Ο Ιησούς Χριστός είναι ο επουράνιος Νυμφίος της Εκκλησίας και οι πιστοί είναι οι υιοί του νυμφώνος (Ματθαίου θ ́ 15).
Επί του Σταυρού ο Χριστός εξαγόρασε την πανάσπιλο νύμφη Του, που είναι η Εκκλησία, δηλαδή, τις ψυχές των πιστών κατά το «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκτής κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγραπται γάρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου» (Προς Γαλάτες γ ́ 13 ). Γι’ αυτό, οι πιστοί αιωνίως θα δοξολογούν τον εξαγοράσαντα αυτούς Λυτρωτή και Σωτήρα τους (Αποκαλύψεως ε΄, 9).
Ο απόστολος Παύλος τονίζει με σαφήνεια: «Τιμής ηγοράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων» (Προς Κορινθίους Α΄ ζ΄, 23). Ο απόστολος Πέτρος επισημαίνει ότι οι αιρετικοί αρνούνται τον εξαγοράσαντα αυτούς ∆εσπότη (Β ́ Πέτρου β ́ 1). Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, απέπλυνε την Εκκλησία, δηλαδή, τις ψυχές των πιστών (Πρός Εφεσίους ε΄ 25-26), από το αίσχος της αμαρτίας καί την ελάμπρυνε με την δόξα της αναστάσεως, της νίκης δηλαδή, κατά του θανάτου, με την συμμετοχή της στην αιώνια ζωή καί με όλα τα άλλα αιώνια και άφθαρτα αγαθά που οι άνθρωποι εστερούντο και ήσαν αποξενωμένοι απ’ αυτά. Αλλά προ του σωτηρίου Πάθους Του, ο Ιησούς Χριστός ελάμπρυνε την πνευματική νύμφη Του, δηλαδή, την Εκκλησία, όταν στην μήτρα της Παρθένου Μαρίας προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Η σωτηρία αποτελεί τον έσχατο λόγο και σκοπό της υπάρξεώς μας και επιτυγχάνεται εν Χριστώ, διά της ενώσεώς μας, δηλαδή, με τον Ιησού Χριστό. Αλλά ο Νυμφίος έρχεται απροειδοποίητα καί θα παραλάβει μαζί Του τις άξιες ψυχές στη χαρά της αιώνιας ζωής. Γι’ αυτό, οι ψυχές δεν πρέπει να παραδοθούν στην ολέθρια νάρκη του πνευματικού ύπνου, αλλά να γρηγορούν προσμένοντας την έλευση του Κυρίου, ευτρεπισμένες καί προετοιμασμένες θεοπρεπώς. Ανάξιες είναι οι ψυχές που αδιαφορούν, ρεμβάζουσες στον αμαρτωλό καί μάταιο και πρόσκαιρο καί άστατο κόσμο, που έχει ρυπαρό ένδυμα, που αποστάζει τον βόρβορο της αμαρτίας, πού αναδίδει το αίσχος της πνευματικής αποστασίας. Ανάξιες είναι οι ψυχές που δεν εκτιμούν την αγνότητά τους, που εκπορνεύθηκαν στα σκοτεινά καταγώγια του θανάτου, που καταφρονούν τον Νυμφίο τους, που απεμπολούν την χάρη, που παραδόθηκαν στον ύπνο της αδιαφορίας καί της πνευματικής χαυνώσεως και ραστώνης. Ο Κύριος συνέστησε στους μαθητές Του: «Γρηγορείτε ούν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθαίου κε ́ 13).
Η μυστική συνανάβαση και κάθαρση της ψυχής
Ο Κύριος ανήγγειλε στους μαθητές Του την πορεία προς την Ιερουσαλήμ και το εκούσιο Πάθος Του: «Ιδού, αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα,…» ( Ματθαίου κ’ 18-19).
Γνωρίζει το Πάθος Του και σπεύδει εκουσίως σ’ αυτό για να εξαγοράσει τον κόσμο από την δουλεία της αμαρτίας. Τίποτε απρόοπτο, τίποτε αναγκαστικό συνέβη σ’ Αυτόν. Ο σταυρικός θάνατος ήταν το ποτήριο της κενώσεως του Υιού του Θεού, που ήπιε από την αγάπη Του για τους ανθρώπους κατά τους λόγους Του στην υπερφυά προσευχή Του, όπως διασώθηκαν στο ιερό ευαγγέλιο (Ματθαίου κστ ́ 39). Αυτό το ποτήριον το ήπιε από αγάπη. Στην αγάπη του Θεού για τον κόσμο αναφέρεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιωάννου γ ́ 16). Ο ίδιος ο Κύριός μας προβάλλεται ως πρότυπο αγάπης, επειδή θυσιάσθηκε για τους ανθρώπους (Ιωάννου ι ́ 17). Και ο απόστολος Παύλος αναφέρεται στην αγάπη του Θεού για μας τους αμαρτωλούς (βλ. Προς Ρωμαίους ε ́ 8). Οι ψυχές των πιστών, φλεγόμενες από την αγάπη του Υιού του Θεού, θεωρούν ότι συνέχονται, καταλαμβάνονται από το Πάθος του Σωτήρος τους. Αυτή την θεία αγάπη υμνεί ο απόστολος Παύλος: «Τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;…» (Προς Ρωμαίους η΄ 35-39). Οι πιστοί έχοντες την διάνοιά τους καθαρή από τις πυκνότατες συστροφές καί την εμπαθή συσκότιση της αμαρτίας, συμπορεύονται με μυστικό τρόπο με τον Κύριο και συσταυρώνονται μαζί Του, νεκρούμενοι ως προς την επικίνδυνη γοητεία του αμαρτωλού βίου, κατά τον λόγο του Κυρίου: «Ός γάρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν · ος δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού καί του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μάρκου η΄,35). Αυτή, όμως, η νέκρωση οδηγεί στην ανάσταση καί στη ζωή. Ο θεόπνευστος λόγος της αγίας Γραφής επισημαίνει με ποιο τρόπο οι πιστοί κοινωνούν στο Πάθος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
α) Όταν συμμετέχουν στα άγια Μυστήρια της Εκκλησίας μας, κατά τον τρόπο που αναλύει ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του (Προς Ρωμαίους στ΄,3-11), συνανυψώνονται μαζί Του στην άνω Ιερουσαλήμ, στην επουράνιο βασιλεία του Θεού. Η διδασκαλία αυτή περιέχεται στο θεολογικότατο απολυτίκιο της εορτής των Βαΐων: «Συνταφέντες σοι διά του Βαπτίσματος, Χριστέ ο Θεός ημών, της αθανάτου ζωής ηξιώθημεν τη Αναστάσει σου». Αυτό συνιστά την σωτηρία και την δικαίωση του ανθρώπου. Η δικαίωσις του ανθρώπου στην σωτηριολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ενέργεια της θείας Χάριτος, του Αγίου Πνεύματος. Είναι δωρεά, ελεύθερο χάρισμα της απείρου αγαθότητος και της ευσπλαγχνίας του Θεού, κατά την αποστολική διδασκαλία «χάριτί εστε σεσωσμένοι» (Πρός Εφεσίους β ́ 5). Ο άνθρωπος σε οιανδήποτε κατάσταση ηθικής σταθερότητος καί προετοιμασίας καί αν ευρίσκεται, δεν δικαιούται κατ’ αξίαν την σωτήρια αυτή δωρεά. Παρά ταύτα, η θεία Χάρις, το Άγιο Πνεύμα παραμένει ανενεργός εντός του ανθρώπου, εάν δεν συμπράξει ελεύθερα μαζί Του στην αξιοποίηση της σωτήριας δωρεάς. Η θεία Βασιλεία είναι μεν χορηγία της απείρου χάριτος του Θεού, είναι όμως, συγχρόνως, καί απόκτημα των αξίων (βλ. Ματθαίου κ΄ 23). Σύμφωνα με αυτά, οι πιστοί οφείλουν να εργασθούν συντονισμένα για να κατασταθούν άξιοι της θείας δωρεάς. Επομένως, η κάθαρσις της ψυχής είναι όρος απαραίτητος της θεοποιητικής αναβάσεως. Μόνο όσοι έχουν καθαρή καρδιά θα εισέλθουν στην βασιλεία του Θεού, θα δουν το απαστράπτον πρόσωπο του Πατρός κατά τον αποστολικό λόγο (βλ. Α ́ Κορινθίους ιγ ́ 12) καί θα λάμψουν καί από τον ήλιο λαμπρότερα καί εντονώτερα. Οι εμπαθείς καί άναγνοι, οι ρυπαροί, οι ακάθαρτοι, οι έχοντες σπιλωμένο νου καί πονηρή καρδιά χωρίς μετάνοια, θα παραμείνουν εκτός της κατοικίας των αγίων, όπως με σαφήνεια διδάσκει ο Κύριός μας: «Καί ερεί · λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ· απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργάται της αδικίας» (Λουκά ιγ ́ 27). Στερημένοι το μακάριο φως της δόξας του Θεού, θα αποτελέσουν κοινωνία της ατελεύτητης πνευματικής αθλιότητος (βλ. Ματθαίου κε ́ 41) .
β) Όταν πάσχουμε, υποφέρουμε για τον Χριστό, για την πίστη, για την Εκκλησία. Ο Ίδιος είπε: «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξουσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθαίου ε ́ 11).
γ) Όταν υπομένουμε θλίψεις ως δοκιμασία της πίστεώς μας, για να αποδείξουμε την πίστη μας, κατά τον άγιο απόστολο Ιάκωβο τον αδελφόθεο (βλ. Ιακώβου α ́ 2-3).
δ) Όταν αγωνιζόμαστε για την απόκτηση της αρετής, την εφαρμογή των εντολών του Θεού, την υπακοή στο θέλημα του Θεού, κατά τον αποστολικό λόγο: «Συ δε νήφε εν πάσιν κακοπάθησον» (Πρός Τιμόθεον Β΄, γ΄, 5).
Με όσα προεκτέθηκαν, αντιλαμβανόμαστε, ότι όλη η πνευματικότητα της Μεγάλης Εβδομάδος, που σε λίγες ημέρες θα βιώσουμε, ένα σκοπό υπηρετεί, να ντύσει την ψυχή με λαμπρή στολή, για να εισέλθει στη χαρά της αιωνίου πανηγύρεως του αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστού.