπισκέπτης τῶν Ἀθηνῶν, ὁ «σπερμολόγος» καὶ ὁ «καταγγελεύς», ὅπως οἱ ἀγνοοῦντες τὸν εἶπαν. Καὶ αὐτός, ἔφερε αὐτὸ ποὺ ἀναζητοῦσε αἰῶνες τώρα, ἡ προχριστιανικὴ ἀνθρωπότητα.
Ἀλήθεια, ποῖα ρίγη μεταρσιώσεως, στοχασμοῦ καὶ ἱερᾶς εὐθύνης ᾐσθάνθη ὁ Ἀπόστολος, ὅταν ἀντίκρυσε τὶς στεφανωμένες οἰκοδομὲς τῆς Ἀκροπόλεως κάτω ἀπὸ τὸν γαλανὸν ἀττικὸν οὐρανόν; Καὶ ὅταν συνάμα τὰ ἀναρίθμητα «εἴδωλα» ἐξέφραζον τὴν ἀναζήτηση συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, τοῦ ὁράματος, τοῦ κεκρυμένου μυστικοῦ τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς; Θὰ ἀνέγνωσε βεβαίως τὶς ἠθικὲς ἐπιγραφὲς στοὺς Ἑρμᾶς τοῦ Ἱππάρχου καὶ θὰ ἔρριψε βλέμματα συμπαθείας στοὺς βωμοὺς ποὺ ἦσαν ἀφιερωμένοι στὴν Δικαιοσύνη, στὴν Φρόνηση, στὴν Φιλία, στὴν Εὐσέβεια, στὴν Ἀνδρεία καὶ σ’αὐτὴν τὴν Σοφία. Στάθηκε στὴν ὁδοιπορία του καὶ μὲ ἰδιαιτέρα προσοχὴ ἀνέγνωσε καὶ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἀγνώστῳ Θεῷ», ἀλλὰ κάτωθεν τῶν γραμμάτων διέκρινε, ὁ οὐρανοβάμων καὶ θεόπνευστος Παῦλος, τὸ ἀνικανοποίητον, τὸ ἐλλειπές, τὸ ἀνεκπλήρωτον, τὸ κενόν.
Γιατί, δὲν εἶδε πουθενὰ τὴν λέξη. Τὴν ἔκφραση. Τὸ ἰδεῶδες, τὸ τέλειον, τὴν ὑψηλὴ καὶ ἔμπρακτη ἰδέα, τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ἀλλ’ ὅμως, ἡ ἐπίσκεψή του εἰς τὰς «κλεινὰς Ἀθήνας», ἔπρεπε νὰ γράψει τὴν λέξη στὸ λεξιλόγιο τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔπρεπε νὰ φέρει τὴν ἀπολύτρωση, ἔπρεπε νὰ δώσει τὴν ἀλήθεια, νὰ φέρει τὴν νέα πνοή, νὰ προσφέρει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτό, μὲ κέντρο τὸν λυτρωτικὸ θάνατο καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔπρεπε νὰ ἀνάψει τὴν καινούργια λαμπάδα, πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα, ν’ ἀνάψει τὴν ἄλλη λαμπάδα τῆς μεγάλης λέξεως, ΑΓΑΠΗ! Γιατὶ ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ μυστικὸ τοῦ ἀληθοῦς νοήματος τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ ν᾿ ἀγαπᾶ τὸν Πλάστη καὶ τὸν συνάνθρωπό του. Μ᾿ αὐτὸ τὸ νόημα καταξιώνει τὴν ὕπαρξή του καὶ ζεῖ αἰώνια στὴν Αἰώνια Ἀγάπη, τὸν Θεό. Πράγματι, ὅταν ὁ Παῦλος ἔρχεται καὶ κηρύττει ἐδῶ στὸν ἀρχαῖο Ἄρειο Πάγο, Ἰησοῦν Χριστὸν Ἑσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα, κηρύττει τελικὰ καὶ εἰς βάθος τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη. «Τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεός, τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι, πανταχοῦ μετανοεῖν, διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν». (Πράξ. 17, 30-31). Στὸν Σταυρὸ καὶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ στὴν τελικὴ κρίση κρύπτεται ἡ μεγάλη λέξη ἀγάπη.
