Η Υπεραγία Θεοτόκος στο Ναό του Θεού
Στην εφημ. «Κιβωτός της Ορθσδοξίας
Του Δρος Θεολογίας
Αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη
Το πρόσωπο της Παναγίας είναι αγαπητό σε όλους τους χριστιανούς. Η Ορθόδοξη Θεολογία έχει, μέσω της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, εκφράσει την θέση της για την μοναδική αξία της Παναγίας. Οι Άγιοι Πατέρες είπαν και την ομολόγησαν «θεοτόκο», γιατί γέννησε όχι απλώς τον άνθρωπο Ιησού, αλλά τον θεάνθρωπο Κύριο. Αυτό είναι το μέγιστο στους αιώνες έργο της Παναγίας και γι’ αυτό τον λόγο την βλέπουμε πάντοτε να εικονίζεται με τον Χριστό και να την τιμούμε τόσο πολύ. Για το έργο της Ενανθρωπήσεως η Παναγία προετοιμαζόταν πριν γεννηθεί, ήταν προορισμένη γι’ αυτό, ήταν σκεύος εκλογής.
Όταν γεννήθηκε, με τον θαυμαστό τρόπο που γνωρίζουμε, όλη η ύπαρξή της, η ψυχή και το σώμα της, ανέμεναν το γεγονός της Σαρκώσεως. Ήδη τριών ετών αφιερώνεται από τους γονείς της στον ναό του Θεού και ανέμενε εκεί την εκπλήρωση του θεϊκού σχεδίου, το καλό μήνυμα. Για την διαβίωσή της μέσα στον ναό δεν υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες. Γνωρίζουμε όμως ότι η διατροφή της γινόταν από άγγελο Κυρίου και αυτή η θεία τροφή έτρεφε και συντηρούσε και την ψυχή και το σώμα της. Είχε θα λέγαμε έναν ησυχαστικό βίο, ένα βίο αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στον Θεό. «Κοινωνούσε» τον Θεό και επικοινωνούσε με Αυτόν, όπως και με όλες τις επουράνιες δυνάμεις, τον ουράνιο κόσμο. Η καθημερινή της εντρύφηση αφορούσε στην προσευχή, στην μελέτη των Γραφών και στην λατρεία του Θεού.
Ήταν καθορισμένες οι ημέρες και οι ώρες που τελούσαν τις ακολουθίες στον ναό. Ο χώρος των ακολουθιών ήταν ο «κυρίως ναός», ενώ η Παναγία ζούσε στα Άγια των Αγίων, στο «ιερό βήμα» των Ορθόδοξων ναών μας. Τα Άγια των Αγίων ήταν χώρος που απαγορευόταν να εισέρχονται ακόμα και οι ιερείς. Μόνο ο αρχιερέας επιτρεπόταν να μπαίνει μια φορά τον χρόνο. Έτσι, η Παναγία, από την θέση της, θα έβλεπε, θα άκουγε και θα μετείχε σε όλα αυτά που γίνονταν εντός του ναού. Έβλεπε την προσφορά του θυμιάματος, άκουγε τα αιτήματα των πιστών, όπως επίσης ήταν παρούσα στην ανάγνωση και την ερμηνεία των Ιερών Γραφών, της Παλαιάς Διαθήκης δηλαδή. Ο
Νόμος, η Πεντάτευχος, οι Ψαλμοί του Δαβίδ, τα κείμενα των προφητών αποτελούσαν για εκείνη προσφιλή αναγνώσματα, όπως γνωστά ήταν και τα κηρύγματα των νομοδιδασκάλων. Σίγουρα ήταν γνωστά σε εκείνη τα προφητικά κείμενα που μιλούσαν για την έλευση του Μεσσία και θα σκιρτούσε η καρδιά της για το πότε θα γινόταν αυτή η έλευση. Όλα αυτά τα αφουγκραζόταν και ετοιμαζόταν. Μπορούμε να πούμε ότι η Θεοτόκος στον ναό ζούσε μια συνεχή θεοπτία και γινόταν ταυτόχρονα ο αγιασμός της, αλλά και η ίδια αγίαζε τον χώρο.
Στις μεγάλες εορτές των Ιουδαίων, όπως το Πάσχα, ο κόσμος που συνέρρεε στον ναό ήταν αμέτρητος. Ερχόντουσαν από πολλές περιοχές, ακόμα και από τις πιο μακρινές, και ο ναός πλημμύριζε από το πλήθος αυτό των πιστών. Τις ευχαριστίες, τις δοξολογίες, τα αιτήματα και τις ικεσίες θα άκουγε η Παναγία και σίγουρα θα προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους. Η ζωή της στον ναό είχε μια συνεχόμενη χαρά και κάθε μέρα η χαρά αυτή μεγάλωνε και γέμιζε την καρδιά της. Ένας έρωτας για τον Θεό πλημμύριζε την ύπαρξή της και κατά μια έννοια «ιερουργούσε», όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγοντας: «ιερουργούσα εν απορρήτω τον άπαντα χρόνον». Ήταν λοιπόν η παρουσία και το έργο της Θεοτόκου ένα είδος ιερουργίας του ίδιου του μυστηρίου της όντως ζωής.