Η ανδρική ιερά μονή της Οδηγήτριας βρίσκεται στο δυτικό άκρο των Αστερούσιων Ορέων, σε υψόμετρο 250μ, κοντά στο Αγιοφάραγγο και το Μάρτσαλο. Η περιοχή υπήρξε η σημαντικότερη κοιτίδα του ασκητισμού στην Κρήτη και για το λόγo αυτό παρομοιάζεται ως το «Άγιο Όρος» της Κρήτης.
Η πρόσβαση στη μονή γίνεται από το χωριό Σίβας και υπάγεται στο δημοτικό διαμέρισμα των Πηγαϊδακίων.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα και ανήκε στην οικογένεια των Καλλέργηδων. Θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια, αφού αναφέρεται σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα (Ηράκλειο), το 1393.
Η μονή χτίστηκε με φρουριακή αρχιτεκτονική και μέρος των τειχών σώζονται μέχρι και σήμερα. Στο κέντρο των κτιρίων βρίσκεται ο δίκλιτος ναός, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Παλαιότερα υπήρχε και ο ναός του Αγίου Φανουρίου, όμως κατεδαφίστηκε.
Στο συγκρότημα υπάρχει φουρνόσπιτο, ελαιοτριβείο, πατητήρι, αποθήκες, κελάρια για την φύλαξη τυριών, πηγάδι, ξενώνας, ηγουμενείο με βιβλιοθήκη, κελιά, καθώς και τάφοι των αγίων της μονής.
Στην μονή βρίσκεται και ο Πύργος του «Ξωπατέρα». Ιστορικά, η αντιστασιακή ιστορία του μοναστηριού ξεκινά από τον 17ο αιώνα.
Ιστορία Ξωπατέρα
Ο Ξωπατέρας ή κατά κόσμον Ιωάννης Μαρκάκης ήταν καλόγερος του μοναστηριού, ο οποίος έμεινε γνωστός για τις ηρωικές του πράξεις. Ο Ιωάννης Μαρκάκης γεννήθηκε το 1788 και όταν μεγάλωσε θέλησε να παντρευτεί μια κοπέλα την οποία ο πατέρας του δεν ήθελε για νύφη του. Σαν αντίδραση στην επιμονή του πατέρα του, ο Ιωάννης πήγε στην Ιερά Μονή της Οδηγήτριας και έγινε καλόγερος, οπότε και πήρε το όνομα Ιωάσαφ. Γρήγορα ο Ιωάσαφ γνωρίστηκε με τους Κρητικούς επαναστάτες που αντιμάχονταν τους Τούρκους. Οι ηρωικές πράξεις του Ιωάσαφ αρχίζουν να γίνονται γνωστές από το 1810, εποχή κατά την οποία οι Τούρκοι τον αποκαλούν «Χαϊνή» – από την αραβική λέξη «Χαϊν» που σημαίνει επίβουλος, αχάριστος, προδότης, αποστάτης (οι Χαΐνηδες ήταν γνωστοί στο στόμα του κρητικού λαού με το όνομα «καλησπέρηδες», εξαιτίας της νυχτερινής δράσης τους). Επίσης, τον ονόμαζαν και «Ντελή» παπά δηλαδή τρελό παπά.
Η φήμη του σαν προστάτη των χριστιανών γρήγορα εξαπλώθηκε και κινητοποίησε τους Τούρκους της περιοχής αλλά και του «Μεγάλου Κάστρου» (Ηράκλειο), οι οποίοι και έκαναν αναφορά στον μητροπολίτη για να τον συνετίσει. Μετά από παραινέσεις, ο μητροπολίτης τον καθαίρεσε, δηλαδή τον έκανε «ξέπαπα ή ξώπαπα» και από εκεί έχει μείνει και το προσωνύμιο «Ξωπατέρας» (Μια άλλη εκδοχή λέει ότι ο μητροπολίτης καθαίρεσε τον Ιωάσαφ επειδή σκότωσε κάποιον Τούρκο γενίτσαρο που μίλησε προσβλητικά για την αδελφή του).
Μετά την θανάτωση του αιμοσταγή και τυραννικού γενίτσαρου «Αργολίδη» από τον Ξώπαπα, οι Τούρκοι αποφάσισαν να εξορμήσουν εναντίον της Οδηγήτριας τον Φεβρουάριο του 1828, με δύναμη 3.000 στρατιωτών (ή 800 κατά μία άλλη αναφορά). Ο Ξωπατέρας που είχε ενημερωθεί για την εκστρατεία των Τούρκων, ειδοποίησε τους άλλους Μεσσαρίτες οπλαρχηγούς να τρέξουν σε βοήθεια, κάτι που όμως δεν συνέβη, αφού λόγω των δυνατών βροχοπτώσεων των ημερών, είχε πλημμυρίσει ο Γεροπόταμος και δεν μπόρεσαν να τον περάσουν.
Στο μοναστήρι βρίσκονταν πέντε καλόγεροι και πέντε λαϊκοί ανάμεσα στους οποίους και η αδελφή του Ξωπατέρα. Μέσα από τον πύργο, που σώζεται μέχρι σήμερα στον περίβολο του μοναστηριού, ο Ξωπατέρας και οι σύντροφοί του έδωσαν σκληρή και άνιση μάχη που κράτησε τρία ολόκληρα μερόνυχτα. Την Τρίτη ημέρα όλοι οι σύντροφοι του Ξωπατέρα είχαν σκοτωθεί (εκτός από την αδερφή του, την οποία είχε κατορθώσει να φυγαδεύσει από την μονή την προηγούμενη ημέρα) και αυτός αγωνίζονταν μόνος του, παρά το γεγονός ότι ήταν τραυματισμένος στο χέρι από εχθρικό βόλι.
Το τέλος του ήταν ηρωικό, όταν οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στον πύργο και αναγκάστηκε να βγει και να τους πολεμήσει με το όπλο στο ένα χέρι και το σπαθί του στο άλλο. Αφού τον σκότωσαν, οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν και έθεσαν τέλος στο θρύλο και τη φήμη του ξακουστού «Ξωπατέρα».