Δικαίως ἀπεκλήθη «ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα», διότι κατώρθωσε νὰ ἐγγίσῃ τὸ ὕψος τῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ, δηλαδὴ τὴν Ἑσταυρωμένη Ἀγάπη καὶ νὰ καταστήσῃ ἔργον του πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὅ,τι διὰ τὴν ἀξίαν καὶ τὸ μεγαλεῖον τοῦ ἀνθρώπου ἐδιδάχθη ἀπὸ τὴν θυσίαν τοῦ Σταυροῦ. Κάθε σελίδα τῆς Καινῆς Διαθήκης τὴν ἀγάπην βοᾶ, καὶ σ’ αὐτὴ κυριαρχεῖ ἀναμφίβολα ἡ ἰδέα τῆς ἀγάπης. Τὰ πάντα εἶναι ἐδῶ ἀγάπη.
Ἀπὸ τὶς συνώνυμες καὶ συνηθέστερες λέξεις τοῦ λεξιλογίου τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς (ἔρως, ἐρᾶν, φιλεῖν, φιλία, στοργὴ) στὴν Κ. Διαθήκη ἀπαντᾶται τὸ οὐσιαστικόν, ἀγάπη καὶ τὸ ρῆμα ἀγαπᾶν, λέξεις ἀπηλλαγμένες σαρκικῆς ἢ κοσμικῆς χροιᾶς. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸν ὅτι ὑπὸ πολλῶν ἀλλοδαπῶν συγγραφέων χρησιμοποιεῖται αὐτούσιος ὁ ἑλληνικὸς ὅρος ἀγάπη εἰς δήλωσιν τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης πρὸς ἀποφυγὴν πάσης συγχύσεως πρὸς τὰς ἀντιστοίχους λέξεις τῶν νεωτέρων γλωσσῶν (amour, liebe, love κλπ.). (Βλ. Παν. Μπρατσιώτου, Τὸ νόημα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, Λόγος πρυτανικός, ἐν Ἀθήναις 1956 σελ. 8-9).
Ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες λέξεις, ἀγάπη εἶναι ἡ ὡραιότερη λέξη. Καὶ αὐτὸ γιατὶ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰω. 4, 16). Ἡ Καινὴ Διαθήκη μᾶς δίδει τὸν μεγάλο αὐτὸ ὁρισμό. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἐνυπόστατος ἀγάπη, ἡ ἄπειρη ἀγάπη γιὰ τὴν κτίση καὶ ἰδιαιτέρως γιὰ τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς χρηστότητος καὶ μακροθυμίας (Ρωμ. 2, 4). Εἶναι «ὁ πατὴρ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν» (Β΄ Κορ. 1,3). Στὴν Παναγία Τριάδα κατ᾿ ἐξοχὴν ὑπάρχει ἡ τελεία κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἐκεῖ στὴν περιχώρηση τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουμε τὸ θεῖο μυστήριο τῆς ἀγάπης. Καὶ τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος ὁ Κύριος ἐνδύεται τὴν ἀνθρωπίνη φύση καὶ ἀνέρχεται ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ διὰ νὰ ἀνακεφαλαιώσει ἐκεῖ τὰ πάντα καθ᾿ ὅτι «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόλυται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3, 16). Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀγάπη, Θύτης καὶ Θῦμα, «τὸ Ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον», ὁ Καλὸς Ποιμὴν καὶ ὁ Καλὸς Σαμαρείτης, ὁ Ὁποῖος «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. 10, 38) .
