Καισαριανής Δανιήλ: «…ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι»
Στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Έπειτα από την ομιλία του Κυρίου Ιησού Χριστού προς τους Ιουδαίους για το πνευματικό φως (Ιωάννου ζ΄, 37-39, η΄, 12-20), ο Ιωάννης διηγείται αμέσως τη θεραπεία του γεννημένου τυφλού. Οι Μαθητές ρώτησαν τον Ιησού: «Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή;».
Αφού έγινε η θεραπεία, ακολουθούν οι αναπόφευκτες συζητήσεις, γιατί ο θεραπευμένος ήταν ζητιάνος, γνωστότατος σε όλη την πόλη και όλοι ήξεραν ότι είχε γεννηθεί τυφλός, ενώ τώρα έβλεπε. Γι’ αυτό μερικοί έλεγαν: Είναι ακριβώς αυτός! Άλλοι αντιθέτως: Μήπως είναι κάποιος που του μοιάζει! Ο θεραπευμένος, στον οποίο απευθύνονταν, απαντούσε: Αλλ᾽ όχι, είμαι ακριβώς εγώ, ο γεννημένος τυφλός! Οι άλλοι ρωτούσαν: Και πώς σού ανοίχθηκαν τα μάτια; Και κείνος με απλότητα απαντούσε: Εκείνος που λέγεται Ιησούς έκανε λίγη λάσπη, μου την έβαλε στα μάτια˙ μου είπε: «Πήγαινε, πλύσου στην Σιλωάμ», πήγα κεί πλύθηκα˙ και είδα. Μάλιστα, ότι ο τυφλός θεραπεύτηκε, ήταν κάτι το βέβαιο, αλλά κάτι το πιο βέβαιο ακόμα ήταν ότι όποιος έκανε λίγη λάσπη την ημέρα του Σαββάτου ήταν ένας αμαρτωλός, ένας ασεβής, ένας βδελυκτός, και γι’ αυτό δεν μπορούσε να ενεργή θαύματα. Με αυτή την αμηχανία θέλησαν να γνωρίσουν, για να φωτισθούν, τη γνώμη του θεραπευμένου. Ρώτησαν: Τι σκέπτεσαι συ για εκείνον που σου άνοιξε τα μάτια; Και κείνος χωρίς δισταγμό: Για μένα, είναι ένας προφήτης!
Του απήντησαν περιφρονητικά: Γεννήθηκες όλος μέσα στην αμαρτία και έρχεσαι να διδάξης εμάς! Έξω από εδώ! Μερικοί Φαρισαίοι, ρώτησαν τον Ιησού: «Μη και ημείς τυφλοί εσμέν;». Ο Ιησούς απήντησε σοφά: «Αν ήσασταν τυφλοί», δε θα ήσασταν ένοχοι, αφού όμως τώρα λέτε με βεβαιότητα «εμείς βλέπουμε», η ενοχή σας παραμένει».
Με άλλα λόγια, η τύφλωσις είναι γενική, αλλά μπορεί κανείς να θεραπευθεί απ’ αυτή μόνον αν αρχίση να αναγνωρίζει ότι είναι προσβεβλημένος, ενώ δεν θα θεραπευθεί ποτέ εκείνος που αυταπατάται, ότι βλέπει καθαρά˙ η αυταπάτη αυτή είναι πιο επικίνδυνη και από αυτήν ακόμα την τύφλωσι, γιατί είναι η επταπλή σφραγίδα της.
Ο φυσικός άνθρωπος ζώντας μακριά από τον Θεό και την αγάπη Του, είναι πνευματικά τυφλός. Τυφλός ως προς την κατάστασή του ενώπιον του Θεού. (Προς Ρωμαίους γ΄ 11). Τυφλός ως προς την προσωπικότητα του Χριστού: «Όποιος όμως μισεί τον αδελφό του, βρίσκεται στο σκοτάδι και πορεύεται μέσα στο σκοτάδι και δεν ξέρει πού πάει, γιατί το σκοτάδι έχει τυφλώσει τα μάτια του» (Α΄ Ιωάννου β΄ 11). Τυφλός ως προς την χάρη του Θεού: «Όπως το προείπε η Γραφή: Έκανε ο Θεός να ναρκωθεί το πνεύμα τους, τα μάτια τους να μη βλέπουν και τ’ αυτιά τους να μην ακούν, ως τα σήμερα». (Προς Ρωμαίους ια΄ 8). Τυφλός ως προς τα πράγματα του Θεού (Προς Κορινθίους Α΄ β΄, 14): «Όποιος όμως δεν έχει το Πνεύμα, δεν παραδέχεται τα δώρα που φανερώνει το Πνεύμα του Θεού, αφού για κείνον όλα αυτά είναι μωρία και δεν μπορεί να τα καταλάβει, γιατί αυτά τα πράγματα κατανοούνται μόνο με τη βοήθεια του Πνεύματος». Τυφλός ως προς την παρουσία του Χριστού: «Γι’ αυτό σε συμβουλεύω ν’ αγοράσεις από μένα χρυσάφι καθορισμένο στη φωτιά, για ν’ αποκτήσεις πλούτη, λευκά ρούχα για να ντυθείς και να μην ντρέπεσαι που φαίνεται η γύμνια σου, κολλύριο για ν’ αλείψεις τα μάτια σου και ν’ αποκτήσεις το φως σου» (Αποκαλύψεως γ΄ 18). Τυφλός ως προς την ανάγκη της αναγεννήσεως: «Κι ο Ιησούς του είπε: “Σε βεβαιώνω, πως αν δε γεννηθεί κανείς ξανά, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού» (Ιωάννου γ΄ 3-7). Τυφλός ως προς το κακό που τον περιβάλλει: «Ζούσαμε τότε σύμφωνα με τις απαιτήσεις αυτού εδώ του κόσμου, υπακούοντας στον άρχοντα των πονηρών δυνάμεων που βρίσκονται ανάμεσα σ’ ουρανό και γη… ήμασταν δούλοι στις επιθυμίες μας και κάναμε ό,τι ήθελε το αμαρτωλό εγώ μας. Κι η αμαρτωλή μας φύση μας οδηγούσε, όπως και τους υπόλοιπους ανθρώπους, σε πράξεις που προκαλούσαν την οργή του Θεού» (Προς Εφεσίους β΄ 2,3).
Οι άγιοι της Εκκλησίας μας είναι ελευθερωμένοι γιατί βίωσαν και ζουν στο φως του Χριστού και της Χάρης του: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί δε θα πλανιέται μέσα στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως που φέρνει στη ζωή» (Ιωάννου η΄ 12).