Μετά τη σταύρωση και την Ανάσταση πέρασαν αρκετές δεκαετίες πριν η διδασκαλία καταγραφεί και ο χριστιανισμός όπως είναι σήμερα γνωστός, αρχίσει να διαμορφώνεται. Το έργο της χρονολόγησης και του προσδιορισμού των συγγραφέων πολλών κειμένων είναι γεμάτο δυσκολίες. Η μόνη βεβαιότητα είναι πως οι Πράξεις και οι Επιστολές του αποστόλου Παύλου – τα βιβλία που περιλαμβάνουν τον πυρήνα της Χριστιανικής διδασκαλίας ήταν ήδη ευρέως γνωστά στον κόσμο της Βίβλου περί τα τέλη του 1ου αιώνα μετά Χριστόν.
Ο Παύλος μαρτύρησε στη Ρώμη γύρω στο 65 μετά Χριστόν, κατά το διωγμό του Νέρωνα. Επομένως, οι επιστολές που αποδίδονται σε αυτόν, μερικές γραμμένες στη φυλακή, μπορούν να χρονολογηθούν ανάμεσα στο 50 και το 65 μετά Χριστόν. Τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις γράφτηκαν αργότερα μεταξύ 65 και 100 μ.Χ., μολονότι μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου γράφτηκε και περί το 50 μ. Χ. Αν όμως ο σκοπός της συγγραφής του ήταν η ενίσχυση της πίστης των ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ κατά την περίοδο του διωγμού του Νέρωνα, πρέπει να γράφτηκε γύρω στο 65 μ. Χ.
Η διάδοση του Ευαγγελίου
Οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν πως οι Μαθητές του Ιησού πολύ περισσότεροι τώρα από τους αρχικούς 12 άρχισαν να διαδίδουν το Ευαγγέλιο. Η αρχή έγινε την Πεντηκοστή, όταν απέκτησαν το χάρισμα της γλωσσολογίας. Στην αρχή δίδασκαν μόνο στην Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια με την καθοδήγηση του Παύλου μετά τη μεταστροφή του στο δρόμο για τη Δαμασκό, προχώρησαν βορειότερα στη Μικρά Ασία, κηρύσσοντας στην Αντιόχεια της Συρίας στην Τρωάδα και την Έφεσο και έπειτα στράφηκαν προς τα Δυτικά, στην Αθήνα, την Κόρινθο και τη Ρώμη.
Η διάδοση του λόγου του Θεού στη Μικρά Ασία και την Ευρώπη σήμανε τη μετατροπή των Μαθητών σε Αποστόλους, δηλαδή αγγελιαφόρους. Ο όρος Απόστολος στην Καινή Διαθήκη αποδίδεται μόνο στους δώδεκα Μαθητές που είχε επιλέξει ο Ιησούς. Ο σκελετός του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων αποτελείται από τρία ιεραποστολικά ταξίδια του Παύλου και των συνεργατών του. Ο Παύλος, γνωστός επίσης ως Σαούλ από την Ταρσό, ήταν ένας πολύ μορφωμένος εξελληνισμένος ΙΟΥΔΑΙΟΣ από τη φυλή του Βενιαμίν. Είχε ανατραφεί ως Φαρισαίος και έφερε την αυστηρή παράδοση του νομοτυπικού ιουδαϊσμού.
Ο Παύλος γνώρισε το μήνυμα του Ιησού σύντομα μετά τη Σταύρωση. Στην αρχή αντιτάχθηκε στους ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ και έκανε αποστολή του την καταδίωξη των ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ και το πέρασμά τους από δίκη. Μετά τη μεταστροφή του, ενστερνίστηκε τη νέα πίστη με τον ίδιο ζήλο. Οι αδιάκοπες προσπάθειες του να εκχριστιανίσει το γνωστό κόσμο του έδωσαν τον τίτλο «Απόστολος των Εθνών».
Ο Παύλος δεν ήταν πάντα ήπιος άνθρωπος. Το ύφος του ήταν αιχμηρό, οξύ και διδακτικό και στα κείμενα του διατυπώνεται συχνά η εικονογραφία του πολέμου: «ντυθείτε με την πανοπλία που δίνει ο Θεός γιατί δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους, αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή με τους κυρίαρχους του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και τον ουρανό» (Προς Εφεσίους 6, 11-12).
Ο Ιωάννης, ο συγγραφέας της Αποκάλυψης, παραδοσιακά ταυτίζεται με τον Απόστολο Ιωάννη, τον «αγαπημένο μαθητή» που ήταν παρών στη Μεταμόρφωση και στα Πάθη του Ιησού. Ο Ιησούς αποκαλούσε τον Ιωάννη και τον αδερφό του Ιάκωβο Βοανηργές – που σημαίνει παιδιά βροντής – εξαιτίας της ορμητικότητάς τους. Η Αποκάλυψη γράφτηκε σε ένα νησί του Αιγαίου, την Πάτμο. Γράφτηκε πιθανότατα γύρω στο 90 μ. Χ., όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Δομιτιανός, πράγμα που σημαίνει ότι αποδίδεται στον απόστολο Ιωάννη μάλλον ευλαβικά παρά ορθά. Ο συγγραφέας της Αποκάλυψης ταυτίστηκε με τον απόστολο Ιωάννη κατά τον 2ο αιώνα και αυτή η παράδοση καθιερώθηκε τον 3ο και το 4ο αιώνα. Η διαφορά γλώσσας και ύφους της Αποκάλυψης από το Ευαγγέλιο και τις Επιστολές αποδόθηκε στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του συγγραφέα και στις δυσμενείς συνθήκες στις εξορίες στην Πάτμο. Το βιβλίο αρχίζει με μηνύματα προς τις επτά Εκκλησίες της Ασίας και μετά προαναγγέλλει το μέλλον της Εκκλησίας, ως Βασιλείας του Θεού. Η Νέα Ιερουσαλήμ λάμπει από το χρυσάφι και τα πολύτιμα κοσμήματα και επικρατεί η Βασιλεία του Θεού. Η χρήση της ελληνικής γλώσσας στην Αποκάλυψη χαρακτηρίστηκε βαρβαρική και τα οράματα που περιγράφει διαταραγμένα, αλλά η εικονογραφία του βιβλίου είναι ισχυρή, όσο και υπερρεαλιστική. Μπορεί να ερμηνευτεί ως μία αλληγορία από την Πτώση στον Κήπο της Εδέμ μέχρι τη Λύτρωση στο Σταυρό: «Τότε είδα ένα καινούργιο ουρανό και μία καινούργια γη. Ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη είχαν εξαφανιστεί» (Αποκαλύψεως 21,1).
Το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων
Οι Πράξεις των Αποστόλων γεφυρώνουν την Καινή Διαθήκη με τις Επιστολές του Παύλου. Γραμμένες από το συγγραφέα του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου (που κατά παράδοση ταυτίζεται με τον συνεργάτη του
Παύλου, Λουκά (Κολοσσαείς 4,14. Β΄ Τιμόθεον 4,11. Φιλήμονα 24). Συνεχίζουν την προηγούμενη ιστορία της δραστηριότητας του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο διάστημα πριν τις τελευταίες δεκαετίες του πρώτου αιώνα, οπότε η αποδοχή του χριστιανισμού από τα Έθνη σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν πια γεγονός. Γεωγραφικά οργανωμένο το βιβλίο χαράσσει την πορεία της διάδοσης του Ευαγγελίου βήμα-βήμα. Το μοντέλο δίνεται από τον αναστημένο Ιησού: «Θα λάβετε όμως δύναμη όταν θα έρθει το Άγιο Πνεύμα σε εσάς και θα γίνετε μάρτυρες δικοί μου, στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και στην Σαμάρια και ως τα πέρατα της γης» (Πράξεων 1,8). Τα πρώτα στάδια περιγράφουν την επιτυχία του αποστολικού κηρύγματος ανάμεσα σε ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ στην Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία. Αυτό είναι σημαντικό γιατί αν δεν γινόταν φανερό ότι ο Θεός δεν αναίρεσε τις παλαιότερες υποσχέσεις Του προς τους ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ, τότε οι εθνικοί ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ θα αμφέβαλλαν ότι θα μείνει πιστός σε αυτούς.
Το βιβλίο των Πράξεων ξεκινά στην Ιερουσαλήμ και συνεχίζει την ιστορία που άρχισε με τη ζωή, το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού.
Για τον Λουκά, ήταν αναγκαίο να υποφέρει ο Χριστός στην Αγία πόλη της Ιερουσαλήμ (Λουκά 9, 31. 13,33 24, 26). Τώρα η Ιερουσαλήμ γίνεται η πόλη της μητέρας Εκκλησίας, ο ανοικοδομημένος Ισραήλ, που θα την θαυμάζουν οι εθνικοί προσήλυτοι και όπου ο ίδιος ο Παύλος θα επιστρέφει από καιρό σε καιρό (Πράξεων 9,26. 12,25. 15,2. 18,22. 21,17). Η Ιερουσαλήμ ήταν μία λαμπρή πόλη που είχε ευεργετηθεί από τα οικοδομικά προγράμματα του Ηρώδη του Μεγάλου (37-4 π. Χ.). Ο Ηρώδης έκτισε για τον εαυτό του ένα θαυμάσιο καινούργιο παλάτι, με τρεις αμυντικούς πύργους που ονόμασε με τα ονόματα του αδερφού του Φασαήλου, του φίλου του, Ίππικου και της αγαπημένης του γυναίκας Μαριάμμης. Κατασκεύασε επίσης ένα θέατρο, ένα στάδιο και το φρούριο, την «Αντωνία» που θα γινόταν το επιτελείο της Ρωμαϊκής φρουράς. Άρχισε επίσης μία μεγάλη ανοικοδόμηση του ναού της Ιερουσαλήμ και του περιβόλου του. Έτσι, όπως άστραφτε λευκή και χρυσή στον ήλιο η Ιερουσαλήμ θα ήταν πραγματικά ένα εντυπωσιακό θέαμα για «τις φυλές του Κυρίου», όταν θα έφταναν για προσκύνημα (Ψαλμού 122,4).