Ιστορικά Στοιχεία
Στο κέντρο των Τριαντών (Ιαλυσού), του δεύτερου αστικού πυρήνα μετά την πόλη της Ρόδου, και αμέσως νότια της κεντρικής πλατείας του βρίσκεται ο ενοριακός Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ο ναός οικοδομήθηκε το 1756 στον αρχιτεκτονικό τύπο της μονόκλιτης σταυροθολιακής βασιλικής δωδεκανησιακού τύπου με πρόναο και γυναικωνίτη. Τα επιμέρους στοιχεία του διαμορφώθηκαν σταδιακά, όπως προκύπτει από τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά τους χαρακτηριστικά και επιβεβαιώνεται από τον κώδικα της εκκλησίας.
Ο νάρθηκας με πατάρι γυναικωνίτη οικοδομήθηκε μεταξύ 1857 και 1860, η εντυπωσιακή κύρια είσοδος στη βόρεια πλευρά το 1902/1903, ενώ το πενταόροφο πυραμιδοειδές κωδωνοστάσιο το 1939. Το μαρμάρινο δάπεδο της εκκλησίας επιστρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1940 και φιλοξενεί στο κέντρο του κυρίως ναού, επιτύμβια ψηφιδωτή πλάκα του τάφου του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Παρθενίου με χρονολογία 1805 και παράσταση δικέφαλου αετού. Η αγιογράφηση των τοίχων που αναπτύσσεται πάνω από την ορθομαρμάρωση, ξεκίνησε το 2009 και αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του 2016.
Στο ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο και εν μέρει επιζωγραφισμένο τέμπλο του ναού, το οποίο αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα οθωμανικού μπαρόκ στα Δωδεκάνησα, αναγνωρίζονται δύο κατασκευαστικές φάσεις. Η πρώτη αφορά στο μεσαίο και κατώτερο τμήμα του που χρονολογείται το 1782 και θεωρείται έργο του μαστρο-Δράκου Ταλιαδούρου από την Κω. Η δεύτερη φάση αντιστοιχεί στην ανώτερη ζώνη του, με το σταυρό και τα λυπηρά, φιλοτεχνημένο το 1810, ακολουθώντας αρκετά πιστά τη διακόσμηση του παλιότερου τμήματος.
Αυτόνομα ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια εκατέρωθεν του τέμπλου φιλοξενούν την κυπριακή εικόνα της Δεήσεως του 1514 και την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας -το παλλάδιο του ναού-, η επένδυση της οποίας είναι σύγχρονη του τέμπλου και αποτελεί έργο του Ιωάννη Αναγνώστου από την Πισιδία της Μακράς Ασίας. Στο νάρθηκα υπάρχουν ακόμη δύο προσκυνητάρια. Στο μεν φιλοξενείται η αργυρεπένδυτη εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αφιέρωμα πιστού το 1965, στο δε εκτίθεται σε προσκύνηση η θαυματουργή εικόνα του Ταξιάρχου Μιχαήλ.
Ανάλογης διακόσμησης με το τέμπλο είναι και ο ξυλόγλυπτος άμβωνας, ενώ αντίθετα ο δεσποτικός θρόνος διαφοροποιείται με διακόσμηση ένθετων ψηφίδων από ελεφαντόδοντο και μάργαρο, φιλοτεχνημένου, βάσει επιγραφής, από τον Θεοδωρή Στέργου το 1789.
Κειμήλια
Εικόνα Δέησης
Στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εκτίθεται σε προσκύνηση στα αριστερά του τέμπλου, η κυπριακή εικόνα της Δέησης, χρονολογημένη στα 1514. Η εικόνα προέρχεται από το μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναό του Αγίου Νικολάου του 15ου αι., ο οποίος εντοπίζεται μόλις 500μ. δυτικά της ενοριακής εκκλησίας. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η εικόνα βρισκόταν τοποθετημένη στο τέμπλο του ναού της Κοιμήσεως, στη θέση της εικόνας του Παντοκράτορα. Έφερε αργυρή επένδυση συντελεσμένη το 1740, η οποία άφηνε ακάλυπτα τα πρόσωπα των μορφών και τμήμα του χρυσού κάμπου.
Ο Χριστός που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, εικονίζεται ευλογών με το δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό κρατά ανοικτό κώδικα, στον οποίο αναγράφεται ασυνήθιστο χωρίο αντλημένο από Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Εκατέρωθεν, δεόμενοι η Παναγία και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο οποίος με το δείκτη του αριστερού του χεριού δεικνύει την παραγγελιοδότη της εικόνας.
