Ιστορικά Στοιχεία
Στην πλατεία του χωριού Σιάννα που απέχει περίπου 70χλμ. από την πόλη της Ρόδου, δεσπόζει ο ενοριακός ναός του Αγίου Παντελεήμονος. Η εκκλησία άρχισε να κατασκευάζεται το 1882 και ολοκληρώθηκε 10 χρόνια αργότερα στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδή με δεκαεξάπλευρο τρούλο και σταυροθόλιο χωρίς νευρώσεις στη δυτική κεραία. Το δομικό του υλικό εν μέρει προήλθε από τα κτηριακά κατάλοιπα της παλαιοχριστιανικής βασιλικής της Αγίας Βαρβάρας στην περιοχή του Κεραμιού και από το λατομείο στη θέση “Μαρμαρούνια” στην περιοχή της αρχαίας Κυμισάλας.
Το τέμπλο του ναού είναι ξυλόγλυπτο και επιζωγραφισμένο. Ακολουθεί την καθ’ ύψος τριμερή διαίρεση, αλλά με λιγότερο τυπική εικονογραφική διάταξη στα επιμέρους στοιχεία του. Όμοιας τεχνοτροπίας και διακοσμητικής προσέγγισης με το τέμπλο είναι ο άμβωνας και επισκοπικός θρόνος. Ο ναός αγιογραφήθηκε στην δεκαετία του 1950 από τον Ιωάννη Τερζή, μαθητή και συνεργάτη του Φώτη Κόντογλου.
Σε ξεχωριστό περίτεχνο ξύλινο επιχρυσωμένο προσκυνητάρι, στα αριστερά του τέμπλου και σε συνέχεια με αυτό, δεσπόζει η εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Μπροστά από την εικόνα βρίσκονται αναρτημένα τα τάματα των προσκυνητών ως δείγμα δημόσιας αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης για τη θετική έκβαση των υποθέσεών τους.
Εξωτερικά του ναού, συμμετρικά στη δυτική όψη και ενσωματωμένα στην τοιχοδομία του υπάρχουν δύο πενταόροφα κωδωνοστάσια με ρολόι στις δύο κύριες όψεις του τρίτου επιπέδου. Το νοτιότερο είναι ηλιακό, ενώ τα υπόλοιπα φέρουν ζωγραφισμένη την ένδειξη με ώρες ορόσημα για την ιστορία του ναού, όπως η ώρα 6:50 που παραπέμπει στην ώρα έναρξης των εργασιών θεμελίωσης το 1882.
Κειμήλια
Στον ναό φυλάσσονται μέρος των λειψάνων του Αγίου Παντελεήμονα, καθώς και η εικόνα του αγίου, η οποία χρονολογείται στα 1779. Η εικόνα φέρει χρυσεπάργυρη επένδυση, έργο του Ιωάννη Αναγνώστου από την Πισιδία της Μικράς Ασίας, από την οποία εξαιρείται μόνο το πρόσωπο του αγίου.
Η εικόνα προφανώς προέρχεται από την παλαιότερη μονόχωρη εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, χρονολογημένη μεταξύ 10ου- 11ου αι., η οποία βρίσκεται παραπλεύρως του ναού προς τα δυτικά και σήμερα χρησιμοποιείται ως μουσειακός χώρος, στον οποίο εκτίθενται ιερά άμφια, παλαιοί θρησκευτικοί κώδικες, νομίσματα και βιβλία, ορισμένα εκ των οποίων χρονολογούνται στα 1680 και 1760.
Μεταξύ των αντικειμένων που ανήκουν στον παλαιότερο ναό, συγκαταλέγονται και οι φορητές εικόνες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του 1872, του Αγίου Ανδρέα του 1878, της Μεταμόρφωσης του Χριστού του 1879 και της Υπαπαντής του Χριστού χρονολογημένης την ίδια περίοδο.
Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)
Ιερός Ναός Παναγίας Κυράς, Κεραμί, Σιάννα
Σε απόσταση περίπου 3χλμ. από το χωριό Σιάννα, εκτείνεται η εύφορη περιοχή του Κεραμιού, στο δυτικότερο άκρο του οποίου βρίσκεται ο μονόχωρος καμαροσκέπαστος ναός της Παναγίας Κυράς. Ο ναός ανεγέρθηκε στα τέλη 13ου/αρχές 14ου αι. πάνω στα κτηριακά κατάλοιπα παλαιότερης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Όπως, σαφώς προκύπτει, το κτίσμα υπέστη εκτεταμένες επισκευές, είτε λόγω στατικών προβλημάτων, είτε λόγω εξωγενούς παράγοντα, πιθανώς του μεγάλου σεισμού που έπληξε το νησί το 1366. Μεταξύ των επισκευών συγκαταλέγεται η δημιουργία νάρθηκα στα δυτικά.