Ὅταν ὁ Κύριος ἐρωτᾶται ὑπὸ τοῦ γραμματέως (Μαρκ. 12, 28 ἑπ.) ποίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου θεωρεῖ ὡς τὴν σπουδαιοτέρα καὶ πῶς δύναταί τις νὰ ἐξασφαλίσει διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν μέλλουσα ζωή, παραπέμπει εἰς αὐτούσια τὰ δύο χωρία τῆς Μωσαϊκῆς Νομοθεσίας, ἤτοι α) στὸ χωρίον τοῦ Δευτερονομίου «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου» (6, 5), τὴν ὁποία ἀναγνωρίζει ὡς «πρώτην μεγάλην ἐντολὴν» καὶ β) στὸ χωρίον τοῦ Λευϊτικοῦ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (19, 18), τὴν ὁποίαν χαρακτηρίζει ὡς «δευτέραν ὁμοίαν αὐτῇ ἐντολήν». Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὄχι μόνον ἐξαίρονται ὑπὸ τοῦ Κυρίου οἱ δύο αὐτὲς ἐντολές, ἀλλὰ τίθεται ὑπὸ τοῦ Ἰδίου, στὸ κέντρο τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. «Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται» (Ματθ. 22, 40).
Ἐξ ἄλλου ἡ ἀγάπη στὴν Διδασκαλία τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ πρωτεῦον κριτήριο τῆς μελλούσης κρίσεως. Τότε θ’ ἀκουσθοῦν τὰ φοβερὰ λόγια ἀπὸ τὸν Δικαιοκρίτη: «Ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρό με» (Ματθ. 25, 35) καὶ ἀντιθέτως. Καὶ ἡ ἀπάντηση στὴν ἀπολογητικὴ ἀπορία, «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40) καὶ ἀντιθέτως ὁμοίως. Εἶναι ἡ διαλεκτικὴ τῆς ἀγάπης, τῆς ἐμπράκτου, τῆς κεκρυμμένης στὴ δικαιοσύνη τοῦ θείου Κριτοῦ καὶ ὄχι τῆς ἀλλοιωθείσης.
Ἂν στοὺς Συνοπτικούς, τὴν ἀγάπη τὴν βρίσκουμε ὡς τὴν «πρώτη ἐντολή», στὸν Ἰωάννη τὸν Εὐαγγελιστὴ ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο «καινὴ ἐντολή», καθ᾿ ὅτι τὸ ἑσπέρας τῆς Μεγ. Πέμπτης στὸ λεγόμενο «Εὐαγγέλιο τῆς Διαθήκης» ἀκοῦμε τὸν Κύριον νὰ λέγει: «Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους· ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. 13, 34-35). Καὶ οἱ δύο λέξεις «πρώτη» καὶ «καινὴ» εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικὲς τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ τοῦ νέου περιεχομένου της ποὺ ἐπισφραγίζεται καὶ σ’ αὐτὸ τὸ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν… ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ Πατρὸς ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους… ἔσεσθε οὖν τέλειοι ὥσπερ καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστί» (Ματθ. 5, 44-48).
Πῶς ὅμως ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη στὸν Παῦλο; Διττῶς. Ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ πρὸς τὸν πλησίον. Ἀσφαλῶς, περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον, ὁ Ἀπόστολος κατενόησε τὴν οὐσία καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς κατ᾿ ἐξοχὴν ἔζησε τὴν «ἐν Χριστῷ» ζωή, ἐκεῖνο δηλαδή, τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος μὲ τόσον χαρακτηριστικὲς γραμμὲς διετύπωσε: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β΄ 20). Ἔζη πράγματι ἐντός του, ὁ Χριστός. Σκέψεις, νοήματα, ἐπιθυμίες ἀποφάσεις, ἔργα, δυνάμεις σωματικὲς καὶ διανοητικὲς γνώσεις, χρόνος, ζωή, θάνατος, τὰ πάντα εἶχεν ἀφιερώσει στὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐν τῷ Χριστῷ ζωὴ εἶναι ἡ μυστικὴ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Παῦλος ἀντλεῖ δύναμιν ἀκαταγώνιστον, ὥστε νὰ λέγῃ «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ΄13).
Ὁ εἰς τέλειον βαθμὸν ἀγαπήσας τὸν Χριστόν, θεῖος Παῦλος, οὕτω διατυπώνει, τὴν ἀγάπη του, ποὺ μόνον αὐτὸς ἦταν ἱκανὸς νὰ γράψει: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα… πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 8, 35-39).
