Κανένα άλλο από τα θρησκευτικά καθιδρύματα του Προμυρίου δεν βρήκε τέτοια απήχηση στη λαογραφική και ιστορική ζωή του χωριού όσο το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα. Κτήτορας του μοναστηριού ήταν ο «Χατζή Ιωάννης», ο οποίος με τη γυναίκα του Μονοβασιά και ο Ευστάθειος Σταμάτης με τη γυναίκα του τη Μυγδαλιά και τον ψυχογιό τους παπά – Νικόλα, αφιερώθηκαν στο μοναστήρι με όλα τους τα υπάρχοντα, για να ζήσουν και να πεθάνουν μέσα σε αυτό. Οι πέντε αυτοί ευσεβείς προμυριώτες αφήνουν στο τέλος και την κατάρα τους σε όποιον τολμήσει «να ζημιώσει και να φθείρει το μοναστήρι είτε μικρός είτε μεγάλος…».
Το μοναστήρι πυρπολήθηκε από τους Τούρκους που καταστρέψανε συθέμελα τούτο το χωριό, εξαιτίας της δράσης του προμυριώτη οπλαρχηγού Γιώργη Ζορμπά. Ήταν τότε εποχή που είχε φουντώσει, στεριά και θάλασσα, η δράση του Ζορμπά, και οι μουσουλμάνοι πήραν μέτρα σκληρά. Αφού δεν μπόρεσαν να τον αφανίσουν, ξέσπασαν στη φτωχή πατρίδα του. Η πυρπόληση όμως του μοναστηριού δίνει περιθώρια υποψίας, ότι κάποιον εποικοδομητικό ρόλο θα έπαιζε και τούτο στην επανάσταση. Άμα δεν υπήρχε τέτοιο προηγούμενο, γιατί να το παραδώσουν στην φωτιά, μια και κανένα άλλο μοναστήρι του Πηλίου δεν είδε τέτοια τύχη τον καιρό του Αγώνα;
Δυστυχώς, μαζί με το χτίσμα αφανίστηκαν, πέρα από τον εξοπλισμό του, όλα τα βιβλία και χειρόγραφα, που οπωσδήποτε θα διέθετε. Εδώ, βρίσκεται η εξήγηση της ανυπαρξίας βιβλίων, χειρογράφων και άλλων κειμηλίων του χτίσματος. Μοναδικό πάντως, υλικό στοιχείο του παλιού είναι ένα τμήμα τείχους στην ανατολική πλευρά του περιβόλου.
Το Φλεβάρη του 1834, το μοναστήρι ήταν και πάλι έτοιμο με την συνδρομή των κατοίκων. Είναι αυτό που σώζεται έως σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση: Στη μέση ο καθολικός ναός, γύρω ο μοναστηριακός τοίχος ψηλά, χαγιάτικα με ξύλινα λιακώτικα κάγκελα και πίσω τα κελιά, κάτω τα υπόγεια – αποθήκες και στάβλοι. Όλα στον γνωστό αρχιτεκτονικό τύπο των πηλιορείτικων μοναστηριών.
Την αναστήλωση του καθιδρύματος θα ακολουθήσει ο πλουτισμός του με όλα τα χρειαζούμενα, μαζί και η επάνδρωσή του.
Τελευταίος σημαντικός σταθμός του «Αγίου Σπυρίδωνα» ήταν οι χρόνοι του 1880 – 1890. Μια εποχή που σφραγίζεται από την προσωπικότητα του παπά – Γιάννη Οικονόμου ή Οικονομίδη-Κατρώνη. Ο τελευταίος, περνώντας τον περισσότερο χρόνο στο μοναστήρι, μάζευε τα αγόρια του κοντινού οικισμού «Βουδίν» και των άλλων γειτονικών καλυβιών, τα βράδια, και τα μάθαινε γράμματα με επιμονή και σκληρότητα πολλή.
Στη δεκαετία του 1980, επαναλειτουργεί με την εγκατάσταση μοναχών, για να μετατραπεί σε γυναικείο, το άλλοτε αντρικό μοναστήρι και να αρχίσει η προσπάθεια των ανακαινίσεων.