Στο νάρθηκα εντοπίζεται το μεγαλύτερο μέρος του διασωθέντος τοιχογραφικού διακόσμου, ο οποίος αφορά στην ιστόρηση στιγμιότυπων από τη Δευτέρα Παρουσία, χρονολογημένη στα τέλη του 14ου αι. Στην κάτω ζώνη του κάθετου τοίχου, νοτίως του θυρώματος, απεικονίζεται ο κτίτορας του ναού σε στάση πρηνηδόν, με τον οποίο πιθανόν συνδέεται ο κατάγραφος τάφος- αρκοσόλιο που εντοπίστηκε νοτίως του μνημείου, σε απόσταση ≈4μ.
Η ακριβής περίοδος εγκατάλειψης της εκκλησίας της Παναγίας της Κυράς δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, όταν το 1853 ο άγγλος περιηγητής Charles Thomas Newton επισκέφθηκε την περιοχή, ο ναός αναφέρεται ως ήδη ερειπωμένος. Επίσης, είναι πολύ πιθανόν ο κυρίως ναός να είχε καταρρεύσει πολύ πριν το νάρθηκα, όπως υποδεικνύεται και από την κατάσταση διατήρησης των εκεί τοιχογραφιών.
Κάστρο Σιάννων, Σιάννα
Στην κορυφή του βραχώδους λόφου πάνω από το χωριό των Σιάννων και σε υψόμετρο 544μ. δεσπόζει κάστρο. Θεωρείται έργο της ιπποτικής περιόδου, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η ύπαρξη κάποιου προηγούμενου οχυρωματικού κτίσματος στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Η πρώτη μνεία των πηγών για το κάστρο ανάγεται στο 1473 και συνδέεται με την πιθανή εγκατάλειψή του.
Οι Ιππότες κατέστησαν στα Σιάννα έδρα διοικητικού κέντρου, καστελανίας και πρωταρίας, το οποίο ασκούσε έλεγχο στην περιοχή από την Κρητηνία έως την Απολλακιά, αποτελώντας δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ της νότιας Ρόδου και της ενδοχώρας προς τα χωριά Μονόλιθο, Απολλακιά, Λάερμα και Ίστριο. Τη στρατηγική σημασία της περιοχής για τον έλεγχο της διακίνησης προϊόντων και πλοίων κατά μήκος της δυτικής ακτογραμμής του νησιού, μαρτυρούν εκτός του κάστρου των Σιάννων, το κάστρο της Μονολίθου, αλλά και τέσσερις τουλάχιστον βίγλες που είχαν ανεγερθεί από τον όρμο των Παλατίων μέχρι της τον όρμο της Γλυφάδας.
Η αποδυνάμωση αυτού του δικτύου σηματοδοτήθηκε από τις επιδρομές των Μαμελούκων της Αιγύπτου το 1444, οπότε η περιοχή των Σιάννων υπέστη μεγάλες καταστροφές. Το κάστρο δεν στάθηκε ικανό να την προστατέψει, με αποτέλεσμα όταν τη δεκαετία του 1470 έγινε επανασχεδιασμός της άμυνας του νησιού εν όψει του οθωμανικού κινδύνου, το κάστρο των Σιάννων να μη ληφθεί σοβαρά υπόψη σαν αμυντική θέση. Σύμφωνα με το σχέδιο των Ιπποτών, σε περίπτωση εισβολής, ο πληθυσμός θα έπρεπε να μετακινηθεί για να αναζητήσει προστασία στο γειτονικό χωριό της Μονολίθου και στην εκεί οχυρωματική θέση.
Η ακανόνιστη σε κάτοψη οχύρωση με περίμετρο τειχών 175μ., καταλαμβάνει έκταση 2.100τ.μ. Αποτελείται από δύο επίπεδα, εκ των οποίων στο ανώτερο σώζονται κτηριακά κατάλοιπα που παραπέμπουν σε οχυρωμένη οικία ή πύργο. Πύργοι κατασκευάστηκαν και στις δύο γωνίες της βόρειας πλευράς, ο μεν ορθογώνιου σχήματος, ο δε κυκλικού. Στην ίδια όψη διατηρούνται οι επάλξεις και οι πολεμοθυρίδες καθώς και ο περίδρομος. Το τείχος στη νότια και ανατολική πλευρά διατηρείται σε χαμηλότερο ύψος. Εντός των τειχών και στα νοτιοδυτικά υπάρχει παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη.
Βίγλα Κυμισάλας
Η βίγλα βρίσκεται δυτικά του οικισμού των Σιάννων σε βραχώδη απόληξη της ακτής στη θέση “Βασιλικά”. Κατασκευάστηκε το 1476 σε τετράγωνη κάτοψη, με επάλξεις και το οικόσημο του Μεγάλου Μαγίστρου Pierre d’ Aubusson στην είσοδο. Οικοδομήθηκε στο πλαίσιο επανασχεδιασμού της άμυνας του νησιού με σκοπό την ενίσχυση κομβικών σημείων με κάστρα και πύργους ενόψει της οθωμανικής απειλής. Η βίγλα της Κυμισάλας διατηρούσε οπτική επαφή με τον πύργο του Κρητικού που βρίσκεται λίγο νοτιότερα και το κάστρο της Χάλκης στις απέναντι ακτές. Ωστόσο, φαίνεται ότι οικοδομήθηκε με πρωταρχικό σκοπό τη φύλαξη δύο μικρών όρμων που βρίσκονται σε αυτό το σημείο, καθώς είναι οι μοναδικοί κατάλληλοι στην περιοχή για τον ελλιμενισμό πλοίων.
Αρχαία Κυμισάλα, Σιάννα
Ο δήμος της αρχαίας Κυμισάλας που εκτείνεται βόρεια και ελαφρώς δυτικά των Σιάννων, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Ατταβύρου και του Ακραμίτη, βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της Καμειρίδας Χώρας και αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους και μεγαλύτερους δήμους της Καμείρου. Στην άνω των 10.000 στρεμμάτων έκταση που καταλαμβάνουν τα κατάλοιπα του δήμου των Κυμισαλέων, οδηγεί σύγχρονη δημοτική οδός που αρχίζει από την επαρχιακή οδό Έμπωνας-Σιάννων και κατηφορίζει προς τα δυτικά, ακολουθώντας στο μεγαλύτερο μέρος της την πορεία αρχαίας οδού. Η αρχαία οδός συνδέει μεταξύ τους όλες τις αρχαιολογικές θέσεις της περιοχής, οι οποίες χαρτογραφήθηκαν επί ιταλοκρατίας.
Η Κυμισάλα φαίνεται να κατοικήθηκε ήδη από τους Μυκηναϊκούς χρόνους, αν και οι σχετικές ενδείξεις είναι ασαφείς. Βέβαιη και αδιάλειπτη θεωρείται η κατοίκηση από τον 7ο αι. π.Χ έως και την Ύστερη Αρχαιότητα (5ος-6ος αι. π.Χ.). Η μεγαλύτερή της ακμή, όμως, τοποθετείται στην Αρχαϊκή/Κλασική περίοδο, αλλά κυρίως στην Ελληνιστική εποχή, μετά την ένταξή της στο ενωμένο ροδιακό κράτος.
Μέχρι στιγμής από την αρχαία Κυμισάλα έχουν εντοπιστεί και εν μέρει διερευνηθεί, η ακρόπολη με έναν ελληνιστικό ναό στην κορυφή του λόφου του Αγίου Φωκά, οχυρωματικός περίβολος με εγχάρακτη διακόσμηση στη δυτική κλιτύ του, χρονολογημένος από το β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. και εξής, λατομείο λαρτίου λίθου, η κεντρική εκτεταμένη νεκρόπολη στις δυτικές υπώρειες και περιμετρικά σχεδόν του απέναντι λόφου με χρήση από τους Αρχαϊκούς έως και τους Ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους κ.ά.
Σήμερα, οι αρχαιολογικές θέσεις του Δήμου των Κυμισαλέων αποτελούν εκτός από ένα μοναδικό αρχαιολογικό χώρο και ένα οικολογικό πάρκο, καθώς βρίσκονται στην καρδιά της περιοχής Αττάβυρος-Ακραμίτης-Αρμενιστής που έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα Νatura 2000. Η περιοχή χαρακτηρίστηκε ως Μνημείο της Φύσης, καθώς πέραν της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας, του φυσικού κάλλους και του πυκνού δάσους, συγκεντρώνει μοναδικά οικοσυστήματα κοινού κοινοτικού ενδιαφέροντος.
Πηγή: Ιστοσελίδα Ι. Μητροπόλεως Ροδου