Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος ευχήθηκε στον εορτάζοντα προϊστάμενο του Ιερού Ναού στην Βέροια Αρχιμ. Σωσίπατρο Πιτούλια για την ονομαστική του εορτή.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :
«Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε».
Δύο προτροπές ἀπευθύνει ὁ Χριστός στόν παραλυτικό τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Τήν πρώτη, ὅταν τόν συναντᾶ στή στοά τῆς Προβατικῆς κολυμβήθρας καί ἀκούει τό παράπονό του, ὅτι δέν ἔχει ἄνθρωπο νά τόν βοηθήσει νά μπεῖ στό νερό μετά τήν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου καί νά θεραπευθεῖ.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τοῦ τείνει τό χέρι καί τόν προτρέπει νά σηκωθεῖ, νά πάρει τό κρεβάτι του καί νά φύγει. Καί ὁ παράλυτος ὑπακούει καί τό θαῦμα γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος περπατᾶ, μετά ἀπό τριάντα ὀκτώ χρόνια, ὑγιής.
Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Χριστοῦ δέν τόν ἐγκαταλείπει, τόν παρακολουθεῖ. Παρακολουθεῖ καί τήν ἐχθρότητα τῶν Φαρισαίων πού ἐπιπλήττουν τόν πρώην παράλυτο, γιατί τόλμησε νά σηκώσει τό κρεβάτι του κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, πού ἦταν ἀπόλυτη ἀργία. Καί ἔτσι ξανασυναντᾶ τόν θεραπευθέντα παράλυτο καί τοῦ ἀπευθύνει μία δεύτερη προτροπή. «Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε». Δές, τοῦ λέει, εἶσαι πλέον ὑγιής, φρόντιζε νά μήν ἁμαρτάνεις.
Μέ τήν προτροπή του αὐτή ὁ Χριστός δέν θέλει νά δείξει τή σχέση πού ἔχει ἡ ἁμαρτία μέ τήν ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι, θέλει ὅμως νά διδάξει τόσο στόν παράλυτο ὅσο καί σέ ἐμᾶς, ἀδελφοί μου, ὅτι γιά τή σωτηρία μας δέν ἀρκεῖ μόνο ἡ δική του θεία παρέμβαση, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ δική μας προσπάθεια.
Ὁ Χριστός θέτει μέ τήν Ἐκκλησία του στή διάθεση τοῦ πάσχοντος καί ταλαιπωρημένου ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπου τήν κολυμβήθρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά καί τά ἄλλα ἱερά μυστήρια, μέ τά ὁποῖα λαμβάνει τή θεία χάρη, τήν «πάντοτε τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», καθαρίζεται ἀπό τούς ρύπους τῆς ἁμαρτίας, λαμβάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μέ τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, λαμβάνει τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας μεταλαμβάνοντας τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, στηρίζεται στήν πίστη, ὥστε νά ἀκολουθεῖ τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καί νά μήν εἶναι σάν τόν παράλυτο πού δέν μπορεῖ νά βαδίσει καί κεῖται ἀβοήθητος καί μόνος.
Τά θέτει ὅλα αὐτά στή διάθεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὁ Χριστός μέ πολλή ἀγάπη καί πολλή συγκατάβαση στήν ἀσθένειά μας, γιατί γνωρίζει ὅτι «ἡ διάνοιά μας ἐπί τά πονηρά κεῖται», γιατί γνωρίζει τήν ἀδυναμία μας καί τή φυσική μας ροπή πρός τό κακό καί τήν ἁμαρτία, καί μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι εἶναι πρόθυμος νά συγχωρήσει «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», ἄπειρες δηλαδή φορές, τίς ἁμαρτίες μας.
Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ἐμεῖς μποροῦμε νά ζοῦμε ἀδιαφορώντας γιά τίς ἐπιλογές μας καί γιά τίς πράξεις μας, ὅτι μποροῦμε νά ζοῦμε ἀδιαφορώντας γιά τό θέλημα καί τίς ἐντολές του καί μετά νά ζητοῦμε τή συγχώρησή του.
Δέν εἶναι αὐτό, ἀδελφοί μου, τό νόημα τῆς συγχωρήσεως. Ὁ Χριστός μᾶς συγχωρεῖ, ὅταν ἁμαρτάνουμε ἀπό ἄγνοια καί ἀπό ἀδυναμία. Ἡ θεληματική καί ἑκούσια ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας ὡς τρόπος ζωῆς δέν εἶναι ἀρεστή στόν Χριστό καί ἔχει συνέπειες καί γιά μᾶς, διότι ἡ ἁμαρτία σκληραίνει τήν ψυχή καί κάνει πιό δύσκολη τή μετάνοια, κάνει πιό δύσκολο τό νά κατανοήσουμε τό σφάλμα μας καί νά ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά νά λάβουμε τήν ἄφεση.
Τά παραδείγματα μεγάλων ἁμαρτωλῶν πού ἔζησαν ὅλη τή ζωή τους μέσα στήν ἁμαρτία καί μετανόησαν λίγο πρίν τό τέλος καί τούς ὁποίους ὁ Χριστός συγχώρησε, ὅπως συγχώρησε τόν εὐγνώμονα ληστή πού τόν κατέστησε πρῶτον οἰκήτορα τοῦ παραδείσου, δέν μᾶς διδάσκουν νά ἁμαρτάνουμε, νομίζοντας ὅτι ἔτσι ἀπολαμβάνουμε τή ζωή μας, καί ὅτι ἀρκεῖ ἁπλῶς νά μετανοήσουμε λίγο πρίν νά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο αὐτό.
Μᾶς διδάσκουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μήν ἀπελπιζόμασθε, ἀλλά γιά νά ἔχουμε δύναμη καί θάρρος, ὅποτε πέφτουμε στήν ἁμαρτία, νά ζητοῦμε τό ἔλεος καί τή συγχώρησή του καί νά ἀγωνιζόμασθε γιά νά μήν τό ἐπαναλάβουμε, ἀκολουθώντας τήν προτροπή τοῦ Χριστοῦ πρός τόν θεραπευθέντα παράλυτο τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς: «Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμαρτάνε».
Αὐτό ἰσχύει ἰδιαιτέρως γιά ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴχαμε τό προνόμιο νά γεννηθοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά γαλουχηθοῦμε μέ τό κήρυγμα τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου· γιά ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε τήν τιμή ἡ πόλη μας νά ἔχει προσφέρει στήν Ἐκκλησία, ἐκτός τῶν πολλῶν ἄλλων ἁγίων καί ἕνα ἀπόστολο καί συνέκδημο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόν ἅγιο ἀπόστολο Σωσίπατρο, τοῦ ὁποίου τή μνήμη τιμοῦμε καί πανηγυρίζουμε σήμερα, καί ἔχουμε μάλιστα τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά προσκυνοῦμε τμῆμα τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου.
Θά πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε κατά νοῦ, ἀδελφοί μου, αὐτή τήν προτροπή τοῦ Χριστοῦ: «ἴδε ὑγιής γέγονας, μήκετι ἁμαρτάνε», καί πολύ περισσότερο, ὅταν μετέχουμε στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μᾶς βοηθᾶ νά εἴμεθα προσεκτικοί στή ζωή μας, νά ἀποφεύγουμε τίς παγίδες τῆς ἁμαρτίας καί νά ζοῦμε πάντοτε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ ἀναστάντος Κυρίου.