Την περίοδο της αθωότητας πριν από την πτώση του, ο άνθρωπος επικοινωνούσε χωρίς μεσίτη με τον Δημιουργό Θεό, όπως μαρτυρεί το «όταν δε κατά το δειλινό άκουσαν την φωνή του Θεού, που περπατούσε στον παράδεισο, κρύφτηκαν ο Αδάμ και η γυναίκα του από φόβο και ντροπή ανάμεσα στα δέντρα του παραδείσου, για να μην αντικρίσουν το πρόσωπο του Θεού» (Γενέσεως γ΄, 8).
Σ’ αυτό το χωρίο της Γενέσεως φαίνεται η άμεση, προσωπική και ανεμπόδιστη επικοινωνία του Θεού με τον άνθρωπο. Η άμεση κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό Δημιουργό του είναι χαρακτηριστικό της αρχέγονης καταστάσεως του ανθρώπου, της αρχέγονης δικαιοσύνης, όπως αποκαλείται αυτή θεολογικά. Με την απώλεια όμως της αθωότητός του, ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει τον Θεό ως οικείο του, κρύβεται απ’ Αυτόν και η κοινωνία μαζί Του αποφεύγεται και διακόπτεται. Έκτοτε η άμεση κοινωνία μαζί Του παραχωρείται από τον Θεό σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως του Μωυσή (πρβλ. Αριθμών ιβ΄, 6-8 και Εξόδου λγ΄, 11).
Ο Μεσίτης της Καινής Διαθήκης
Όλη η διαδικασία στην Παλαιά Διαθήκη ήταν τυπική και συμβολική. Εντολές, ιερείς, προσφορές, καθαρμοί, γίνονται «παιδαγωγοί μας, που μας προετοιμάζουν για τον Χριστό» (πρβλ. Γαλάτας γ΄, 24). Προετοιμάζουν πνεύματα και καρδιές να δεχθούν τον Ιησού Χριστό, που έγινε με την σταυρική θυσία Του· «Μεσίτης κρείττονος διαθήκης», γιατί δεν υπάρχουν οι εκατόμβες των θυμάτων, «Μεσίτης νέας διαθήκης», γιατί στηρίζεται σε προσφορά αγάπης, «Μεσίτης καινής διαθήκης», γιατί ο Χριστός είναι Ένας και Μοναδικός, που μπήκε μια για πάντα στα άγια των αγίων και μας εξασφάλισε την αιώνια σωτηρία», «για να παρουσιαστεί τώρα μπροστά στον Θεό, μεσιτεύοντας για μας.
Το μεσιτικό έργο Του αποδεκτό
Ο Θεός Πατέρας έδωσε μαρτυρία – απόδειξη της αποδοχής του μεσιτικού έργου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στον Γολγοθά έχουμε δύο στιγμιότυπα εξόχως σημαντικά και μοναδικά· Το «τετέλεσται» του Χριστού, όπου αγγέλλεται η ολοκλήρωση του έργου Του στην γη και το σχίσιμο του καταπετάσματος (του μεσότοιχου) «από άνωθεν έως κάτω» που διεχώριζε «το τε Άγιον κοσμικόν», από την αυλή του Ναού των Ιεροσολύμων. Με τον τρόπο αυτό ο Θεός Πατέρας απέδειξε συμβολικά, ότι δέχτηκε την προσφορά της ζωής του Υιού Του του Αγαπητού (Ματθαίου γ΄, 17) και η κοινωνία του ανθρώπου μαζί Του αποκαταστάθηκε, αφού αφαιρέθηκε το εμπόδιο, δηλαδή η αμαρτία, που την καθιστούσε αδύνατη. Όπως το καταπέτασμα του Ναού σχίσθηκε και άφησε ελεύθερη την επικοινωνία στους ανθρώπους από την αυλή του Ναού στα άγια, έτσι ο άνθρωπος πλέον διά νέας ζώσης οδού, διά του αίματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μπορεί και εισέρχεται στα άγια των αγίων της παρουσίας του Θεού. Αυτή η κοινωνία με τον επουράνιο Πατέρα, γίνεται αληθινή, όταν προσευχόμαστε μέσω του Ιησού Χριστού στην Εκκλησία.
Ιησους Χριστός, ο Αρχιερέας μας
Ο θεσμός της ιερωσύνης και του ιερέως ειδικότερα είναι τόσο παλαιός όσο και η ανθρώπινη αμαρτία. Το έργο του ιερέως προσδιορίζεται στην προς Εβραίους επιστολή ως εξής: «Κάθε αρχιερέας που προέρχεται από ανθρώπους, εγκαθίσταται για να υπηρετεί τον Θεό για χάρη τους και για να προσφέρει δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες τους» (Εβραίους ε΄, 1). Η ιερωσύνη καθιερώθηκε μετά την παρακοή και την πτώση του ανθρώπου. Πριν από αυτή, ο άνθρωπος επικοινωνούσε ελεύθερα και προσωπικά με τον Θεό χωρίς να χρειάζεται θυσίες υπέρ των αμαρτιών του και ειδικό πρόσωπο που θα τις προσφέρει για λογαριασμό του, αφού το «μεσότοιχον του φραγμού» (Ησαΐου α΄, 10-20), δηλαδή, το εμπόδιο της αμαρτίας, που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό, δεν υπήρχε. Η αμαρτία διαταράσσει την αρμονική σχέση Δημιουργού Θεού και δημιουργήματος ανθρώπου. Η ανθρώπινη αμαρτία προκάλεσε αναμφίβολα σοβαρότατη αναστάτωση στο ηθικό σύμπαν, της οποίας τελική συνέπεια ήταν να διαταραχθεί και να διακοπεί η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Οι άνθρωποι, αν και επιζητούσαν τον Θεό και ποθούσαν την σωτηρία τους, δεν επετύγχαναν το ποθούμενο, επειδή «οι ανομίες τους ανέτρεψαν τους νόμους αυτούς της θείας πρόνοιας και έφεραν αναστάτωση στην τάξη, που όρισε ο Θεός· και οι αμαρτίες τους στέρησαν τις ευλογίες αυτές του Θεού και τα αγαθά της γης» (Ιερεμίου ε΄, 25), όπως ακούγεται από το προφητικό στόμα η θεία ετυμηγορία του Θεού. Την τραγικότητα της αμαρτωλής ανθρωπότητας περιγράφει ο προφήτης Ησαΐας:
«Νομίζετε πως το χέρι του Κυρίου δεν έχει την δύναμη να σας σώσει, και πως το αυτί του δεν μπορεί να σας ακούσει; Λάθος! Οι αμαρτίες σας, υψώνουν τείχος ανάμεσα σ’ εσάς και στον Θεό, και για τις ανομίες σας απέστρεψε το πρόσωπό του από σας για να μη σας ελεήσει. Τα χέρια σας έχουν λερωθεί με αίμα και με την ανομία τα δάκτυλά σας· ψέματα λένε τα χείλη σας, και αδικίες η γλώσσα σας. Κανείς δεν μιλάει δίκαια, ούτε υπάρχει κρίση και απονομή δικαιοσύνης αληθινή· έχουν στηριγμένη την πεποίθησή τους στα είδωλα και λαλούν ψευδή και ανυπόστατα, διότι συλλαμβάνουν και κυοφορούν και γεννούν κατόπιν σκέψεως την παρανομία. Κλωσάνε αυγά οχιάς και υφαίνουν νήμα αράχνης. Όποιος πήρε να φάει από τα αυγά αυτά όταν τα συνέτριψε, βρήκε θανατηφόρο περιεχόμενο, διότι μέσα στο αυγό υπήρχε δηλητηριώδης όφις βασιλίσκος· τα νήματα που υφαίνουν δεν είναι κατάλληλα για υφάσματα, ούτε μπορεί κανείς να ντυθεί με τα υφαντά αυτά. Ούτε αυτοί που εργάζονται έργα όμοια με τον ιστό της αράχνης, θα ντυθούν από αυτά, αλλά θα παραμείνουν γυμνοί· διότι τα έργα τους είναι έργα ανομίας. Τρέχουν τα πόδια τους για το κακό, σπεύδουν όταν είναι να σκοτώσουν αθώο. Οι σκέψεις τους είναι αμαρτωλές· συντρίμμια και καταστροφή αφήνουν στο διάβα τους. Δεν ξέρουν ειρήνη τι θα πει, στα έργα τους δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Τον δρόμο της ζωής τους τον διαστρέβλωσαν και αυτοί που τον ακολουθούν δεν βρίσκουν την γαλήνη. Για τούτο είναι ο Κύριος μακριά τους, και η εκπλήρωση των υποσχέσεών του αργεί. Περίμεναν το φως, μα να, παντού σκοτάδι· περίμεναν διαύγεια και όμως βαδίζουν στα σκοτεινά. Τον τοίχο ψηλαφούν σαν τυφλοί, ωσάν αόμματοι καταμεσήμερο σκοντάφτουν όπως την νύχτα. Θα στενάζουν σαν άνθρωποι που πεθαίνουν. Όπως η άρκτος και η περιστερά στενάζουν, όταν τους παίρνουν τα μικρά τους, έτσι και αυτοί θα διέρχονται την ζωή τους. Θα λένε, περιμέναμε απόδοση δικαιοσύνης και δεν υπάρχει, η σωτηρία έχει απομακρυνθεί πολύ από μας. Είναι μπροστά σου, Κύριε, πολλή η παρανομία μας και οι αμαρτίες μας είναι εκείνες που μας εμποδίζουν να σε πλησιάσουμε. Πράγματι, οι ανομίες μας βρίσκονται μέσα μας, αναγνωρίζουμε και ομολογούμε τις αδικίες μας» (Ησαΐου νθ΄, 1-12). Όμως η αποστασία του ανθρώπου δεν κατέστη ικανή να ματαιώσει τα σχέδια του Θεού. Γι’ αυτό αμέσως μετά την πτώση, ανοίγει μια παρένθεση με την εμφάνιση του πρώτου ιερέως Μελχισεδέκ που θα κλείσει στην Αποκάλυψη, όπου όλοι οι πιστοί γίνονται ιερείς και όπου ναός, χώρος δηλαδή, που ο άνθρωπος επικοινωνεί με τον Θεό μέσω του ιερέως, επίσης δεν υπάρχει. Στην άνω Ιερουσαλήμ, στην πόλη του Θεού, αποκαθίσταται ελεύθερη και προσωπική επικοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου, αφού ακούγεται φωνή μεγάλη από τον ουρανό: «Τώρα πια, η κατοικία του Θεού είναι μαζί με τους ανθρώπους. Θα κατοικήσει μαζί τους και αυτοί θα αποτελούν τον λαό του. Ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζί τους» (Αποκαλύψεως κα΄, 3).