Το 1940 υπήρξε, ως γνωστόν, η δεύτερη μεγάλη «κολυμβήθρα», στα «νάματα» της οποίας «βαπτίσθηκε» ο νεώτερος Ελληνισμός και καθαγιάσθηκε ακόμη μια φορά στις αξίες που κουβαλάει ο Ελληνικό Έθνος από τα βάθη των αιώνων. Καθώς εορτάζουμε αύριο πάλι αυτή την μεγάλη Εθνική μας Επέτειο, είναι χρήσιμο να επαναφέρουμε στην μνήμη μας τα γεγονότα που συνθέτουν το ανεπανάληπτο Έπος του Σαράντα. Για να θυμηθούμε οι παλιότεροι και να διδαχθούμε οι νεώτεροι, γιατί και αυτή η Επέτειος αποτελεί την άλλη μεγάλη «βρυσομάνα» «πηγή» της εθνικής μας αυτογνωσίας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να «αρδευθεί» και να «καλλιεργηθεί» σωστά η προοπτική της επιβίωσής μας ως Έθνους. Το σημερινό «τοπίο» της Ελλάδος, που μάς προβάλλει μια βαθμιαία, αλλά σταθερή εικόνα «αποξήρανσης» της χώρας, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο «τοπίο» της «θαλερής» Ελλάδος της εποχής του Σαράντα, μάς δίνει πολλές απαντήσεις για την σημασία αυτών που έπρεπε να γίνουν, αλλά δεν έγιναν, ενώ μάς εξηγεί παράλληλα τα πολλά «πώς» και «γιατί», που συνοδεύουν την θωριά μας στην πορεία της από το χθες στο σήμερα.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Το Σαράντα, όπως βέβαια και το Εικοσιένα, είναι ιστορική διδαχή, που συναντάται με την παγιωμένη διαπίστωση, η οποία μάς βεβαιώνει κατηγορηματικά ότι, όποιος δεν διδάσκεται από την ιστορία του, που είναι «σηματωρός» της πορείας κάθε λαού και κάθε έθνους, είναι καταδικασμένος να χάσει κάποια στιγμή κατά την περαιτέρω πορεία του τον προσανατολισμό του και να μη γνωρίζει από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Σαν εκείνον, ο οποίος πάσχει από αμνησία. Και ενώ βλέπει γύρω του ανθρώπους, δρόμους, πλατείες κτήρια και δένδρα, ψάχνει απεγνωσμένα να προσδιορίσει το «στίγμα» του μέσα σε αυτό το «τοπίο». Διερωτάται, ποιός είναι, από πού ήλθε και πού βρίσκεται τελικά το μέρος που διάλεξε να πορευθεί, αλλά το έχει χάσει, διότι είναι όλα θολά και συγκεχυμένα μέσα του. Εάν παρατηρούσε κάποιος σήμερα τον λαό μας υπό αυτό το πρίσμα να πορεύεται σε δρόμους άσχετους με την αφετηρία του και την μέχρι τώρα ιστορική του διαδρομή, θα διαπίστωνε ανεπιφύλακτα ότι. μοιάζουμε οι σημερινοί Έλληνες σάν να πάσχουμε συλλογικά από μια κρίση «εθνικής αμνησίας». Δεν εξηγείται αλλιώς η σημερινή μας εικόνα ως Έθνους.
Ξεχάσαμε, πώς και γιατί οι προπάτορές μας αυτής της κοντινής σε εμάς εποχής είπαν το μεγάλο «ΟΧΙ» το 1940 και στη συνέχεια, πώς αυτό το υπερασπίσθηκαν στα πεδία των μαχών και στα δύσκολα μονοπάτια της ζωής τους που διαμορφώθηκαν μετά από αυτήν την εντυπωσιακή εθνική άρνηση. Διότι είναι εύκολο να αρνείσαι κάτι σημαντικό στην ζωή σου, είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να αντέξεις τις συνέπειες της σχετικής σου άρνησης, όταν αυτές είναι ολέθριες για την εθνικό σου βίο. Και αυτό ακριβώς συνέβη το 1940. Ας μη λησμονούμε την πείνα στην κατοχή, τις καταστροφές των υποδομών όλης της χώρας από τους σχετικούς βομβαρδισμούς κατά την αναζήτηση του στρατηγείου των ανταρτών μαζί με τα διάφορα λημέρια τους, τις καθημερινές αδίστακτες και μαζικές εκτελέσεις αμάχων από τον κατακτητή κλπ. Όλα αυτά ήσαν αναμενόμενα, αλλά αψήφισε το κόστος τους ο Ελληνικός Λαός, όταν σύσσωμος είπε, δια στόματος του τότε Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, το μεγάλο ΟΧΙ στο ιταμό αίτημα της Ιταλίας να τής παραδοθεί η Ελλάδα, για να την χρησμοποιήσουν οι Ιταλοί ως προτεκτοράτο τους προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους στρατηγικούς τους σχεδιασμούς προς υποστήριξη της συμμάχου τους Γερμανίας του Χίτλερ, που σχεδίαζε να υποτάξει ολόκληρο τον κόσμο και να τον αλλοτριώσει κατά το πρώτυπο της κοινωνίας που απεργάζετο ο ναζισμός. Η ομόθυμη άρνηση του Ελληνικού Λαού να υποταχθεί στο αίτημα του ιταλικού φασισμού αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αυτός ο Λαός, «ο μικρός, ο μέγας», κατά την ρήση του Ποιητή, έσπευσε αμέσως να στελεχώσει τις Μονάδες του Στρατού μας, που απετέλεσαν στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας την πρώτη γραμμή άμυνας της Ελλάδος απέναντι στα επίλεκτα τμήματα του ιταλικού στρατού, που άρχισε να εισβάλει στην χώρα τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου. Πρόσθετη απόδειξη αυτής της ομόθυμης άρνησης αποτελεί η προθυμία του Ελληνικού Λαού να ενταχθεί μαζικά στις τάξεις της Εθνικής Αντίστασης, η οποία κατά την περίοδο 1940-1944 έγραψε σελίδες δόξας και ανεπανάληπου μεγαλείου στις δέλτους της παγκόσμιας ιστορίας.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Το ΟΧΙ λοιπόν του Μεταξά την 28η Οκτωβρίου 1940 δεν ήταν μια απλή άρνηση της Ελλάδος στο αίτημα της Ιταλίας. Ήταν μια λέξη, που, αν την δει κάποιος στην εντελέχεια της και σε όλες τις προεκτάσεις της, μάς υπογραμμίζει την άρνηση του Ελληνικού Λαού σε πολλά άλλα πράγματα, συναφή με εκείνο που αρνήθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς, αλλά και σε όσα νοηματικά απορρέουν ή εναρμονίζονται προς αυτό. Από την άποψη αυτή το ΟΧΙ του Σαράντα ήταν βέβαια πρωτίστως μια άρνηση του φασισμού και του ναζισμού, δηλ. του ολοκληρωτισμού εκ μέρους του Ελληνικού Λαού. Ήταν όμως παράλληλα και ένα ΟΧΙ στην εθνική αλλοτρίωση. Ένα ΟΧΙ στον εξανδραποδισμό, αλλά και στην ρευστοποίηση του συναισθήματος της φιλοπατρίας, που ανέκαθεν χαρακτήριζε τον Ελληνισμό. Και ακόμη ένα ΟΧΙ στην εξαγορά, με ένα ευτελές εθνικό βόλεμα, της μόνιμης στράτευσης του Ελληνισμού, ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας, στην προάσπιση της ελευθερίας, που αποτελεί αναπαλοτρίωτο αγαθό για το Ελληνικό Έθνος. Και κάτι άλλο εξ ίσου σημαντικό με τα προαναφερθέντα: Μολονότι η Ελλάδα του Σαράντα υφίστατο μια μεγάλη πληθυσμιακή αφαίμαξη, εξ αιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων που υποχρεώθηκε να διεξαγάγει, δεν κινδύνευσε ποτέ να αλωθεί από τον ύπουλο εχθρό της δημογραφικής εξαφάνισης, διότι υπηρετούσε ενσυνείδητα την πολυτεκνία, μέσα από την προσήλωσή της στο τρίπτυχο «Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια». Ήταν ένα άλλο μεγάλο δκό της ΟΧΙ, που εναρμονίζετο με όλα εκείνα, στα οποία αντιστέκετο.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Έχοντας πάντα προ οφθαλμών τα ΟΧΙ του Σαράντα οφείλουμε να διερωτηθούμε εμείς σήμερα, ποιά είναι τα δικά μας ΟΧΙ απέναντι στους πολλούς, φανερούς ή άδηλους, εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς μας, που απειλούν να μάς εξαφανίσουν ως Έθνος ή να μάς αλλοτριώσουν. Τα γνωρίζουμε, αλλά δεν μάς άφησε να τα αντλήσουμε από την γενιά του Σαράντα και να τα απαγγείλουμε στους αποδέκτες τους η Μεταπολίτευση, που διαφεντεύει, δυστυχώς ακόμη, την παιδεία μας. Πρέπει λοιπόν να απογαλακτισθούμε άμεσα από τα τοξικά της στοιχεία και να φροντίσουμε να αποκαταστήσουμε την «γαλουχία» της ελληνικής νεολαίας με τις αρχές και τις αξίας που έθρεψαν τον Ελληνισμό του Σαράντα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την αναγέννηση του Έθνους, παρά μόνον αυτός.