Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης
«Μια φορά είπα πως τελείωνα. Τέτοια φλόγα, τέτοιο πόνο είχα (σημ.: ο όσιος Γέρων έπασχε από βαριά αλλεργία). Ήταν κατοχή, είχαν φύγει οι Γερμανοί, δεν θυμάμαι. Έτρεξα στο νοσοκομείο, στο φαρμακείο μας, στο εκκλησάκι μας, πήρα θέση στο στασίδι απέναντι από το εικόνισμα της Παναγίας μας. Άρχισα να κλαψουρίζω, να παραπονιέμαι, σαν το παιδάκι που έπεσε, χτύπησε και έτρεξε στη μάνα του. “Παναγία μου! Στο περιβόλι σου είμαστε. Παιδάκια σου είμαστε. Εσύ μάς υποσχέθηκες πως και τροφός και ιατρός θα είσαι”. Έ, τι να σας πω. Μια ειρήνη ήρθε στην καρδιά. Μια αίσθηση. Μια πληροφορία. Η ψυχή ησύχασε. Μέχρι να κάνω μερικά βήματα και το σώμα ηρέμησε και σε τέτοια κατάσταση δεν έφτασε ποτέ ξανά. Η ταχύτητα της αγάπης της. Δεν πρόλαβα να τη ζητήσω και ήρθε. Δεν πρόλαβα την προσευχή να τελειώσω και με παρηγόρησε. Να σας πω, όταν ο γέροντάς μου, ο γερο-Ιωσήφ ο Ησυχαστής είχε μεγάλο πόνο, είδε την Παναγία που κρατούσε τον Χριστό μικρούλι στην αγκαλιά Της. Του λέει του γέροντα: “Μην απελπίζεσαι. Γιατί απελπίζεσαι; Σε μένα έχε την ελπίδα σου”. Τότε ο Χριστός άπλωσε το χεράκι Του και χάιδεψε τον γέροντα. Έτσι είναι. Στον πόνο παρακάλα την Παναγία. Ξέρει από πόνο. Ζήτα από τον Κύριο όχι απαλλαγή, αλλά υπομονή. Και η Χάρη θα σε αγγίζει. Εάν δεν σε αγγίξει η Χάρη, η υπομονή σου θα “κουραστεί”».
(Από το βιβλίο του π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου, «Έλα φως», Συνάντηση με τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, εκδ. Θεσβίτης, 2021, σελ. 124-126).
Ο μέγας Γέρων, ο νεώτερος όσιος Εφραίμ ο κατουνακιώτης, ήταν αλλεργικός από παιδί. «Από παιδί, δεκατεσσάρων-δεκαπέντε ετών η αλλεργία εμφανίστηκε στα μάτια μου. Σαν άγριος τοίχος ήταν το δέρμα και η φαγούρα δεν με άφηνε να κοιμηθώ… Οι πόνοι, οι εξάρσεις της ασθένειάς μου είναι η προίκα μου. Τα έφερα μαζί μου στο Όρος και με συντροφεύουν». Ποια ήταν η αντίδρασή του; Η καταφυγή του στους ιατρούς ήταν πολύ δύσκολη την εποχή εκείνη – δεν αρνιόταν την ιατρική βοήθεια ο όσιος, όπως το απέδειξε κι αργότερα πολλές φορές. Κατέφευγε λοιπόν και λόγω των συνθηκών της ερημικής ζωής του στην κατεξοχήν και πρώτη βοήθεια, στο «νοσοκομείο και το φαρμακείο» του κελιού του, το στασίδι του στον ναό μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Η Παναγία μάνα ήταν η καταφυγή και η διέξοδός του. Με έμπονη προσευχή άφηνε το κλάμα της ψυχής του να «υγράνει» τα πανάχραντα χέρια Της. Γιατί ένιωθε «σαν το παιδάκι που έπεσε, χτύπησε και έτρεξε στη μάνα του». Και από την εμπειρία του πια, λόγω της ανταπόκρισης της Μάνας, μπορούσε και έλεγε: «Η ταχύτητα της αγάπης της»!
Στον πόνο μας λοιπόν, κατεξοχήν τότε, να καταφεύγουμε στην Παναγία – αυτή είναι η προτροπή του οσίου Γέροντα. Γιατί καταφεύγοντας σ’ Αυτήν, στον Υιό και Θεό της καταφεύγουμε, τον Κύριο Ιησού Χριστό που είναι ο παντοδύναμος Θεός και Πατέρας όλων. Πόση τρυφερότητα κρύβει μάλιστα το περιστατικό με τον όσιο γέροντά του Ιωσήφ τον Ησυχαστή! Στην Παναγία Μάνα καταφεύγει κι αυτός, σε μεγάλο πόνο του, και δέχεται το χάδι από το απλωμένο χέρι του Δημιουργού του. Μα, η παρατήρηση του οσίου αυτού είναι εξόχως αξιοσημείωτη: «Ζήτα από τον Κύριο όχι απαλλαγή, αλλά υπομονή». Ο πόνος, για την πίστη μας, είναι το φάρμακο για τη θεραπεία των παθών μας και το σκαλοπάτι για πνευματικά ανεβάσματα. Συνεπώς αυτό που χρειαζόμαστε είναι η υπομονή. Κι αυτήν την δίνει ο Κύριος όταν πράγματι Τον εμπιστευόμαστε. Κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: αν η προσευχή μας και τα «παρακάλια» μας δεν αποτελούν έκφραση της εμπιστοσύνης και της πίστης μας στην αγάπη Του, τότε δύσκολα η Χάρη Του θα μας αγγίξει. Τότε η υπομονή μας «κουράζεται». Γιατί; Διότι και η προσευχή και η υπομονή αυτή φανερώνουν την αλαζονεία και την υπερηφάνεια της ψυχής μας – τον Θεό Τον θέλουμε απλώς για να μας κάνει το θέλημα και να μας έχει καλά. Τις περισσότερες φορές βεβαίως, για να μπορούμε να συνεχίζουμε την εγωιστική ζωή μας!