Ο Διονύσιος Σολωμός, θεωρείται ο γενάρχης της Επτανησιακής Σχολής, καθώς και μια κορυφαία πνευματική προσωπικότητα του Νεώτερου Ελληνισμού.
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο, ενώ σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός.
Το 1808 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, με τη συνοδεία του Ιταλού δασκάλου του Ρώσση. Επτά χρόνια αργότερα, το 1815 πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ’ όπου έγινε κάτοχος του πτυχίου της Νομικής.
Εκείνη την περίοδο, παράλληλα με τις σπουδές στη νομική, ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης της εποχής, ενώ άρχισε να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα.
Το 1818 επέστρεψε στη γενέτειρά του τη Ζάκυνθο, όπου έμεινε για τα υπόλοιπα δέκα χρόνια. Εκείνη τη περίοδο άρχισε να γράφει τα πρώτους αξιόλογους στίχους του στα ελληνικά. Το πρώτο ελληνικό ποίημά του και πλέον γνωστό είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν (1823), ένα μέρος του οποίου, οι δύο πρώτες στροφές, με τη μουσική σύνθεση του Νικόλαου Μάντζαρου, καθιερώθηκαν ως Εθνικός μας Ύμνος της Ελλάδος και της Κύπρου.
Ξεχωρίζουν επίσης, τα μεταγενέστερα έργα του όπως η σύνθεση του λυρικού ποιήματος «Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάυρον» και μετέπειται «Η καταστροφή των Ψαρών», «Η Φαρμακωμένη», «Ο Λάμπρος», «Εις Μοναχήν», «Ο Κρητικός», «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Ο Πορφύρας».
Στα τέλη του 1828, δέκα χρόνια μετά την επιστροφή του στη Ζάκυνθο, μετακόμισε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα, συνεχίζοντας να γράφει ποίηση σχεδόν απομονωμένος. Δεν ταξίδευσε ποτέ στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γιατί, όπως υποστηρίζεται, «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνημα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής».
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1849 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, για τον λόγο ότι η ποίηση του μονοπωλούσε το ενδιαφέρον στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία.
Την 9η Φεβρουαρίου του 1857 άφησε την τελευταία του πνοή στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά.
Το 1865 μεταφέρθηκαν τα οστά του στη Ζάκυνθο, όπου τοποθετήθηκαν σ’ ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου.