Συνήθως, έχουμε συνηθίσει τα μοναστήρια να βρίσκονται σε περιοχές μακριά από τις μεγαλουπόλεις και από πυκνοκατοικημένες περιοχές, μιας και οι μοναχοί, για περισσή άσκηση και ησυχία, εγκατέλειπαν τα αστικά κέντρα. Υπάρχουν όπως περιπτώσεις, κυρίως στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, που μονές βρίσκονται μέσα στον αστικό ιστό. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και η Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Πλατυτέρας στην Κέρκυρα.
Η Ιερά Μονή Πλατυτέρας ιδρύθηκε από τον Ιερομόναχο Χρύσανθο Συρόπουλο, ο οποίος καταγόταν από τη Λευκάδα και ήρθε στην Κέρκυρα με τον αδελφό του επίσης Ιερομόναχο για να ιδρύσει μοναστήρι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η ήσυχη περιοχή μέσα σε ελαιώνες και αμπελώνες σήμερα, με την επέκταση της πόλεως, βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της Κερκύρας.
Ο πρώτος ναός θεμελιώθηκε τον Νοέμβριο του 1743, και αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Παράλληλα τοποθετήθηκε και δεύτερο προσκυνητάρι, αφιερωμένο στους Αγίους Μάρτυρες Χρύσανθο και Δαρεία. Οι εργασίες για την ανέγερση του συγκροτήματος ολοκληρώθηκαν το 1746. Τότε άρχισαν οι εργασίες για την ίδρυση του μετοχίου της μονής στο χωριό Ευρωπούλοι, που αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Στα δύο μοναστήρια αναπτύχθηκε αξιόλογη μοναστική αδελφότης. Κατά γραπτή παραγγελία του Χρυσάνθου υιοθετήθηκε και διατηρήθηκε πολύ αυστηρό μοναστικό τυπικό, απαγόρευση κρεοφαγίας και εισόδου γυναικών στη μονή. Το άβατο διατηρήθηκε για διακόσια και πλέον χρόνια. Καταργήθηκε την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν κατά τους βομβαρδισμούς οι κάτοικοι των γειτονικών περιοχών ζήτησαν προστασία εκεί, κοντά στην Παναγία.
Το 1797, όταν η μονή είχε μόλις συμπληρώσει πενήντα χρόνια διάρκειας, ο γαλλικός στρατός κατέλαβε τα Επτάνησα. Το καλοκαίρι του 1798 οι Γάλλοι επέβαλαν με διάταγμα αφοπλισμό των Κερκυραίων, φοβούμενοι την ρωσοτουρκική συμμαχία. Οι κάτοικοι του Μανδουκίου, προαστίου γειτονικού της Πλατυτέρας, αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και συγκρούστηκαν με τη γαλλική φρουρά. Το Μανδούκι βομβαρδίστηκε από γαλλικά πλοία και οι κάτοικοι κατέφυγαν στον χώρο του μοναστηριού για προστασία. Τελικά οι Γάλλοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον ηγούμενο Νικόδημο, διάδοχο του Χρυσάνθου, και όλους τους μοναχούς, σύλησαν τη μονή και την πυρπόλησαν.
Από την ολοκληρωτική καταστροφή διασώθηκε, ανέπαφη σχεδόν, η κτιτορική εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Μετά την αναχώρηση των Γάλλων άρχισαν προσπάθειες για την αναστήλωση του μοναστηριού, που ολοκληρώθηκαν το 1800. Στο καινούριο Καθολικό τοποθετήθηκε περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο, επενδεδυμένο με φύλλα χρυσού και ασημιού, με παραστάσεις αμπέλου και κλημάτων. Στον νότιο τοίχο, δίπλα στο τέμπλο, δημιουργήθηκε προσκυνητάρι, όπου τοποθετήθηκε η εικόνα της Γλυκοφιλούσας μέσα σε χρυσό κάλυμμα με διαμαντένιο στέμμα και άλλους πολύτιμους λίθους, έργο ρωσικής τέχνης, αφιερωμένο από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στον βόρειο τοίχο κοντά στο τέμπλο τοποθετήθηκε το προσκυνητάρι των Αγίων Χρυσάνθου και Δαρείας.
Ο ναός κοσμήθηκε με εικόνες γνωστών επτανησίων ζωγράφων. Το Δωδεκάορτο και οι Δώδεκα Απόστολοι του τέμπλου είναι έργο του ζακυνθινού αγιογράφου Νικολάου Κουτούζη.
