Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Η έναρξη του νέου εκκλησιαστικού έτους την 1η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους γίνεται αφορμή δοξολογίας του Τριαδικού Θεού για την πλούσια δωρεά Του και αποτελεί μία χρονική περίοδο που θα πρέπει να εισερχόμαστε με βαθειά και ειλικρινή πίστη βιώνοντας τις εκκλησιαστικές αρετές.
Στη Βίβλο, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, η αποκάλυψη του υπερβατικού Θεού αρχίζει και τελειώνει με χρονικές αναφορές. Αρχίζει με την δημιουργία του κόσμου: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γενέσεως α΄, 1) και θα κλείσει με την ένδοξη φανέρωσή Του στα δημιουργήματά Του, όπως δηλώνει: «ναί, έρχομαι ταχύ» (Αποκαλύψεως κβ΄, 20). «Εν χρόνω» (στον χρόνο) η ιστορία του κόσμου εξελίσσεται κατά το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για να πραγματοποιηθεί ο τελικός σκοπός του Τριαδικού Θεού που εδημιούργησε τα πάντα. Για τον αγιασμό του κοσμικού χρόνου, η ίδια η Αγία Γραφή προσέδωσε ιερότητα στους ρυθμούς αυτούς θέτουσα εορτές για να θυμίζουν στον άνθρωπο την αλήθεια, ότι Κυβερνήτης του κόσμου είναι ο Θεός.
Με τις θείες επεμβάσεις του Θεού αγιάζεται ο (κοσμικός) χρόνος, καθώς εκδιπλώνεται και εξελίσσεται το προαιώνιο θείο σχέδιο του Θεού που είναι το «ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Προς Κορινθίους Α΄, ιε΄, 28), δηλαδή για να εξουσιάσει ο Θέος πάνω σε όλους και σε πάνω σε όλα. Ο αγιασμένος χρόνος και η ιερή ιστορία οδηγούν σ’ αυτό τον ευλογημένο και ιερό σκοπό.
Η αγία Εκκλησία μας, διά του αποστόλου Παύλου, προτρέπει τους πιστούς να ζουν «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Προς Εφεσίους ε΄, 16) και ο απόστολος Πέτρος, τονίζει στους πιστούς με έμφαση:
«Έχετε υποχρέωση να περνάτε την πρόσκαιρη ζωή σας πάνω στη γη με σεβασμό στον Θεό. Ξέρετε καλά τι πληρώθηκε ως αντάλλαγμα για να απελευθερωθείτε από τον μάταιο τρόπο ζωής, που κληρονομήσατε από τους προπάτορές σας» (Α΄ Πέτρου α΄, 17 κ. εξ.).
Όμως, ο χρόνος της Εκκλησίας δεν είναι αυτάρκης. Σε σχέση με την Παλαιά Διαθήκη, ο χρόνος της Εκκλησίας ανήκει ήδη στους «έσχατους καιρούς», αλλά τείνει επίσης προς μία μελλοντική πληρότητα και προσανατολίζεται προς ένα τέλος: την Ημέρα του Κυρίου. Τώρα που το Πνεύμα δόθηκε στους ανθρώπους, όλη η δημιουργία περιμένει με λαχτάρα την τελική αποκάλυψη των υιών του Θεού, την απολύτρωση του σώματός των (Προς Ρωμαίους η΄, 18-24). Τότε μόνο θα ολοκληρωθεί το έργο του Χριστού, που είναι το Α και το Ω, «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκαλύψεως α΄, 8). Την ημέρα αυτή θα καταργηθούν συγχρόνως ο «παρών αιών» και ο χρόνος της Εκκλησίας. Ο πρώτος θα βυθιστεί σε οριστική καταστροφή, όταν ο έβδομος άγγελος αδειάσει τη φιάλη του και μία φωνή ακουστεί να λέει: «γέγονε» (Αποκαλύψεως ιστ΄,17). Ο δεύτερος θα φθάσει στην ολοκληρωτική του μεταμόρφωση, όταν θα εμφανιστούν οι καινοί ουρανοί και η καινή γη (Αποκαλύψεως κα΄, 1). Εκεί δε θα υπάρχει πιά ούτε ήλιος, ούτε σελήνη, για να δείχνουν το χρόνο όπως στον παλιό κόσμο (Αποκαλύψεως κα΄, 23), αφού οι άνθρωποι θα έχουν περάσει στην αιωνιότητα του Θεού.
Ο Κύριός μας δεν κατέστησε γνωστή την ημερομηνία όπου θα συμβεί αυτή η συντέλεια των αιώνων, αυτό το τέλος του κόσμου: αποτελεί μυστικό που το γνωρίζει μόνο ο Πατέρας (Μάρκου ιγ΄, 32) και δεν ανήκει στους ανθρώπους «γνώναι χρόνους ή καιρούς, ούς ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (Πράξεων α΄, 7). Η αρχέγονη Εκκλησία, στη θέρμη της ελπίδας για την παρουσία του Κυρίου, έζησε με τη σταθερή εντύπωση της εγγύτητάς της: «ο καιρός συνεσταλμένος» (Α΄ Προς Κορινθίους ζ΄, 29), «νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν, η νυξ προέκοψεν η δε ημέρα ήγγικεν» (Προς Ρωμαίους ιγ΄,11). Η εντύπωση ήταν τόσο ζωηρή ώστε ο απόστολος Παύλος, μολονότι χρησιμοποιούσε αυτές τις εκφράσεις, αναγκάστηκε να αποτρέψει τους Θεσσαλονικείς από κάθε ακριβή υπολογισμό της αναπόφευκτης ημερομηνίας (Β΄ Προς Θεσσαλονικείς β΄,1 και εξής). Κάτω από την πίεση της πείρας, συνειδητοποιήθηκε η επέκταση των «έσχατων καιρών». Αλλά το επικείμενο της επιστροφής του Κυρίου παρέμεινε ως ουσιώδες στοιχείο στην ψυχολογία της ελπίδας: ο Υιός του ανθρώπου έρχεται «ως κλέπτης εν νυκτί» (Ματθαίους κδ΄, 43· Α΄ Θεσσαλονικείς ε΄, 2· Αποκαλύψεως γ΄, 3). Ο χρόνος της Εκκλησίας, που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, είναι ο ίδιος σημαδεμένος από τα προαγγελτικά σημεία του τέλους (Β΄ Προς Θεσσαλονικείς β΄, 3-12· Αποκαλύψεως στ΄-ιθ΄). Η Καινή Διαθήκη συμπληρώνει το προφητικό όραμα της ανθρώπινης ιστορίας, που η Παλαιά το είχε απλώς σκιαγραφήσει.