Τὰ εἶχε εἰπεῖ ὅλα μὲ τὸν θερμουργὸν αὐτὸν λόγον. Ποῖος ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Τίποτα ἀπολύτως. Εἶναι ἕνα μνημιακὸ κείμενο, ἕνα ξέσπασμα τῆς καρδιᾶς του, γιατὶ ὁ Ἀπόστολος εἶχε ὄντως ζήσει τὸ θαῦμα τῆς Δαμασκοῦ. Εἶχε γευθεῖ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Εἶχε δοκιμάσει πίκρες, διώξεις, πεῖνα, γυμνότητα, κινδύνους, φυλακίσεις, μαστιγώσεις, ναυάγια καὶ τὶς περιπέτειες τῆς σκληρότητος τῶν εἰδωλολατρῶν, τὴν δολιότητα ἀπὸ τοὺς ψευδαδέλφους, τὸν μόχθο τῆς ἀποστολικῆς ὁδοιπορίας. Μὰ εἶχε ἀκόμη ἁρπαγεῖ στὸν Παράδεισο καὶ εἶχε ἀκούσει «ἄρρητα ρήματα». Εἶχε γιὰ ὅλα αὐτὰ ἐνώπιόν του, ζῶσα τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτὸ καὶ δύναται νὰ γράφει «τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος γνῶναί τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 3, 18, 19).
Ἤδη, διὰ τῆς μνημειώδους καὶ πρωτοτύπου δημηγορίας τοῦ Ἀποστόλου ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ τούτου βράχου ἐγένετο ἡ ἀπαρχὴ τῆς συντριβῆς τῆς ἐννοίας τῆς ἀνταποδοτικότητος τῶν ἀρχαίων νόμων, (lex talionis), τῆς ὑπερβάσεως τῶν αἰσθημάτων οἴκτου, φιλίας, συμπαθείας καὶ ἐπιεικείας πρὸς τὸν ἄλλον. Ὁ ἀναζητῶν καὶ ἀμφιβάλλων πλέον ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ εὑρίσκει τὸν προσανατολισμόν του, συναντᾶ τὴν Ἑσταυρωμένη Ἀγάπη, διδάσκεται τὴν μετάνοια, τὴν συγγνώμη. Ἀνακαλύπτει τὴν «καινὴ ἐντολή», τὴν ἄλλη νέα διδαχή, τὴν ὁλοκληρωμένη δυναμικὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Παύλου ἡ ἀγάπη φανεροῦται ὅτι εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς θείας διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἀπόσταγμα τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Ἄλλωστε ὁλόκληρη ἡ ζωή του ὑπῆρξε μία προσφορὰ στὸν βωμὸ τῆς ἀγάπης. Διατρέχει τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη, σκορπίζοντας τὰ πλούσια δῶρα τῆς ἀγάπης του παντοῦ. Ὡραιότατα τὸ διατυπώνει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος «Καὶ γὰρ ὡς πτηνὸν τὴν οἰκουμένην διέδραμε, καὶ ὡς ἀσώματος πόνων ὑπερεώρα καὶ κινδύνων, καὶ ὡς τὸν οὐρανὸν ἤδη λαχών, κατεφρόνει τῶν ἐπὶ γῆς, καὶ ὡς μετ᾿ αὐτῶν ἀναστρεφόμενος τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων, οὕτω διηνεκῶς ἐγρηγορὼς ἦν.» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον Παῦλον, ὁμιλία Β´, ΕΠΕ 36,4). Γράφει στοὺς Ρωμαίους: «Ηὐχόμην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα» (Ρωμ. 9, 3). Ἰδοὺ μέχρι ποίου σημείου αὐτοθυσίας καὶ αὐτοπροσφορᾶς φθάνει ὁ θεσπέσιος Παῦλος. Καὶ πρὸς τοὺς Κορινθίους θὰ γράψει: «Τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; (= δὲν καίομαι καὶ ἐγὼ εἰς τὴν κάμινον τῆς θλίψεως καὶ ἐντροπῆς;)» (Β΄ Κορ. 11, 29).
Ὁ Πρωτοκορυφαῖος πάντοτε ἀγαπᾷ. Καὶ ὅταν παρηγορεῖ καὶ ἐνισχύει ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐλέγχει. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἐλέγχει, διότι ἀγαπᾷ. Μὲ σφιγμένη τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν ὀδύνη καὶ μὲ βουρκωμένα μάτια προσπαθεῖ νὰ διορθώσει τοὺς Κορινθίους. «Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς» (Β΄ Κορινθ. 2, 4).