Στις προσπάθειες ανοικοδόμησης συνέβαλε αποφασιστικά η οικογένεια Καποδίστρια, η οποία είχε στενές πνευματικές σχέσεις με την αδελφότητα. Την ευσέβεια του κόμη Αντωνίου Καποδίστρια και της οικογενείας του ενίσχυσε η κατά θαυματουργικό τρόπο σωτηρία το 1792 του γιού τους Ιωάννη, μετέπειτα Κυβερνήτη της Ελλάδος, ο οποίος συρόταν στο λιθόστρωτο από το αφηνιασμένο άλογό του. Ένας μοναχός της Πλατυτέρας είδε προσευχόμενος ως όραμα τη σκηνή αυτή, βγήκε από το μοναστήρι τη στιγμή που περνούσε απ’ έξω το άλογο και το σταμάτησε. Η θαυμαστή αυτή διάσωση ιστορήθηκε και σε δύο εικόνες της εποχής, που φυλάσσονται στο μοναστήρι. Μία από αυτές φέρει την αφιέρωση «ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΒΟΥΔΙΣΤΡΙΑ».
Ο Ιωάννης Καποδίστριας συνδέθηκε με τον ιερομόναχο Συμεών, τέταρτο κατά σειρά ηγούμενο, στον οποίο εξομολογείτο και τον οποίο συμβουλευόταν για κάθε πνευματικό του ζήτημα, σχέση που συνεχίσθηκε, όταν ο Ιωάννης έφυγε το 1808 στη Ρωσία. Δώρισε στο μοναστήρι, μεταξύ άλλων, και το περίτεχνο περίβλημα της κτιτορικής εικόνας της Γλυκοφιλούσας, καθώς και δύο μεγάλες εικόνες των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, έργα του Πολυτεχνείου της Μόσχας.
Ο Κυβερνήτης δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο το 1831 και τάφηκε εκεί. Ο αδελφός του Αυγουστίνος, εκπληρώνοντας την επιθυμία του να ταφεί στην Κέρκυρα, έξι μήνες μετά μετέφερε τη σορό του με πλοίο στην Κέρκυρα και την έθαψε στον εσωνάρθηκα της Πλατυτέρας. Στον ίδιο χώρο λίγα χρόνια πριν είχε ταφεί ο πατέρας του και αργότερα τάφηκε και ο ίδιος ο Αυγουστίνος.
Το 1864, επί ηγουμενίας Σεραφείμ Κοντογεώργη, άρχισαν οι εργασίες οικοδόμησης του πυργοειδούς τρουλοσκεπάστου καμπαναριού της Ι. Μονής, ύψους είκοσι οκτώ μέτρων, χαρακτηριστικού εκκλησιαστικού αρχιτεκτονικού μνημείου της Κερκύρας, που ολοκληρώθηκε το 1866.
Η Πλατυτέρα διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην πνευματική ζωή της Κερκύρας. Συγκέντρωσε στην αδελφότητά της φιλακόλουθους, ταπεινούς και χαριτωμένους πατέρες, που με τη σειρά τους άσκησαν μεγάλη επιρροή στην κερκυραική κοινωνία. Ο κόσμος αγάπησε και αγκάλιασε το μοναστήρι με αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί εκεί μεγάλος πνευματικός πλούτος.
Ιερά Λείψανα των Αγίων Χαραλάμπους, Τρύφωνος, Πολυεύκτου, Αναστασίας Ρωμαίας, Δισμυρίων Μαρτύρων, και πολλά μικρά τεμάχια λειψάνων αγίων, ιερές εικόνες μεταβυζαντινής, κυρίως, περιόδου κ..α. φυλάσσονται στη Μονή.
Δημιουργήθηκε και διασώθηκε επίσης πλούσια βιβλιοθήκη από παλαιότυπα πατερικά έργα 15ου και 16ου αι., χειρόγραφα ιερών Ακολουθιών και βυζαντινής μουσικής, ενετικές εκδόσεις 17ου και 18ου αι. πολλών θεολογικών κειμένων.
Η μονή υπέστη μεγάλη περιπέτεια κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν από τους βομβαρδισμούς έπαθε μεγάλες ζημιές στις δύο από τις τέσσερις πτέρυγές της. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήσαν περίοδος φοβερής ανέχειας για την Κέρκυρα, και οι πατέρες στάθηκαν έμπρακτα στις ανάγκες του λαού του Θεού.
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας