Εσπερινός της Συγχωρήσεως στη Βέροια
Την Κυριακή 14 Μαρτίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε και κήρυξε το θείο λόγο στον Εσπερινό της Συγχωρήσεως στον υπό κατασκευή Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά του Ιατρού στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας.
Ο Εσπερινός τελέστηκε τηρουμένων όλων των προβλεπόμενων περιοριστικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας, ενώ μεταδόθηκε απευθείας στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως, στην αντίστοιχη σελίδα στο Facebook και στον ραδιοφωνικό σταθμό «Παύλειος Λόγος» στους 90.2 FM.
Στην Ιερά Ακολουθία έψαλλαν ο Πρωτοψάλτης του Ιερού Ναού της Αγίας Βαρβάρας του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος Βεροίας κ. Σωτήριος Ζερδαλής και ο Λαμπαδάριος του Ιερού Προσκυνηματικού Ναού του Αγίου Αντωνίου Βεροίας κ. Βασίλειος Γουδώνης.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θά εἰσέλθουμε ἀπό αὔριο, ἀνέκαθεν θεωρήθηκε γιά ὅλους ὡς εὐκαιρία πρός πνευματική περισυλλογή καί κάθαρση καί αὔξηση ἐν Χριστῷ. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία συνήθιζε κατά τήν περίοδο αὐτή νά διδάσκει τήν κατήχηση σέ ὅσους προσήρχοντο στή χριστιανική θρησκεία, γιά νά βαπτισθοῦν τό Μέγα Σάββατο καί νά ὑπαντήσουν τόν Ἀναστάντα Χριστό μέ τή στολή τοῦ βαπτίσματος ὡς νέοι ἄνθρωποι. Ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί ἐκαλοῦντο ἀπό τήν Ἐκκλησία κατά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, νά μετανοήσουν, νά ἀναπροσαρμόσουν τή ζωή τους στή ζωή τοῦ Χριστοῦ. «Νά αὐξηθοῦν ἐν χάριτι καί γνώσει τοῦ Κυρίου».
Τό ἴδιο κάνει καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Ὡς φιλόστοργη μητέρα μᾶς καλεῖ μέ τήν ἴδια μέθοδο πρός τήν τελειότητα. Θέτει ἐνώπιόν μας τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς μία εὐκαιρία γιά νά μελετήσουμε τή θυσία τοῦ Κυρίου ἀλλά καί τή δική μας ζωή.
Αὐτό, ὅμως, ἀπαιτεῖ καί τή θέλησή μας καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς συνέστησαν περισσότερη προσοχή καί προσπάθεια. Γι’ αὐτό οἱ συχνότερες συνάξεις τῶν πιστῶν σέ κοινή προσευχή καί λατρεία. Γι’ αὐτό τά περισσότερα ἀναγνώσματα στίς ἱερές Ἀκολουθίες. Γι’ αὐτό συχνότερα τά κηρύγματα. Γι’ αὐτό οἱ κατανυκτικότεροι ὕμνοι. Γιά νά ἀποσπάσουν τήν προσοχή μας ἀπό τή δουλεία τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν. Νά μᾶς βοηθήσουν νά εἰσέλθουμε στήν ἐλευθερία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Νά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. Νά πορευθοῦμε σέ προσωπική συνάντηση καί γνωριμία μέ τόν Ἰησοῦ, θεωρώντας τον ὡς Θεό καί ἄνθρωπο, ὡς διδάσκαλο καί φίλο, ὡς σύμβουλο καί θεραπευτή, ὡς Κύριο καί Λυτρωτή.
Ἰδού, λοιπόν, ἐνώπιόν μας ἡ ἀγωνία του στή δίκη, ἡ πικρία του στήν ἐγκατάλειψη, τό μαρτύριό του στή Σταύρωση.
Ποιά ἡ προσωπική συμμετοχή μας στή θυσία τοῦ Κυρίου; Ποιά ἡ ἔμπρακτη συμπαράστασή μας στό Πάθος του; Ποιά ἡ ἔμπρακτη ἀποδοχή μας τῆς θείας Σαρκώσεώς του καί τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεώς του;
Αὐτά πρέπει νά εἶναι τά ἔργα τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀγάπης. Ἡ ζωή τῆς προσευχῆς καί τῆς μετανοίας. Ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωσή μας.
Καί, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες «παχεῖα γαστήρ, λεπτόν οὐ τίκτει νοῦν», ὅπως, δηλαδή, μετά τό πολύ φαγητό καί ποτό ἀμβλύνεται ἡ διάθεση πρός μελέτη καί ἐξασθενεῖ ἡ δύναμη πρός κατανόηση, ἔτσι, μέ τή χλιδή συντρίβεται ἡ πνευματική εὐαισθησία καί παύει ἡ ἐν Χριστῷ ζωή.
