Συνήλθε την Τρίτη, 23 Ιανουαρίου, η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος προκειμένου να συζητήσει και να αποφανθεί περί του επικείμενου σχεδίου νόμου, που πρόκειται να καταθέσει η Κυβέρνηση στη Βουλή προς ψήφιση, σύμφωνα με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, και αφορά το γάμο των ομοφύλων και την τεκνοθεσία απ᾿ αυτούς.
Ως ήταν αναμενόμενο, η Εκκλησία απέρριψε κάθε ενδεχόμενο αποδοχής αυτού του νομοσχεδίου, τονίζοντας ότι αυτό αντιβαίνει της ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας αλλά και της Ιεράς Παράδοσης, αλλά, ταυτοχρόνως, και αυτής της φυσιολογίας και ομαλής συνθέσεως και συνοχής της κοινωνίας, ως τη γνωρίζαμε έως σήμερα.
Παρά ταύτα, διάχυτη ήταν στην Ιεραρχία η ενόχληση, κυρίως των παλαιών Ιεραρχών, από την αδρανοποιημένη στάση και αντιμετώπιση του θέματος από τον κ. Ιερώνυμο, ο οποίος σύρθηκε επί των εξελίξεων και δεν κατόρθωσε να ανορθώσει το ανάστημα που απορρέει από της θέσεώς του όταν έπρεπε. Άλλωστε, ως τονίζουν οι Ιεράρχες, και η σύγκληση της Συνόδου πραγματοποιήθηκε μετά την πίεση χορείας Ιεραρχών, που έβλεπαν ότι επιβάλλεται η Εκκλησία να αυστηροποιήσει τη στάση της αναφορικά με τις προθέσεις της Πολιτείας.
Ήδη, πολλές φωνές Ιεραρχών, πριν τη σύγκληση της Ιεραρχίας, μίλησαν για το ενδεχόμενο παραίτησης του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος και στο ζήτημα των ηλεκτρονικών ταυτοτήτων φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων, καθώς η Εκκλησία βγάζει προς τον κόσμο την εικόνα του εναγκαλισμού με την Πολιτεία και, ακόμη περισσότερο, ότι σύρεται με βάση τις προθέσεις της Πολιτείας και τις αποφάσεις της.
Μένει το επόμενο διάστημα να φανεί η όλη στάση του Αρχιεπισκόπου και το πόσο μπορεί να αναπληρωθεί αυτό το έλλειμμα της ηγεσίας στην Εκκλησία της Ελλάδος, ένα έλλειμμα που, πολλές φορές, σπεύδουν να εκμεταλλευτούν εξωεκκλησιαστικοί κύκλοι εις βάρος της ευρύτερης συνοχής του εκκλησιαστικού σώματος.