Ένθεν και ένθεν του ένθρονου Χριστού απεικονίζεται γονυπετές το ζεύγος των αφιερωτών. Ανεπτυγμένα ειλητάρια με επικλήσεις των δεομένων κρατούν όλες οι μορφές, εκτός της αφιερώτριας. Τα κείμενα των επιγραφών, με την επαναλαμβανόμενη μνεία του ονόματος του κεκοιμημένου Παύλου που υπήρξε αναγνώστης και πνευματογράφος της επισκοπής της Πάφου, φανερώνουν διακαή επιθυμία για τη σωτηρία της ψυχής του. Παρότι το περιεχόμενο των τίτλων του δεν είναι σαφές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρόκειται για άτομο με οικονομική ευμάρεια και υψηλή παιδεία, όπως υποδεικνύουν τα χωρία των επιγραφών που επελέγησαν.
Η άφιξη της εικόνας στη Ρόδο δεν είναι βέβαιο σε ποια δεδομένη χρονική στιγμή συντελέστηκε ή από ποιον μεταφέρθηκε. Θεωρείται ωστόσο πιθανόν να έφτασε στο νησί πριν την κατάληψή του από τους Οθωμανούς το 1523.
Εικόνα του Επιτάφιου Θρήνου
Η εικόνα του Επιταφίου Θρήνου φυλάσσεται στον ενοριακό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, προέρχεται από το μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναό του Αγίου Νικολάου του 15ου αι., ο οποίος εντοπίζεται μόλις 500μ. δυτικά της ενοριακής εκκλησίας.
Πρόκειται για εικόνα μικρών διαστάσεων που πιστεύεται ότι είχε λειτουργική χρήση και πιθανόν σχετίζεται με την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής. Φιλοτεχνημένη από μέλος του συνεργείου που τοιχογράφησε τον ναό του Αγίου Νικολάου, η εικόνα του Επιταφίου Θρήνου, με μικρές διαφοροποιήσεις, εγγράφεται στο γενικότερο καλλιτεχνικό πλαίσιο του τέλους του 15ου και των αρχών του 16ου αι., ακολουθώντας τις αναζητήσεις και τους πειραματισμούς της εποχής.
Η παράσταση αναπτύσσεται σε χρυσό κάμπο στο μέσον του οποίου δεσπόζει ο σταυρός του μαρτυρίου και το άκαμπτο σώμα του Χριστού. Η στάση της Παναγίας που ιστορείται λιπόθυμη να καταρρέει από το αβάσταχτο πένθος, καθώς και η ασυνήθης για τα δεδομένα της βυζαντινής ζωγραφικής, ένδυση και κώμη της υποδεικνύουν δυτικές επιρροές και δάνεια, γνώριμα όμως για έναν καλλιτέχνη της εποχής που ζει και εργάζεται στο νησί της Ρόδου. Στη δεξιά πλευρά της σύνθεσης εικονίζονται τρεις από τους μαθητές του Ιησού, ενώ στην αριστερή συνωθούνται θρηνωδούσες γυναικείες μορφές, μεταξύ των οποίων διαφοροποιείται και προτάσσεται ένεκα του πορφυρού της πέπλου και της ακάλυπτης κεφαλής της, η Μαρία η Μαγδαληνή.
Η εικόνα του Επιταφίου Θρήνου των Τριαντών συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον αντιπροσωπευτικών έργων της περιόδου πριν την οθωμανική κατάκτηση του νησιού, αλλά και των αριθμητικά λιγοστών φορητών εικόνων με αυτό το θέμα. Επιπλέον, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ικανότητας του καλλιτέχνη να εναλλάσσεται μεταξύ διαφορετικών τεχνικών, υποβάθρων και μεγεθών διατηρώντας, ωστόσο, την καλλιτεχνική του προσωπικότητα.
Εικόνα Ταξιάρχου Μιχαήλ
Η θαυματουργή εικόνα του Ταξιάρχου Μιχαήλ προερχόμενη από τον παλαιό ομώνυμο κοιμητηριακό ναό, εκτίθεται σε προσκύνηση σε ξεχωριστό ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι στο νότιο τοίχο του νάρθηκα της εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στη σημερινή της θέση μεταφέρθηκε για λόγους ασφαλείας, έπειτα από το τελευταίο θαυματουργικό γεγονός που αφορά στα δάκρυα του Αρχαγγέλου χωρίς προφανή αιτία.