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας ὁρίζει τή νηστεία ὡς δίαιτα ὑγιεινή καί ὡς μέσο πνευματικῆς ἐνδυναμώσεως, ὡς κάποια ἔκφραση θυσίας.
Τίποτε δέν κατορθώνεται χωρίς κόπο. Καί ἄν ὁ ἱδρώτας τοῦ κόπου εἶναι προϋπόθεση τῆς ζωῆς καί τῶν κατορθωμάτων, πόσο μᾶλλον τῆς θεώσεως.
Γιά νά ἐπιτύχουμε νά μετατοπίσουμε τήν προσοχή μας καί τό ἐνδιαφέρον μας στόν Χριστό, χρειάζεται νά νηστεύσουμε καί νά λουσθοῦμε μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας. Ὄχι διότι Ἐκεῖνος τό ἀπαιτεῖ. Ἀλλά διότι ἐμεῖς χάσαμε τήν πνευματική εὐαισθησία καί γίναμε ἀνίκανοι νά ζοῦμε στή θεία ἀτμόσφαιρα. Διότι ἀπορροφηθήκαμε ἀπό τά πράγματα καί φυλακισθήκαμε στά ἀποκτήματα. Διότι νομίσαμε τήν αἰσθησιακή ἱκανοποίηση καί τήν ἐξωτερική παρουσίαση ὡς τή μόνη κατάλληλη γιά τόν ἄνθρωπο.
Δέν φταίει ὁ Χριστός, ἄν χρειάζεται τώρα προσπάθεια γιά νά τόν βροῦμε, ἀφοῦ ἐμεῖς τόν ἀποκλείσαμε ἀπό τή ζωή μας. Ὅπως δέν φταίει τό φῶς, ἄν τά μάτια μας δέν μποροῦν νά τό ἀντικρύσουν καί νά τό ἀπολαύσουν, ὕστερα ἀπό τήν παραμονή μας στό σκοτάδι γιά μακρύ χρονικό διάστημα.
Μέ τήν ἁμαρτωλή ζωή μας λησμονήσαμε τόν Χριστό, ὅπως μερικοί ἄνθρωποι λησμονοῦν τό ὄνομά τους, ὅταν προσβάλλεται καί ἀσθενεῖ ἡ μνήμη τους. Καί ἐάν στήν περίπτωση τῶν ἀσθενῶν χρειάζεται ἐξ ἀρχῆς διδασκαλία καί παιδαγωγία, πόσο περισσότερο χρειάζεται γιά τή δική μας πνευματική ζωή.
Ὁ παλαιός ἄνθρωπος πλέον, μέ τά θελήματα καί τίς ἀδυναμίες του, μέ τίς ἐπιθυμίες καί τίς συνήθειές του πρέπει νά ἐκπαιδευθεῖ στό σχολεῖο πού ἀνέδειξε Ἁγίους. Νά ἀσκηθεῖ στά μαθήματα τῆς ἐγκράτειας, τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας καί τῶν δακρύων, τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας.
Ἡ ζωή τῶν Ἁγίων ἀπέδειξε ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλη μέθοδος ἀπό αὐτήν, γιά νά κατορθώσουμε νά μετατοπίσουμε τήν προσοχή μας ἀπό τόν κόσμο καί τά πάθη μας στόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία μας τό ἐπαναλαμβάνει μέ τούς ὕμνους τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
«Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν εὐάρεστον τῷ Κυρίω, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καί ἐπιορκίας».
Ἰδού τά ἀθλήματα στά ὁποῖα μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός διά τῆς Ἐκκλησίας μέσα στό στάδιο τῶν ἀγώνων αὐτῆς τῆς περιόδου.
Ἰδού, λοιπόν, τά θέματα τῶν παραβολῶν τοῦ Τριωδίου, τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, καί τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, πού οἱ ὕμνοι τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς συνεχῶς θά μᾶς ἐπαναφέρουν. Μᾶς προσφέρουν θαυμάσια χειραγώγηση ἐνδοσκοπήσεως καί αὐτοεξετάσεως.
Τό παράδειγμα τοῦ Φαρισαίου θέτει ἐνώπιόν μας τήν ἐλαφρότητα τοῦ αὐτοεπαίνου καί τοῦ αὐτοθαυμασμοῦ γιά τά δῆθεν πνευματικά μας κατορθώματα καί τίς ἀρετές. Τό παράδειγμα τοῦ Τελώνου μᾶς παρουσιάζει τά βάρη τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν πραγματικότητα τῆς ἀναξιότητος πού ἀφορᾶ ὅλους μας. Ὁ Ἄσωτος, ἐξάλλου, συνάντησε τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό τραγικές συνθῆκες. Πρίν νά συναντηθοῦμε μέ τήν τραγικότητα, πρέπει νά συντελεσθεῖ μέσα μας ἡ αὐτοσυνάντηση. Ἐκεῖ θά κριθεῖ ἡ ποιότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου.
Ὅλοι μας ἔχουμε τή διάθεση νά μάθουμε, ἀλλά, ἐνῶ θέλουμε νά μάθουμε τά πάντα, δέν θέλουμε νά μάθουμε τίποτε γιά τόν ἑαυτό μας. Ἀποφεύγουμε συστηματικά ὁποιαδήποτε κριτική. Καί ἡ αὐτογνωσία, τήν ὁποία μᾶς συνιστᾶ τό ἀρχαῖο γνωμικό «γνῶθι σαὐτόν», εἶναι θέμα τό ὁποῖο μέ πολλή ἐπιμέλεια δέν περιλαμβάνουμε στόν κατάλογο τῶν ζητημάτων τοῦ ἐνδιαφέροντός μας. Δέν θέλουμε νά φέρουμε στό φῶς τῆς κρίσεως τίς πράξεις καί τά διανοήματα τά ὁποῖα φέρουν τή σφραγίδα τῆς ἀποτυχίας καί τῆς ἀντιφάσεως. Φοβούμεθα τόν ἑαυτό μας. Ὅμως, κάποτε θά τόν ἀντιμετωπίσουμε, εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι. Κάποιο περιστατικό λύπης ἤ χαρᾶς, ἕνα δυστύχημα ἤ μία προσβολή, ἕνα κήρυγμα, κάποιο βιβλίο, μία ἀσθένεια ἤ κάποιος θάνατος θά σπάσει τή θύρα καί θά μᾶς φέρει πρόσωπο πρός πρόσωπο μέ τόν ἑαυτό μας.
Ἀλλά γιατί, ἐνῶ οἱ «μίσθιοι τοῦ Πατρός μας περισσεύουσιν ἄρτων, ἡμεῖς λιμῷ ἀπολλύμεθα»;
Ἄς ἀρχίσουμε, ἀδελφοί μου, τή μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ μας μέ τή μέθοδο τῆς συγκρίσεως. Ὄχι τῆς συγκρίσεως μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἀλλά μέ τό θεῖον.
Ἰδού, οἱ ἑορτές, οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων, οἱ ἱερές τελετές καί Ἀκολουθίες μᾶς βοηθοῦν νά ἐπιτύχουμε τή σύγκριση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας μέ τούς Ἁγίους, μέ τήν Παναγία καί ἰδιαιτέρως μέ τόν Χριστό.
Μόλις θελήσουμε συνειδητά νά συγκρίνουμε τή ζωή μας μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς δίδει τό ἄκρον ἄωτον τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς τελειότητος, ἀμέσως συλλαμβάνουμε τό περιεχόμενό μας. Τότε βρίσκουμε τή θύρα τῆς μετανοίας. Τότε ἡ θλίψη πού ἁπλώνεται μέσα μας μᾶς ὁδηγεῖ στή θαρραλέα ἀντιμετώπιση τῆς καταστάσεώς μας καί τῆς ἐσωτερικῆς πτωχείας μας καί τήν ἐξαγόρευσή της ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ στό Μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Αὐτό συνέβη στόν Ζακχαῖο. Τό καθρέπτισμά του μέσα στό ἄσπιλο τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ τόν ἔκανε νά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Νά ἐξομολογηθεῖ μέ θάρρος τά λάθη καί τίς ἀδικίες του καί νά ὑποσχεθεῖ ζωή σύμφωνη μέ τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ θείου νόμου.
Ὁ Χριστός εἶπε τότε: «Σωτηρία τῷ οἴκω τούτῳ ἐγένετο». Ἡ σωτηρία ἐδόθη ὡς ἀποτέλεσμα τῆς μετανοίας καί τῆς διορθώσεως. Ἡ μετάνοια διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως ὁδηγεῖ στήν ἀπολύτρωση, τή σωτηρία, τήν ἐπιστροφή στόν Θεό καί τήν τελείωσή μας, σέ αὐτό πού εἶναι, δηλαδή, ὁ σκοπός τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας.