Ἀκόμη καὶ στὸν ἁμαρτωλὸ τῆς Κορίνθου, ποὺ τόσο τὸν εἶχε λυπήσει μὲ τὸ φοβερὸ σκάνδαλο, ποὺ εἶχε προκαλέσει στὴν Ἐκκλησία, ὅταν ἔδειξε σημεῖα μετανοίας, παρακαλεῖ νὰ τοῦ δείξουν ἀγάπη. Νὰ τὸν συγκρατήσουν τώρα μὲ τὴν ἀγάπη. «Παρακαλῶ ὑμᾶς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην» (Β΄ Κορινθ. β΄ 8).
Μὲ πόσην τρυφερότητα ἀπευθύνεται καὶ στοὺς Γαλάτας, ποὺ συχνὰ τὸν ἐπίκραιναν! «Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ὑμῖν» (δ΄ 19). Ἡ ἀγάπη του τὸν κάνει νὰ ξεχάσει τὴν ἀχαριστία καὶ τὶς προσβολές. Γιὰ ἕνα πρᾶγμα νοιώθει ἀφόρητη ὀδύνη. Μήπως πλανηθοῦν τὰ παιδιά του αὐτά, ποὺ τόσον ἀγαπᾷ.
Χρησιμοποιεῖ στὶς ἐπιστολές του ρήματα πολὺ ἰσχυρὰ ποὺ πραγματικὰ ἀποκαλύπτουν τὴν φλεγομένη καρδία τοῦ Παύλου:
«Ἐπιποθῶ πάντα ὑμᾶς» (Φιλ. α΄ 8). «θάλπω» (Α΄ Θεσσ. β΄ 7) «ὠδίνω ὑμᾶς» (Γαλ. δ΄ 19). Πόσον βαθὺν πόνον καὶ πατρικὰ δάκρυα κρύβουν αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ ρήματα.
Τὸ ὕψος ὅμως καὶ τὸ βάθος τῆς παύλειας θεολογίας γιὰ τὴν ἀγάπη περικλείεται στὸν ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, τὸ περίφημο αὐτὸ κείμενο τὸ ὁποῖο ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Κορινθίους, τοὺς κατοικούντας τὴν γείτονα ἀφνειὸν πόλιν Κόρινθον, ὅπου μετέβη ὁ Ἀπόστολος μετὰ τὰς Ἀθήνας, ἀφοῦ πλέον εἶχε θέσει τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, καθ᾿ ὅτι «τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς» (Πράξ. 17, 34). Ἂς τὸν ἀκούσουμε: «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον (=μοιάζω μὲ τὸν ἄψυχο χαλκὸ ποὺ βουΐζει ὅταν τὸν χτυποῦν, ἢ μὲ τὸ κύμβαλο ποὺ βγάζει μεγάλο θόρυβο χωρὶς κάποια σημασία), καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν (=τὸ χάρισμα τῆς προφητείας) καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν (=νὰ μεταθέτω καὶ βουνά), ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω (=διαθέσω) πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῷ τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσωμαι (=νὰ καεῖ), ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται (=ἀνεκτικὴ καὶ εὐεργετική), ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ (=δὲν ζηλεύει), ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται (=δὲν φέρεται μὲ ἀλαζονεία καὶ προπέτεια, μὲ αὐθάδεια), οὐ φυσιοῦται (=δὲν ξιππάζεται, δὲν φουσκώνει ἀπὸ οἴηση καὶ ὑπερηφάνια). Οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς(=τὰ δικά της συμφέροντα), οὐ παροξύνεται (=δὲν ἐρεθίζεται ἐναντίον τοῦ ἄλλου), οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει (=ἔχει εὐμενῆ πεποίθηση), πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». (Α΄ Κορινθ. 13, 1-8).
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἐμπνευσμένο ὑπέροχο κείμενο, ἀριστούργημα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, μὲ καλλιέπεια λόγου καὶ βαθύτητα ἐννοιῶν. Ὅπως οἱ πρὸ Χριστοῦ Ἀθηναῖοι μᾶς προσέφεραν τὸ διαχρονικὸ θαυμάσιο κείμενο τοῦ Ἐπιταφίου τοῦ Περικλέους ἔτσι τώρα καὶ ὁ Παῦλος μᾶς ἄφησε τὴν ἀνυπέρβλητη μεγάλη αὐτὴ ὑποθήκη γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴν ὁποίαν ἔχουμε στὴν γλῶσσα μας καὶ ποὺ θὰ ἔπρεπε βέβαια νὰ διδάσκεται, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, στὰ σχολεῖα μας καὶ νὰ εἴμεθα ὅλοι μας γνῶστες ἀπὸ στήθους.
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν, ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος, ὡς πνευματικός μας πατέρας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μᾶς παρωτρύνει καὶ συμβουλεύσει νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὴν ἀγάπη: Συνιστᾶ, «διώκετε τὴν ἀγάπην» (Α΄ Κορ. 14, 1), ἐπιδιώκετε αὐτὴν μὲ ὅλο τὸ εἶναι σας. «Διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» (Γαλ. 5, 13), γίνετε ὑπηρέτες, μεταξύ σας ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλο διὰ τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀνιδιοτελοῦς χριστιανικῆς ἀγάπης. «Περισσεύετε ἐν ἀγάπῃ» (Β΄ Κορ. 8, 7, Φιλ. 1, 9), ὁλοένα νὰ πλημμυρίζει ἡ ἀγάπη, νὰ πλεονάζῃ καὶ νὰ ξεχειλίζη. Καὶ ἀκόμη προσθέτει: «ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κορ. 5, 14), ἡ ἀγάπη νὰ μᾶς συγκρατεῖ καὶ νὰ μᾶς ἑνώνει μὲ Ἐκεῖνον. Θὰ μᾶς συμβουλεύσει ἀκόμη: «Εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε, χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 14-15).
Πλήρης θαυμασμοῦ ἐνώπιον ἑνὸς τέτοιου ὠκεανοῦ ἀγάπης θὰ γράψει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος γιὰ τὸν Παῦλον: «Καὶ γὰρ ὥσπερ τὴν οἰκουμένην ἅπασαν γεννήσας αὐτός, οὕτως ἐθορυβεῖτο, οὕτως ἔτρεχεν, οὕτω πάντας ἐσπούδαζεν εἰσαγαγεῖν εἰς τὴν βασιλείαν, θεραπεύων, παρακαλῶν, ὑπισχνούμενος, εὐχόμενος, ἱκετεύων, τοὺς δαίμονας φοβῶν, τοὺς διαφθείροντας ἐλαύνων, διὰ παρουσίας, διὰ γραμμάτων, διὰ ρημάτων, διὰ πραγμάτων, διὰ μαθητῶν, δι’ ἑαυτοῦ τοὺς πίπτοντας ἀνορθῶν, τοὺς ἑστῶτας στηρίζων, διεγείρων τοὺς χαμαὶ κειμένους, θεραπεύων τοὺς συντετριμμένους, ἀλείφων (=παρακεινόντας) τοὺς ραθυμοῦντας, φοβερὸν ἐμβοῶν ἐπὶ τοῖς ἐχθροῖς, δριμὺ βλέπων ἐπὶ τοῖς πολεμίοις· καθάπερ τις στρατηγὸς ἢ ἄριστος ἰατρός, αὐτὸς σκευοφόρος, αὐτὸς ὑπασπιστής, αὐτὸς ὑπερασπιστής, αὐτὸς παραστάτης, αὐτὸς πάντα γινόμενος τῷ στρατοπέδῳ· καὶ οὐκ ἐν τοῖς πενυματικοῖς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς σαρκικοῖς πολλὴν τὴν πρόνοιαν ἐπεδείκνυτο, πολλὴν τὴν σπουδήν». (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον Παῦλον, Ὁμιλία Γ΄3). Καὶ ἐπιγραμματικῶς, θὰ ἀναφωνήσει ὁ Χρυσορρήμων: «Ὅλος γέγονεν ἀγάπη» (ὅπ. παρ.)