Από το πολύστιχο επίγραμμα που συνοδεύει τη μορφή στην κάτω αριστερή γωνία, προκύπτει ότι η εικόνα είναι φιλοτεχνημένη τον Οκτώβριο του 1890. Ο μεγαλόπρεπος Αρχάγγελος Μιχαήλ προβάλλει θριαμβευτικά ως ‘αρχιστράτηγος’ πατώντας σε πτώμα και κραδαίνοντας με το δεξί χέρι ξίφος, σύμβολο της εξουσίας που του χάρισε ο Θεός. Στο αριστερό, ως ψυχοπομπός, κρατάει μικρή σπαργανωμένη παιδική μορφή, την προσωποποίηση της ψυχής του νεκρού, εικονογραφική επιλογή που επικράτησε στην ύστερη τουρκοκρατία και έχει τις ρίζες της στη λαϊκή παράδοση που θέλει τον Ταξιάρχη ψυχοπομπό άγγελο που μεταφέρει τις ψυχές των θνητών στον ουρανό.
Στο πρόσωπο του Αρχαγγέλου μέχρι σήμερα οι πιστοί βλέπουν τον θεματοφύλακα της χριστιανικής παράδοσης, τον αποτελεσματικό προστάτη τους, τον φερέγγυο μεσολαβητή προς τον Θεό για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους και τον πρόθυμο παραστάτη και φύλακά στον δρόμο της ζωής τους. Για το λόγο αυτό τον τιμούν και τον ευλαβούνται προσφέροντάς του τάματα σε ένδειξη της πίστης και της ευγνωμοσύνης τους.
Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)
Έπαυλη Μίνωος και Μαρουλίτσας Βενετοκλή
Ερχόμενος ο επισκέπτης από την πόλη της Ρόδου προς τα Τριάντα, συναντάει αρκετές νεοκλασικές μονοκατοικίες, καθώς η περιοχή αποτέλεσε την παλιά παραθεριστική συνοικία των πλουσίων, αστών Ροδίων και συχνά και των ομογενών της διασποράς. Από τα πλέον εντυπωσιακά τέτοια οικοδομήματα είναι η έπαυλη της οικογένειας Μίνωος και Μαρουλίτσας Βενετοκλή.
Η έπαυλη οικοδομήθηκε το 1904 από τον πρωτομάστορα Χρύσανθο Θεοχάρη για να αποτελέσει την εξοχική κατοικία της οικογένειας. Παλαιότερα το οίκημα δέσποζε μέσα σε ένα αγρόκτημα αρκετών στρεμμάτων, το οποίο ωστόσο σήμερα έχει περιοριστεί σημαντικά. Το κτήριο χαρακτηρίζεται από αυστηρή συμμετρία, πειθαρχία και προσήλωση στην όψη του κλασικού και έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού έργο τέχνης που χρήζει προστασίας.
Μινωική πόλη, Τριάντα
Στην περιοχή των Τριαντών, στην εύφορη πεδιάδα της Ιαλυσού, βόρεια από το όρος Φιλέρημος, απλώνεται ένα εκτεταμένο μωσαϊκό ιστορίας και πολιτισμού. Πρόκειται για μία περιοχή με συνεχή κατοίκηση από τη Μεσομινωική περίοδο, αποτελώντας ουσιαστικά ένα παλίμψηστο πολιτισμών. Ως εκ τούτου, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα δεν είναι ορατά σε όλη τους την έκταση. Ωστόσο, αν κανείς περιδιαβεί τον οικισμό, αλλά και παράλληλα με τον κεντρικό οδικό άξονα Ρόδου-Παραδεισίου, μεταξύ των σύγχρονων οδών Δωριέα και Ιερού Λόχου, μπορεί να εντοπίσει πληθώρα τέτοιων καταλοίπων.
Η προϊστορική εγκατάσταση των Τριαντών ξεκίνησε να υφίσταται στη Μέση Εποχή του Χαλκού. Ο οικισμός σημείωσε τη μεγαλύτερη άνθησή του περί του 1600-1500 π.Χ. Η ακμή αυτή διεκόπη έπειτα από μια αλλεπάλληλη σεισμική δραστηριότητα που σηματοδότησε την εγκατάλειψη του οικισμού. Το μοντέλο εγκατάστασης στα Τριάντα καταδεικνύει ότι η μινωική πολιτιστική φυσιογνωμία του οικισμού εξελίχθηκε σε μυκηναϊκή στην Yστεροελλαδική ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 περίοδο. Η θέση, όπως υποδεικνύουν τα ανασκαφικά ευρήματα, εγκαταλείπεται συνολικά κατά την τελευταία μυκηναϊκή περίοδο και δεν ξανακατοικείται συστηματικά κατά την αρχαιότητα. Στους μετέπειτα ιστορικούς χρόνους, η κατοίκιση μετακινήθηκε δυτικά και νοτιοδυτικά της θέση της προϊστορικής εγκατάστασης.
Πηγή: Ιστοσελίδα Ι. Μητροπόλεως Ρόδου