Ἄς ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι μετάνοια πού δέν ἐκχύνεται μέσα στό ἄπειρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι σωτήριος. Καταλήγει στήν ψυχική ἀπομόνωση, τή νοσηρότητα καί τόν μαρασμό. Παράδειγμα στέκεται μέσα στήν ἱστορία ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος αὐτοκτόνησε, διότι μετανόησε ὄχι στόν Θεό ἀλλά στόν ἑαυτό του. Εἶναι ἀνάγκη, ἑπομένως, γιά νά ἐπιτύχει ἡ ἐπιστροφή μας στόν Χριστό, ἡ μετάνοιά μας νά εἶναι ἀληθινή καί πλούσια σέ καρπούς διορθώσεως.
Ἡ νηστεία, ἡ κατά δύναμη ἐφικτή, ὡς προσφορά θυσίας, οἱ προσευχές μας, ἡ παρακολούθηση καί μελέτη τοῦ περιεχομένου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, νά γίνουν μέ ὅλη μας τήν ψυχή καί διάθεση τῆς ἀγάπης μας.
Αὐτή ἡ θέληση καί ἡ προσπάθειά μας θά μᾶς χαρίσουν τή σταθερότητα πού δέν ἔχουμε καί τή γαλήνη πού ἐπιδιώκουμε. Τήν εἰρήνη πού νοσταλγοῦμε, τή δύναμη νά ἀγαπήσουμε ἀληθινά, τήν ἱκανότητα νά ζήσουμε ἐλεύθεροι ἐν Χριστῷ.
«Εἰ Χριστός ἐλευθερώσει ὑμᾶς, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε».
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος προέτρεπε τούς χριστιανούς: «Αὐξάνετε ἐν χάριτι καί γνώσει τοῦ Κυρίου ἡμῶν καί Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ». Διότι γνώριζε ὅτι ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς αὐξήσεως εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση, ἡ εἰρήνη, ἡ λύτρωση καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ ἀπελευθέρωση αὐτή γίνεται ἐφικτή, ὅταν ζητήσουμε καί προσφέρουμε τή συγχώρηση.
Αὐτό εἶναι τό πρῶτο βῆμα γιά νά ζητήσουμε τή συγχώρηση ἀπό τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες μας καί τίς ἀστοχίες μας. Νά ζητήσουμε πρῶτα συγχώρηση ἀπό τούς ἀδελφούς μας γιά ὁτιδήποτε ἔχουμε σφάλει ἀπέναντί τους καί συγχρόνως νά συγχωρήσουμε καί ἐμεῖς τά δικά τους σφάλματα. Διότι, ἐάν δέν μποροῦμε νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό τούς ἀδελφούς μας, ἀπό τούς οἰκείους μας, ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμεθα καθημερινά καί τούς βλέπουμε καί τούς ἀντιμετωπίζουμε, πῶς εἶναι δυνατόν νά ζητήσουμε ἀπό τόν Θεό, τόν ὁποῖο δέν βλέπουμε, συγχώρηση;
Ἄς μήν καθησυχάζουμε τόν ἑαυτό μας ὅτι μέ τόν Θεό εἶναι διαφορετικά τά πράγματα, διότι, ἐάν δέν ἔχουμε συμφιλιωθεῖ μέ τούς συνανθρώπους μας, ἐάν δέν ἔχουμε ζητήσει καί δώσει συγχώρηση, τότε ἡ αἴτηση συγγνώμης ἀπό τόν Θεό εἶναι ψεύτικη καί δέν ἔχει κανένα νόημα. Ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς ζητᾶ νά διευθετοῦμε τίς διαφορές μας μέ τούς ἀδελφούς μας πρίν νά δύσει ὁ ἥλιος καί νά μήν τόν πλησιάζουμε γιά νά τοῦ προσφέρουμε ὁτιδήποτε, ἐάν ἔχουμε κάτι κατά τοῦ ἀδελφοῦ μας.
Ἄς ζητήσουμε, λοιπόν, καί ἄς δώσουμε συγχώρηση μεταξύ μας, γιά νά ζητήσουμε καί νά λάβουμε στή συνέχεια καί τή συγχώρηση τοῦ Θεοῦ καί νά μήν ἐμφανιζόμεθα ψεῦτες ἐνώπιόν του, ὅταν τόν παρακαλοῦμε «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
Καί εἴθε ὅλοι μας, βοηθούμενοι ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, μέ τή συμμετοχή μας στά ἱερά Μυστήριά της καί μέ τόν προσωπικό μας ἀγώνα κατά τήν περίοδο αὐτή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία εἰσερχόμεθα ἀπό αὔριο, νά ἀξιωθοῦμε νά προσκυνήσουμε μέ εὐλάβεια τόν παθόντα δι’ ἡμᾶς καί Ἀναστάντα Κύριον καί νά συσταυρωθοῦμε καί νά συναναστηθοῦμε μαζί του.