Συνελόντ᾿ εἰπεῖν, ἐκ τῆς περιωνύμου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ἀπ᾿ὅπου μετελαμπαδεύθη τὸ φῶς τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως καὶ σοφίας στὴν ἀνθρωπότητα καὶ συνεζεύχθη ὁ ἑλληνισμὸς μετὰ τοῦ χριστιανισμοῦ, τὸ μέγα τοῦτο πνευματικὸν εὐεργέτημα, ἡ εὑρύτητα τῆς παιδείας καὶ τὸ βάθος τῆς ἁγιότητας τοῦ Παύλου ἀναγγέλουν στὸν κόσμο τὸ σωστικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, τὴν μαρτυρία καὶ ἀποστολὴ τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ λυδία λίθος τῆς ἀληθινῆς πίστεως στὸ Θεό. Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ βασικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶναι ἡ ψυχή, ἡ πνοή, τὸ στολίδι καὶ τὸ ἄρωμα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶναι ἡ κορωνὶς τῶν ἀρετῶν, ἡ σφραγὶς ποὺ βεβαιώνει τὴν αὐθεντικότητα τῆς χριστιανικῆς βιωτῆς. Εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς τελειότητος. Εἶναι θεῖον δῶρον. Εἶναι τὸ ἅλας ποὺ προστατεύει τὴν κοινωνία ἀπὸ τὴν ἠθικὴ σήψη. Εἶναι ὁ πρῶτος καρπὸς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Εἶναι τὸ αἴσθημα τὸ ἱερό, ὑψηλὸ καὶ θεῖο ποὺ μεταβάλλεται σὲ πράξεις συγχωρήσεως, καταλλαγῆς εἰρηνεύσεως, γενναιοψυχίας καὶ διακονίας στὴν καθημερινὴ ζωή. Εἶναι Ἀκρόπολις ἡ ἀγάπη!
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία, αἰῶνες τώρα, εἶναι τὸ πανδοχεῖον τῆς ἀγάπης μ᾿ ὅλο της τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο σὲ πλείστους τόσους τομεῖς. Ἀπὸ τὶς «ἀγάπες» τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων καὶ τὶς «Βασιλειάδες» τῶν χρόνων τοῦ Βυζαντίου μέχρι τὶς στέγες γερόντων καὶ κατακοίτων, τὰ καθημερινὰ συσσίτια, τὶς ζεστὲς μερίδες ἀγάπης, τὰ κέντρα γιὰ συνανθρώπους μας μὲ νοητικὴ ὑστέρηση, τὰ φιλόπτωχα τῶν ἐνοριῶν καὶ τὰ ὀρφανοτροφεῖα, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ὅλως ἐνδεικτικῶς, μερικὰ παραδείγματα. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει, καὶ αἰῶνες ἐφημερεύει γιὰ τὸν παντοιοτρόπως πάσχοντα συνάνθρωπο ἀδιακρίτως καὶ δικαίως ἔρχεται ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος καὶ μᾶς παροτρύνει σὲ μεταβολὴ στάσεως ζωῆς ἀπέναντι στὸν ἄλλο, ὑπενθυμίζοντας καὶ ὑπογραμμίζοντας τὸ τροπάριον τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγ. Παρασκευῆς «τὴν φιλαδελφείαν κτησώμεθα, ὡς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ μὴ τὸ ἀσυμπαθὲς πρὸς τὸν πλησίον ἡμῶν».
