Ο Ιησούς Χριστός είναι το Άλφα και το Ωμέγα της Αγίας Γραφής. Αυτός είναι διαρκώς το θέμα των ιερών σελίδων, που απ’ την αρχή ως το τέλος μαρτυρούν γι’ Αυτόν. Στην δημιουργία του κόσμου Τον διακρίνουμε σαν ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Έπειτα, παίρνουμε μια ιδέα γι’ Αυτόν στην υπόσχεση του Θεού προς τους Πρωτοπλάστους περί του σπέρματος της γυναίκας. Τον βλέπουμε να εικονίζεται στην Κιβωτό του Νώε. Περπατάμε με τον Αβραάμ, καθώς βλέπει την ημέρα του Μεσσία. Κατοικούμε στις σκηνές του Ισαάκ και του Ιακώβ. Τρεφόμαστε από την επαγγελία της Χάρης. Ακούμε τον σεβάσμιο Ιακώβ να ομιλεί για τον Σηλώ (Γενέσεως μθ΄, 16). Στους πολυάριθμους τύπους του Νόμου βλέπουμε να προεικονίζεται ο Λυτρωτής πολλές φορές. Προφήτες και Βασιλείς, Ιερείς και Κήρυκες όλοι βλέπουν προς μία κατεύθυνση, στέκονται όλοι όπως τα Χερουβείμ πάνω από την Κιβωτό της Διαθήκης.
Κι’ επιθυμούν να δουν μέσα για να καταλάβουν το μυστήριο του μεγάλου εξιλασμού του Θεού. Ακόμη πιο φανερά στην Καινή Διαθήκη βλέπουμε τον Κύριό μας να αποτελεί το μοναδικό θέμα. Όχι σαν κομμάτια εδώ κι εκεί, ή χρυσόσκονη χυμένη σε λεπτό στρώμα, αλλ’ εδώ στεκόμαστε σ’ ένα στερεό έδαφος από χρυσάφι, γιατί ολόκληρη η θυσία της Καινής Διαθήκης είναι ο Ιησούς Χριστός που σταυρώθηκε και αναστήθηκε κατά τον αποστολικό λόγο: «Αυτός παρεδόθη διά τα παραπτώματα ημών και ηγέρθη διά την δικαίωσιν ημών» (Προς Ρωμαίους δ΄, 25). Ακόμη και η τελευταία φράση της Καινής Διαθήκης είναι το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού (Αποκαλύψεως κβ΄, 20-21). Μ’ αυτό το φως πρέπει πάντα να διαβάζουμε τις Γραφές, να τις θεωρούμε σαν τον καθρέφτη στον οποίο κοιτάζει ο Ιησούς Χριστός από τον ουρανό. Τότε εμείς κοιτάζοντας σ’ αυτόν τον καθρέφτη θα βλέπουμε την αντανάκλαση του προσώπου Του αινιγματωδώς «εν εσόπτρω». Με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι μια ευλογημένη προετοιμασία για να Τον δούμε, όπως και θα Τον δούμε πρόσωπο προς πρόσωπο (Προς Κορινθίους Α΄, ιγ΄ 12).
Ιησούς Χριστός το αίτιο και το αντικείμενο της αποκαλύψεως.
Η αποκάλυψη που άρχισε στην Παλαιά Διαθήκη ολοκληρώνεται στην Καινή Διαθήκη. Αντί όμως να μεταδίδεται από πολλούς μεσάζοντες, ενεργείται τώρα από το πρόσωπο του Ιησού Χριστού που είναι συγχρόνως το αίτιο και το αντικείμενό της. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια.
Στο πρώτο, η αποκάλυψη παραδίδεται από τον Ίδιο τον Ιησού στους Αποστόλους Του. Ο απόστολος Πέτρος ήταν κάτοχος αυτής κατά την ομολογία του (Ματθαίου ιστ΄, 13-20). Στην Μεταμόρφωση ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός φανερώνει τον εαυτό Του (Ματθαίου ιζ΄, 1-13). Μετά την Ανάστασή Του, ο Ιησούς Χριστός εφανέρωσε εαυτόν ζώντα μετά το Πάθος εγερθείς εκ νεκρών. (Ιωάννου κα΄, 1-14, Πράξεων α΄, 3, Προς Κορινθίους Α΄, ιε΄, 3-8).
