Σε αυτό μετείχαν καθηγητές, ερευνητές, μεταπτυχιακοί και προπτυχιακοί φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ και του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αλλά και από άλλα Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του Εξωτερικού.
Την έναρξη του συνεδρίου κήρυξε ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Ιερώνυμος.
Προηγήθηκε η προσφώνηση του κ. Ιωάννη Παναγιωτόπουλου, Αναπληρωτού Καθηγητού της Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ, ο οποίος αναφέρθηκε στο επιστημονικό έργο του Διεθνούς Συνεδρίου κατά τα προηγούμενα χρόνια, στόχος του οποίου είναι η πνευματική οικοδόμηση των σχέσεων μεταξύ των νέων επιστημόνων που ασχολούνται με τον τομέα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και η προαγωγή και εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας.
Αφορμή για την επιλογή του φετινού θέματος, όπως ανέφερε, αποτέλεσε η απόφαση της Τουρκίας να μεταβάλει τον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως από μουσείο σε τέμενος. Σκοπός του συνεδρίου ήταν η ανάδειξη της ιστορίας και της παράδοσης της Μεγάλης Εκκλησίας, που για αιώνες υπήρξε το λατρευτικό κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Μεγάλο Μοναστήρι με την αδιάκοπη λειτουργική ζωή Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Εν συνεχεία, ο κ. Παναγιωτόπουλος ευχαρίστησε τον Μητροπολίτη για την ολοπρόθυμη ανταπόκρισή του στο αίτημα για τη διεξαγωγή του Διεθνούς Συνεδρίου σε μια περιοχή, που όπως είπε, είναι αποστολική, καθώς σ’ αυτήν έδρασε ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς, αφήνοντας ως μαρτυρία της παρουσίας του την εικόνα της Παναγίας του Μεγάλου Σπηλαίου. Τέλος, ευχαριστίες εξέφρασε και προς τον Δήμαρχο Καλαβρύτων κ. Αθανάσιο Παπαδόπουλο για την παραχώρηση του Πολύκεντρου Πολιτιστικού Κέντρου της πόλεως των Καλαβρύτων.
Χαιρετισμό απηύθυνε στη συνέχεια ο Δήμαρχος Καλαβρύτων κ. Αθανάσιος Παπαδόπουλος, ο οποίος υπογράμμισε τη σπουδαιότητα και τη μεγίστη σημασία του Συνεδρίου για την περιοχή των Καλαβρύτων, όπου πραγματοποιήθηκε η απαρχή της απελευθερώσεως του Ελληνισμού από τον τουρκικό ζυγό, 400 χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Ποιμενάρχης Καλαβρύτων, κηρύσσοντας την έναρξη των εργασιών του Διεθνούς Συνεδρίου, καλωσόρισε τους Συνέδρους στη μαρτυρική πόλη των Καλαβρύτων, όπου, όπως υπογράμμισε, τετρακόσια περίπου χρόνια μετά τήν Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, φυτεύτηκε ο σπόρος της Λευτεριάς, που πάντοτε παρέμεινε ζωντανός στις ψυχές των Ελλήνων.
Εξέφρασε τις θερμές ευχαριστίες του προς τους Συνέδρους, αλλά και την ιδιαίτερη χαρά του για το γεγονός ότι η διοργάνωση αυτή αποτελεί το πρώτο Επιστημονικό Συνέδριο που πραγματοποιείται μετά τη συμπλήρωση τριών ετών της ποιμαντορίας του στην Ιερά Μητρόπολη. Εξήρε το γεγονός ότι διά της εν λόγω πρωτοβουλίας δίδεται η δυνατότητα σε έγκριτους επιστήμονες και νέους ερευνητές να αναπτύξουν τον λόγο τους, προκειμένου να προσφέρουν πνευματική μέθεξη και γνώση και να διαφωτίσουν τις πραγματικές ιστορικές διαστάσεις, τη σπουδαιότητα και τη μεγίστη σημασία που έχει για τον Ελληνισμό ο Ιερός Ναός της Αγίας Σοφίας, ως πνευματικός φάρος και κέντρο αναφοράς όλων των Ορθοδόξων, καθώς διδάσκει Χριστιανοσύνη, Πνευματικότητα, Ορθοδοξία, Παράδοση.
Επιπροσθέτως, ο Σεβασμιώτατος ευχαρίστησε ιδιαιτέρως τον Καθηγητή κ. Ιωάννη Παναγιωτόπουλο για την αναφορά του, για πρώτη φορά σε επιστημονικό Διεθνές Ιστορικό και Εκκλησιαστικό Συνέδριο, στη σχέση της Τοπικής Εκκλησίας με τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος έδρασε στην περιοχή και ίδρυσε την Εκκλησία των Καλαβρύτων και της Αιγιαλείας, αφήνοντας ως πνευματική παρακαταθήκη την ανάγλυφη Εικόνα της Παναγίας Μεγαλοσπηλαιωτίσσης, που χρονολογείται από το 34 με 35 μ.Χ. Παρά το γεγονός ότι τούτο αμφισβητείται από αρχαιολόγους, έχει όμως εδραιωθεί στη συνείδηση του λαού της Τοπικής Εκκλησίας, γεγονός που απηχεί και η μνημόνευση του Αποστόλου Λουκά, δίπλα στους Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Στο σημείο αυτό ο Σεβασμιώτατος κάλεσε τον κ. Καθηγητή, αλλά και τους Συνέδρους το επόμενο Διεθνές Συνέδριο να αφιερωθεί στην Εικόνα της Παναγίας και στη δράση του Αποστόλου Λουκά στην περιοχή, ώστε να αναδειχθεί ο αποστολικός χαρακτήρας της ιστορικής και μαρτυρικής Εκκλησίας των Καλαβρύτων και της Αιγιαλείας.
Στο συνέδριο παρουσιάστηκαν 19 εισηγήσεις για το θέμα της Αγίας Σοφίας. Συμπερασματικά επιβεβαιώθηκε η σταθερή θέση όλων των χριστιανών για τη διατήρηση του χαρακτήρα και της αποστολής της Μεγάλης Εκκλησίας ως χριστιανικού Ναού, καθώς οποιαδήποτε άλλη χρήση του, δεν συνάδει με την ιστορία και τη θεολογία, που εμπεριέχει το μνημείο. Επίσης υπογραμμίστηκε η σημασία του ονόματος «Αγία Σοφία», που είναι ταυτόσημη με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, και γι’ αυτό ο Ναός εορτάζει την ημέρα των Χριστουγέννων. Διαπιστώθηκε ότι οι φυσικές καταστροφές και οι ανθρώπινες επεμβάσεις δεν αλλοίωσαν το μνημείο, για τον λόγο αυτό παραμένει μέχρι σήμερα όρθιο και ζωντανό.
Η Αγία Σοφία υπήρξε και παραμένει το κέντρο της ανατολικής Χριστιανοσύνης, σημείο διαρκούς αναφοράς και μόνιμη αφορμή σκέψεων και πνευματικών αναζητήσεων. Η λειτουργική ζωή της Μεγάλης Εκκλησίας υπήρξε το πρότυπο για κάθε Ορθόδοξη Εκκλησία στην Οικουμένη. Η Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας ενδύθηκε με σύμβολα, παραστάσεις και σχήματα, που κατακλύζουν την «Αγία Σοφία». Η Αγία Σοφία της Κωνσταντινουπόλεως είναι κέντρο της Χριστιανοσύνης, κέντρο της Ορθοδοξίας και διαρκές σύμβολο ενότητας του Ελληνισμού.