Ὡστόσο σήμερα εἶναι γεγονὸς ὅτι ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο ὅπου φαίνεται ὅτι ἐψύγη ἡ ἀγάπη, ὅτι ἐφυγαδεύθη ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι οἱ πικροὶ καρποὶ μιᾶς βαρβαρότητας, παρὰ τὰ ἐξόχως σημαντικὰ τεχνολογικὰ ἐπιτεύγματα. Οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνονται, ἀγριεύουν, κλείνονται στοὺς ἑαυτούς τους, ζοῦν σὲ μιὰ ἀπειλητικὴ μοναξιά, δὲν θέλουν νὰ βλέπουν πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ ἀρκοῦνται σὲ ἀριθμούς καὶ μηχανές καὶ ὁ ἄλλος παύει νὰ εἶναι πρόσωπο. Γίνεται ἄτομο. Παρ’ ὅλα αὐτά, μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων σιγοκαίει ὁ πόθος γιὰ εἰρήνη, καταλλαγή, ὁμόνοια, ἀγάπη. Αὐτὸ δηλώνουν τόσες ἐκδηλώσεις οἱ ὁποῖες πυκνὰ συχνὰ ἐπιτελοῦνται γιὰ τὴν στερέωση μιᾶς κοινωνίας ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀγάπῃ. Μπορεῖ νὰ ὑφίσταται κακοποίηση καὶ παραφθορὰ τῆς ἐννοίας τῆς ἀγάπης ἀπὸ ἀλλοτριωμένες καρδιές, ἀλλὰ ὁ πόθος, ἡ λαχτάρα, ἡ δίψα ὑπάρχει στὸ λυκόφως τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ψυχρότητος καὶ τοῦ ἀθεϊσμοῦ καὶ στὰ ἀδιόρατα βάθη τῆς ὕπαρξης.
Μεγάλη ἐξάλλου εἶναι ἡ πρόκληση καὶ πρόσκληση γιὰ τὴν χώρα μας ἀλλὰ καὶ γενικότερα γιὰ τὸ εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι. Τὰ ἐρωτήματα εἶναι ἐνώπιόν μας: Ἐπιθυμοῦμε ἕνα πολιτισμὸ μὲ γνώμονα τὴν ἀγάπη ἢ ὄχι; Θέλουμε ἄνθρωπο ἢ ὑπάνθρωπο; Πῶς θέλουμε νὰ οἰκοδομήσουμε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον μας; Μὲ δομικὰ ὑλικὰ ἀτομισμοῦ, νεο-ορθολογισμοῦ, μηδενισμοῦ, ἀγνωστικισμοῦ ἢ νὰ στερεώσουμε ἕνα οἰκοδόμημα στὸν ἀσάλευτο βράχο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης; Σταγὼν χολῆς, τῆς κακίας ἢ σταγὼν μέλιτος τῆς ἀγάπης; Ἐπικράτηση σκληρᾶς καρδίας ἢ καρδίας ἀγάπης; Γιατὶ τελικὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ, ἔχει τὸ σκότος μέσα του, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ, ἡ καρδία του εἶναι φῶς, εἶναι παράδεισος ἐπὶ τῆς γῆς. Ἔχει τὸν Θεὸν ἐν ἑαυτῶ, διότι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Ἡ ἀγάπη ἑδρεύει στὸ βάθος τοῦ εἶναι του, ὡς ρανὶς δρόσου εἰς κάλικα ἄνθους καὶ ξέρει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὅτι ἡ ἁρμονία λόγου καὶ πράξεων κρούει χορδὲς στὴν ἅρπα τῆς ἀγάπης, γιατὶ ἡ ἀγάπη γράφει τὴν καλλίτερη ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ὅ,τι εὐγενὲς καὶ ὑψηλὸν ἔχει νὰ ἐπιδείξει ὁ πολιτισμός, τοῦτο ὀφείλεται στὴ χριστιανικὴ ἀγάπη.
Ὡς εἶναι γνωστὸν βέβαια, τὰ πρῶτα βήματα πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση μιᾶς κοινωνίας ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀγάπῃ εἶναι ὁ ἀνθρωπισμός, μὲ πτυχές του, τὸν ἀλτρουϊσμό, τὸν ἐθελοντισμό, τὴν ἀλληλεγγύη. Δὲν φθάνουν ὅμως αὐτὲς μόνες τους. Χρειάζεται σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀνύψωση τοῦ εἶναι τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου στὴν ἀγάπη. Καὶ τοῦτο, διότι μετὰ τὸν Descartes (1596-1659), ὅπου θεωροῦσε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατ᾿ οὐσίαν εἶναι μόνον σκεπτόμενον Ἐγὼ καὶ οὐδὲν πλέον καὶ ὅτι πέραν τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπάρχει τίποτα, καμμία ἄλλη μεταφυσικὴ πραγματικότητα, καὶ μετὰ βέβαια ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν Νίτσε (1844-1900), πο