Στο δεύτερο κοινοποιείται στους ανθρώπους από τους Αποστόλους και στην συνέχεια από την Εκκλησία με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. (Α΄ Ιωάννου α΄, 1, Β΄ Πέτρου β΄, 16-21).
Στο τρίτο θα βρει την τελείωσή της, όταν η άμεση θέα του μυστηρίου του Θεού θα αντικαταστήσει την γνώση της πίστεως. (Α΄ Ιωάννου γ΄, 1-3, Προς Κορινθίους Α΄, ιγ΄ 8).
Η Καινή Διαθήκη για να χαρακτηρίσει αυτά τα διαδοχικά στάδια χρησιμοποιεί μία ποικιλία όρων: αποκαλύπτω, φανερώνω, γνωρίζω, φωτίζω, εξηγούμαι, δεικνύω ή πολύ απλά λέγω.
Οι Απόστολοι κηρύττουν και διδάσκουν αυτή την αποκάλυψη, που αποτελεί τώρα τον Λόγο, το Ευαγγέλιο, το μυστικό της πίστεως. Ενώ στην Παλαιά Διαθήκη η αποκάλυψη του Θεού ήταν επαγγελία του Θεού, ο ερχόμενος του Ιησού αίρει το κάλυμμα και διαλύει τα διφορούμενα.
Η αποκάλυψη του Ιησού Χριστού πραγματοποιείται: Με τα γεγονότα της ιστορικής Του πορείας που επισφραγίζεται με τον θάνατο και την Ανάστασή Του. Με τον λόγο Του. Η αποκάλυψη με τα γεγονότα θα παρέμενε ακατανόητη αν ο Ιησούς δεν εξηγούσε με τα λόγια Του το νόημα των πράξεών Του και της ζωής Του. Με το θεανδρικό πρόσωπό Του. Πέρα όμως από τα λόγια του Ιησού και πέρα από τα γεγονότα της ζωής Του, οι άνθρωποι φθάνουν ως το μυστηριώδες κέντρο του Είναι Του. Εκεί βρίσκουν τελικά την θεϊκή αποκάλυψη.
Η Εκκλησία μας κηρύττει πανηγυρικά και μεταδίδει αυτή την γνώση της αποκαλύψεως του Θεού στον κόσμο στο πρόσωπο του Ιησού για να τους οδηγήσει στην πίστη που θα τους εξασφαλίσει την σωτηρία. Η αποκάλυψη του Ιησού Χριστού που είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες» φωτίζει όλη την ιστορία του κόσμου από την αρχή ως το τέλος.
Όσα έγραψαν οι ευαγγελιστές δεν αποτελούν πλήρη βιογραφία του Κυρίου Ιησού Χριστού, αλλά εγράφησαν για ένα σκοπό, όπως αναφέρεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη. «Πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού, α ουκ εστι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω. Ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστίν ο Χριστός ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού» (Ιωάννου κ΄, 30- 31).
Ο σκοπός, επομένως, είναι η πίστη και διά της πίστεως η σωτηρία του ανθρώπου που πιστεύει. Ο καθένας Ευαγγελιστής έγραψε την δική του εμπειρία, ο καθένας φώτισε μια συγκεκριμένη πτυχή του προσώπου και της ζωής του Θεανθρώπου. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός βοήθησε τους Μαθητές Του να κατανοήσουν το μυστήριο του προσώπου Του, της ζωής Του της διδασκαλίας Του λέγοντας «υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού» (Λουκά η΄, 11-15). Στην συνέχεια ανέθεσε στους Αγίους Αποστόλους, στους Πατέρες της Εκκλησίας και τους ποιμένες των πιστών την αποστολή αυτή «και αυτός έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας τους δε ευαγγελιστάς, τους δε Ποιμένας και διδασκάλους προς τον κα-ταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας εις οικοδομήν του πνεύματος του Χριστού μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού εις άνδρα τέλειον εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Προς Εφεσίους δ΄, 11-13).