Σέ ὅποια γωνιά τοῦ πλανήτη καί ἄν στραφοῦμε, τά μάτια ἀντικρίζουν πόνο, θλίψη, πίκρα. Καί αὐτά μέ τήν σειρά τους γεννοῦν σκληρότητα, κατάθλιψη, ἀπαισιοδοξία. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ξεχάσει τί σημαίνει χαρά, ἤ καλύτερα, ὅπως καί τόσα ἄλλα πράγματα ἔχει ξεχάσει νά τήν ζεῖ προσπαθώντας νά τή μελετήσει, νά τήν κατανοήσει. Σέ μιά ἄσημη πόλη τῆς Ἰουδαίας, τήν Ναΐν, ἐξελίσσεται μία σκηνή ἀρκετά συνηθισμένη τά χρόνια ἐκεῖνα. Κάποιος νέος εἶχε πεθάνει καί ὅπως συνήθως συμβαίνει στίς κηδεῖες τῶν νέων, πλῆθος κόσμου, ἀκολουθοῦσε τήν ἐξόδιο πομπή.
Τό τραγικό στήν περίπτωση ἐκείνη ἔγκειται στό ὅτι ὁ νεαρός ἦταν ὁ μονάκριβος γιός μιᾶς χήρας, ἡ ὁποία μέ τόν θάνατό του ἔμενε ὁλομόναχη στή ζωή καί ἀπροστάτευτη. Γι’ αὐτό καί ἡ γυναίκα ἐκείνη εἶχε πραγματικούς λόγους νά κλαίει πολύ, τόσο γιά τό μονάκριβο παιδί της, ὅσο καί γιά τόν ἑαυτό της. Ἴσως νά ἦταν καί ἡ μοναδική πού ἔκλαιγε πραγματικά. Ὁ πόνος ὅμως δέν πνίγεται καί ἡ χαρά δέν βρίσκεται σέ μεθόδους τῆς ἀνθρώπινης ἐπινοητικότητας ἤ καί φαντασίας. Ὁ πόνος καταργεῖται καί ἡ χαρά ἀναδεικνύεται στήν οὐσιαστική μας σχέση μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀναιρέτης τοῦ πόνου καί ἡ αἰτία καί πηγή τῆς χαρᾶς.
Ἐκεῖ πού ἡ ἐξόδιος πομπή εἶχε πάρει τόν δρόμο της πρός τό κοιμητήριο, ἕνας ἄγνωστος τούς σταματᾶ ἀπευθυνόμενος στή μητέρα μ’ ἕναν τόνο προστακτικό. «Μήν κλαῖς». Ποιός τόν εἶχε καλέσει; Κανείς. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος εἶχε προσέλθει μόνος του, ἐκεῖ πού ψηλαφοῦσε τόν πόνο τοῦ πλάσματός του γιά νά καταργήσει τόν πόνο. Ἀξιοπρόσεκτο τό ὅτι ἀπευθύνεται στή χήρα μάνα τοῦ νεκροῦ. Ὅλοι γύρω της κλαίγανε. Κι ὅμως, ὁ Χριστός μόνο σ’ αὐτή λέει νά μήν κλαίει, μᾶλλον γιατί μόνον αὐτή ἔκλαιγε πραγματικά, καθώς μόνη βίωνε τόν πόνο στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς της.
Ἄν ἡ ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἔγινε γιά νά ἀναδειχθεῖ ὁ Χριστός μας ὡς νικητής τοῦ θανάτου, ἄν ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἔγινε γιά νά τόν προσδιορίσει ὡς νικητή τῆς φθορᾶς, ἡ ἀνάσταση τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν γίνεται γιά νά καταδειχθεῖ ὡς ὁ ἀναιρέτης τοῦ πόνου, ἡ αἰτία τῆς κατάργησής του, τό λυτρωτικό φάρμακο γιά τήν κατανίκησή του. Ὁ Χριστός μας προσέρχεται στή Ναΐν καί ἐπιτελεῖ τό θαῦμα, μόνο καί μόνο γιά νά δώσει ἕνα μήνυμα στήν οἰκουμένη, στόν κάθε ἄνθρωπο, ὅτι ὅ πόνος εἶναι μία κατάσταση ἀναστρέψιμη. Ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη μας στήν πρόνοια τοῦ Κυρίου καί ἡ καταφυγή μας στήν ἀγάπη Του εἶναι μονόδρομος, ὄχι ἀπλῶς γιά νά ἀντέξουμε τήν ὅποια δυστυχία καί τόν πόνο, ἀλλά «ἵνα ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται».