Ο Βίος των αγίων Συμεών και Θεοδώρου της μονής Μεγάλου Σπηλαίου (18 Οκτωβρίου) συνεγράφη τον 13ο αι., αλλά προφανώς τότε υπήρξε μία ανανεωμένη, εκσυγχρονισμένη μορφή ενός παλαιότερου Βίου ή έστω απλού συναξαρίου. Σύμφωνα με το κείμενο οι δύο άγιοι κτίτορες ήταν αδελφοί από τη Θεσσαλονίκη. Έζησαν τον 4ο αι. και δη το έτος 362, επί Ιουλιανού (361-363). Όμως νεώτερη μελέτη των Ηλ. Αναγνωστάκη και π. Ιουστίνου (εκδ. Πανσέληνος, 1985) (ο πρώτος αργότερα αναθεώρησε) προτείνει ότι έζησαν στα μέσα του 9ου αι. και ασκήτευσαν στο Άγιον Όρος υπό τον άγιο Ευθύμιο τον Νέο.
Ήταν περίοδος μεγάλων ιεραποστολών, όπως αυτή των αγίων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου στους Σλάβους. Όπως έκαναν πολλοί μοναχοί ιεραπόστολοι μετέβησαν στους Αγίους Τόπους-Σινά, πρώτα τον Πανάγιο τάφο, το κέντρο κάθε ιεραποστολής ανέκαθεν. Όταν δηλαδή στα εγκαίνια του ναού της Αναστάσεως (335 μ.Χ.) ο Μέγας Κωνσταντίνος δεξιώθηκε αντιπροσώπους όλων των εθνών ακόμη και εκτός ρωμαϊκού κράτους. Στη συνέχεια επέστρεψαν στην Μακεδονία από όπου άρχισαν μια περιοδεία προς τα νότια, τη Θεσσαλία, την περιοχή της Υπάτης/Νέων Πατρών. Κι από κει μετέβησαν στην περιοχή των Πατρών-Αιγίου, πάνω από το τρομακτικό ρέμα του ποταμού Βουραϊκού, όπου ανεβαίνει ο οδοντωτός σιδηρόδρομος από το Διακοφτό στην Ορεινή.
Εδώ ίδρυσαν τη μονή Μεγάλου Σπηλαίου, μετά το πέρας του φαραγγιού στην περιοχή του χ. Ζαχλωρού, στις παρυφές του οροπέδιου των Καλαβρύτων. Εκεί σύμφωνα με το κείμενο συνάντησαν την Ευφροσύνη, μία αγνή βοσκοπούλα, η οποία του υπέδειξε την πηγή με την εικόνα της Θεοτόκου, την εφέστιο της μονής, έργο του ευαγγελιστή Λουκά.
Η ιστορία μιας συνήθως αγίας γυναίκας και δη μοναχής που ζει μόνη σε ιερό χώρο έχει πολλές παραλλαγές, όπως καταγράφει μερικές ο Παύλος Μονεμβασίας (10ος αι.). Συνήθως ανακαλύπτεται από άνθρωπο του Θεού, ιδίως ιερέα. Ωστόσο αν αφήσουμε το κείμενο και δούμε μόνον τον χώρο, εδώ μένουμε έκθαμβοι. Ατενίζοντας το τρομακτικό μέγεθος του βράχου της μονής Σπηλαίου, στο χρώμα κόκκινο (σιδηρούχο) να ακτινοβολεί σαν κάτοπτρο το φως του ήλιου από το πρωΐ ως τη Δύση, αποκλείεται να ήταν ένας κρυμμένος παράδεισος.
Πουθενά στην Ελλάδα δεν βρίσκεται τέτοιος βράχος σε τέτοιο μεγαλείο. Πρόκειται λοιπόν για ένα τοπόσημο, από αυτά που συντελούν στο να μείνει στη μνήμη των περαστικών. Τι αποκλείει, επομένως, να ήταν το σπήλαιο ανέκαθεν γνωστό, ως τόπος που ανέβαιναν οι κάτοικοι της πεδιάδας του Αιγίου ή περαστικοί; Το ίδιο θα συνέβη στην προχριστιανική περίοδο (Στο μουσείο της μονής υπάρχουν και αντικείμενα από την αρχαία πόλη της Βούρας).
Οι άγιοι δεν πρέπει να κινήθηκαν στο άγνωστο, ήλθαν σε ένα πασίγνωστο λόγω του βράχου-φωτοστέφανου μέρος, με καθιερωμένη χριστιανική λατρεία ήδη από την εποχή της μετάβασης από τον αρχαίο στον χριστιανικό κόσμο. Το συναξάρι των αγίων που δίνει χρονολογία 4ο αιώνα στην ουσία είναι ένδειξη για τη συνέχεια από τους Αρχαίους στους Μέσους χρόνους.
Το ‘Μέγα Σπήλαιο’ ως όνομα προέκυψε από τον χρόνο. Αν όμως, όπως συμβαίνει, τα επίθετα προστίθενται (π.χ. Μεγίστη Λαύρα, για διάκριση από μικρότερες Λαύρες), η αρχική ονομασία ήταν «Σπήλαιο». Ήταν ένα και μοναδικό με τέτοια ιερότητα σε όλη την περιοχή, ίσως σε όλη την Πελοπόννησο. Έτσι με την πάροδο του χρόνου κτίσθηκε στο στενό χώρο ένα μεγάλο μοναστήρι, πολυόροφο, το οποίο μετά την καταστροφή επί Κατοχής ανανεώθηκε στην σύγχρονη εποχή.
Η ανεύρεση της εικόνας, η Παναγία του Σπηλαίου του τόπου αυτού, η Σπηλαιώτισσα, εορτάζεται στις 23 Αυγούστου, αλλά η μονή τιμάται τον Δεκαπενταύγουστο.
Η επανίδρυση ουσιαστικά ενός παλαιού ιερού τόπου, καθαγιασμένου από την χριστιανική λειτουργία, είναι μέσα στα πράγματα, η δε βοσκοπούλα Ευφροσύνη, σύνηθες όνομα μοναχής, θα μπορούσε να ήταν μια χωριατοπούλα που συντηρούσε τη λατρεία του τόπου, π.χ. άναβε το καντήλι μιας εικόνας που υπήρχε εκεί, ένα πρόχειρο προσευχάδιο, ό,τι είχε απομείνει μετά από αιώνες ερημιάς. Ωστόσο δεν είναι η παρουσία της το μείζον.
Πιο ουσιαστικό είναι το γιατί από ολόκληρη Πελοπόννησο οι άγιοι Συμεών και Θεόδωρος βρέθηκαν εδώ. Μία εξήγηση υπάρχει. Μέσω των Νέων Πατρών (Υπάτης) έρχονταν στην Πάτρα, τη μεγαλύτερη πόλη, έδρα Μητροπόλεως αλλά πρωτίστως αποστολική έδρα, αφού εδώ βρισκόταν ο τάφος του Αποστόλου Ανδρέα, του Πρωτόκλητου. Τον 9ο αι., όταν με την προβολή του Πρωτείου της Ρώμης μέσω της αποστολικής διαδοχής του Πέτρου η εκκλησιαστική έριδα είχε κορυφωθεί, η Νέα Ρώμη απάντησε με την προβολή του αποστόλου Ανδρέα, του πρώτου κληθέντος αποστόλου από τον Ιησού Χριστό.
Το Μαρτύριο του αποστόλου Ανδρέα βρίσκεται στην παράλιο ζώνη των Πατρών, στον δρόμο προς την Ολυμπία, όπου οικοδομήθηκε μετά την Επανάσταση νέος ναός, δίπλα από τον σύγχρονο περικαλλή ναό. Τα Μαρτύρια οργανώνονταν συνήθως μετά τη λήξη των διωγμών τον 4ο αι., όταν κτίζονταν ναοί. Η Πάτρα, περιφανής πόλη της Αχαΐας, το λιμάνι που συνδέει την Νότια Ελλάδα με την Ιταλία και τη Δύση, κατείχε τον τάφο του Πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέα. Εδώ ήταν η πραγματική Αποστολική έδρα της Ελλάδας, σύνδεσμος με την Ελληνόφωνη Ιταλία. Από εδώ θα γινόταν η εκκλησιαστική ανανέωση που ευαγγελίζονταν οι άγιοι Συμεών και Θεόδωρος.