«Θα ακολουθήσουμε λοιπόν τον δρόμο των παλληκαριών, τον δρόμο που χάριξε πριν 112 χρόνια ο Παύλος Μελάς, ή θα σαπίσουμε εδώ που είμαστε;», υπογράμμισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανής Δανιήλ
Αναλυτικά:
Παύλος Μελάς
Ο Πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνος
Επιμνημόσυνη ομιλία
του Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού
Δ α ν ι η λ
στην επέτειο των 112 ετών του θανάτου του Παύλου Μελά
(13.10.1904)
Εκφωνήθηκε
στον Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κεφαλαρίου
της Ιεράς Μητροπόλεως Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού
(Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016)
Στην ιστορία των Ελλήνων και στην μνήμη των ανθρώπων ξεχωριστή θέση κατέχει ο Πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα ο Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς, ο θρυλικός καπετάν Μίκης Ζέζας.
Μορφή τυλιγμένη με το φωτοστέφανο του Μάρτυρα, ιδανική, αγνή, ικανή να εμπνεύσει το παράδειγμα, να δονήσει τις ψυχές να τις φλογίσει, να τις ωθήσει στων αξιών και του καθήκοντος τις πανύψηλες κορφές και τελικώς να τις οδηγήσει στην θυσία.
Παύλος Μελάς ένας ήρωας με βαρύ για την Ελλάδα όνομα. Το ίνδαλμα της νεότερης ιστορίας. Με το αίμα του που πότισε τη γη της Μακεδονίας στερέωσε τον Μακεδονικό Αγώνα.
Ένας νέος άνθρωπος με πολλές ικανότητες και προσόντα που έχασε την ζωή του χωρίς να έχει εξακριβωθεί μέχρι σήμερα πως ακριβώς σκοτώθηκε. Η τραγική θυσία του όμως απετέλεσε εφαλτήριο αγώνων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή της στον Εθνικό κορμό.
Τα πρώτα χρόνια Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία στις 21 Μαρτίου του έτους 1870. Ο πατέρας του Μιχάλης Γεωργίου Μελάς Ηπειρώτης, εμπορευόταν στην Μασσαλία. Η μητέρα του Ελένη ήταν κόρη του Βουτσινά γνωστού Κεφαλλονίτη μεγαλοεμπόρου στην Οδησσό. Στα 1874 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Έτσι ο μικρός Παύλος βρέθηκε σ’ ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον όπου κυριαρχούσε το αίσθημα και το σύνθημα «Όλα για την Πατρίδα». Ήταν ένα μελαχρινό αγόρι με ωραία χαρακτηριστικά που έδειχνε, ότι θα εξελισσόταν σ’ ένα ψηλό άνδρα.
Το 1886 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ως Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του έτους 1891. Τον επόμενο χρόνο νυμφεύθηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη χημικό Ζωή Μελά – Ιωαννίδη (1898-1996)
Ωραίος ως Ελλην.
Ο Παύλος Μελάς ήταν ωραίος ως Έλλην και μεγαλούργησε. Μεγάλωσε με την ελληνική αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία. Γνώριζε ότι βάραινε στους ώμους του η ένδοξη ιστορία της Ελλάδος. Άντλησε από τις καθαρές πηγές της Παραδόσεως όλη την φρεσκάδα και την δροσιά της υπάρξεώς του. Ζυμώθηκε με τις υψηλές ιδέες και τα οράματα ενός λαού που αγωνιζόταν να γίνουν σεβαστά τα δίκαιά του που άλλοι τα απειλούσαν, άλλοι τα περιφρονούσαν, άλλοι τα ξεπουλούσαν.
Έγραφε στην γυναίκα του Ναταλία πριν αναχωρήσει για την Μακεδονία.
«Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και έχω την ακράδαντον πεποίθησιν ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχω δε την πεποίθησιν ταύτην έχω και το υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν, όπως πείσω και Κυβέρνησιν και κοινήν γνώμην περί τούτων».
Ο αγώνας του.
Στις αρχές του 20ου αιώνα τον απασχολούσε έντονα η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τον ανησυχούσε η δράση των Βουλγάρων Ανταρτών Κομιτατζήδων, που επιδίωκαν με την ανοχή αν μη και την υποστήριξη των Τούρκων την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τον επηρέαζε έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ενώ είχε πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετούσε ως Υποπρόξενος στο Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα ΠΓΔΜ).
Τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους Λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον Ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετείχε σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα του γιού του Μιχαήλ, που τον φώναζαν χαιδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της Κόρης του Ζωής, που τη φώναζαν χαιδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της Κυβέρνησης Θεοτόκη. Η ομάδα των τεσσάρων Αξιωματικών, συνοδευόμενη από Μακεδόνες αγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στη Δυτική Μακεδονία, αλλά οι κινήσεις της έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν από την Ελληνική Κυβέρνηση την ανάκλησή τους. Έτσι, ο Μελάς μαζί με τους τρεις άλλους Αξιωματικούς επέστρεψαν στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου.
Τον Ιούλιο του έτους 1904, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 2Οήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε με το ντόπιο Ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα.
Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου δηλαδή της Επιτροπής για την απευλευθέρωση της Μακεδονίας που είχε έδρα στην Αθήνα. Λίγο πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του: «…Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερουν είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινός δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ άλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν».
Ευαίσθητος ως άνθρωπος, σύζυγος και πατέρας.
Σε μία επιστολή του ο Παύλος Μελάς από την Κοζάνη την Πέμπτη 22 Ιουλίου 1904 σκιαγραφεί τα γεγονότα και την ατμόσφαιρα της εποχής από την οποία αποκαλύπτεται, ότι ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος και σύζυγος και πατέρας.
«Σήμερα είμαι ακόμη πλέον ευτυχής. Ναι, δεν θα χαθεί αυτό το Έθνος. Έχει τόσους και τόσους καλούς πατριώτας, ώστε είναι αδύνατον να μην επικρατήσει όταν τεθούν εις κίνησιν και χρησιμοποιηθούν δεόντως αι δυνάμεις του.
Εβάλαμε (δηλαδή βαδίσαμε) 3 ώρας και 1/4 διά να φθάσωμεν εις Σιάτισταν. Όλον το μεταξύ Σιατίστης και Κοζάνης μέρος είναι κατοικημένον από Κονιάρους (Μωαμεθανούς ελθόντας από το Ικόνιον). Αυτοί ήσαν προ 30 ετών μόλις το φόβητρον των ελληνικών και ολιγαρίθμων χωρίων. Οι δυστυχείς χριστιανοί και οδοιπόροι ευρίσκονται διαρκώς εν κινδύνω (…) είπα και εις αυτούς ο, τι και εις τους Κοζανίτας και με ενθουσιασμό τα επαραδέχθησαν (…).
Καληνύχτα, φίλησε τα παιδιά μου. Υποφέρω πολύ όταν σας ενθυμούμαι, αλλά δεν ημπορώ να σας λησμονήσω, όταν σας ενθυμούμαι· αλλά δεν ημπορώ να σας λησμονήσω παρόλη την διανοητική και σωματική μου εργασία. Παύλος.».
Ο επιφανής Άνδρας.
Στις 17 Αυγούστου το βράδυ, αποκοίμησε ο ίδιος τα παιδιά του, καθισμένος ανάμεσα στα κρεββατάκια τους, κρατώντας τα χεράκια τους στα δικά του χέρια για ώρα πολλή, βυθισμένος σε παράξενους λογισμούς. Και την άλλη μέρα, 18 Αυγούστου, έφυγε πρωΐ – πρωΐ αλαφιασμένος, χωρίς να τα φιλήσει, χωρίς να τα δεί, από φόβο μήπως την τελευταία στιγμή ο Πατέρας νικούσε στην τρικυμισμένη ψυχή του τον Πατριώτη και έμενε πίσω…Γιατί είχε κάνει τη δύσκολη επιλογή του. Αναχωρούσε για την Μακεδονία αποφασισμένος να τα δώσει όλα για όλα στους σκλάβους Μακεδόνες αδελφούς του. Συνήθιζε να λέει καθημερινά :
«Ενός επιφανούς ανδρός το αίμα, εάν ποτίσει το χώμα
της Μακεδονίας,
θα ξυπνήσουν οι κοιμώμενοι,
θα εγκαρδιωθούν οι τρομοκρατηθέντες,
θα φυτρώσουν επί της ευγενούς γης
εκδικηταί και σωτήρες».
Και αφού κανείς άλλος επιφανής Έλληνας δεν διέθετε την εθνική ευαισθησία να θυσιαστεί για τη Μακεδονία, ήταν αποφασισμένος να μετατρέψει ο ίδιος τον εαυτό του εις το Ιερόν Σφάγιον, το «αίρον τον σταυρόν του μαρτυρίου» για τη νεκρανάστασή της, να γίνει αυτός ο «Αμνός του Θεού, ο αίρων τας αμαρτίας του Γένους…» (Πρβλ. Ιωάννου α΄ 29)
Η καρδιά του, η συνείδησή του έτσι του επέτασσαν, ότι έπρεπε να συμβεί. Μήπως οι Μακεδόνες δεν το είχαν αποδείξει, ότι προσέβλεπαν στο πρόσωπό του, ωσάν εις τον Μεσσία; Μήπως δεν είχε διαγνώσει τη σαγήνη που ασκούσε στην ψυχή τους η ιδέα, ότι ήταν ο γυιός του Δημάρχου Αθηναίων Μιχαήλ Μελά; Ο γαμπρός του θερμού πατριώτη, που είχε πρωτοστατήσει σε όλα τα απελευθερωτικά κινήματα για την Μακεδονία, του –μετέπειτα Πρωθυπουργού – Στεφάνου Δραγούμη; Μήπως δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα, το ότι ήταν ο κουνιάδος του Προξένου Ίωνος Δραγούμη; Ο Έλληνας Αξιωματικός, ο οποίος ήταν πρόθυμος να θέσει τη δική τους μοίρα υπεράνω της δικής του;
Ενισχυόμενος από την θερμή πίστη του στον αληθινό Θεό.
Η χρονιά εκείνη το 1904 το φθινόπωρο είχε φτάσει πρώιμο, άγριο και παγερό στα μακεδονικά βουνά. Μα τις καρδιές των Μακεδόνων ζέσταινε η παρουσία του Καπετάν Μίκη Ζέζα, που με μαλακά λόγια τους μετάγγιζε ελπίδα, πίστη και αφοσίωση στον ελληνισμό και την ορθοδοξία. Η ψυχή του ήταν γεμάτη φως και αγάπη Χριστού, που τα αντλούσε από τη θυσία του ίδιου του Θεανθρώπου.
Το Σάββατο, 28 Αυγούστου 1904, λίγες ωρςς μετά τη διάβαση των συνόρων, από τη θέση Μακροβούνι, μεταξύ Κρανιάς, Μηλιάς και Περιβολιού, έγραφε στη σύζυγό του για τη μεταρσίωση που αισθάνθηκε κατά τη θεία μετάληψη της προηγούμενης μέρας στο μοναστήρι της Μερίτσας:
«Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ο νούς μου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον, ο οποίος χάριν ημών και της θείας θρησκείας Του υπέστη το μαρτύριον. Το μέγεθος της θυσίας Του, το μέγεθος της αποστολής Του, μ’ έκαμναν να αισθάνομαι πόσον μικροί και πόσον μακράν Αυτού ευρισκόμεθα, αλλά συγχρόνως μ’ ενθάρρυναν. Πάντοπ Τον ελάτρευσα διά την θρησκείαν Του και Τον εθαύμασα διά την θυσίαν Του. Ελπίζω να μας βοηθήσει. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος. Έτοιμος δε να κάμω τα πάντα».
Από την πρώτη στιγμή οι αντιξοότητες ορθώνονταν γεμάτες φοβέρα απέναντί του: Άγνωστα κακοτράχαλα εδάφη, κρημνοί, χαράδρες, βροχή αδιάκοπη που έκαμνε τις κάπες ασήκωτες, αστραπόβροντα, λασπουριά, που καθήλωνε τα τσαρούχια στο έδαφος, πείνα αβάστατη, δίψα, δριμύτατο ψύχος που πάγωνε την ανάσα. Κι ο πυρετός να αποδεκατίζει τους άντρες του, καθώς αναγκάζονταν να τους αφήνει πίσω. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο οδηγός τους Θανάσης Βάγιας λιποτάχτησε και τους πρόδωσε στα τουρκικά αποσπάσματα… Καταδίωξη, ανασφάλεια, η παγάνα του Χάρου σε κάθε τους βήμα.
Φοβόταν ο Παύλος, υπέφερε και αγωνιούσε. Σκεφτόταν την οικογενειακή θαλπωρή στην Αθήνα. την τρυφερή του σύζυγο και τα πολυαγαπημένα του παιδάκια και ένας κόμπος του έσφιγγε την καρδιά. Μα τίποτε δεν τον λύγιζε, δεν τον αποκαρδίωνε, δεν τον γονάτιζε τόσο, ώστε να κάνει πίσω. Περνούσε με τα παλληκάρια του από πόλεις και χωριά σαν απόστολος της αγάπης. Μονάχα μία φορά, γιατί το οδοιπορικό της θυσίας, που δεν είχε γυρισμό, είχε πιά αρχίσει: Κρανιά, Περιβόλι, Σαμαρίνα, Πεντάλοφος, Ζάντσικο, Κωσταράζι…
Πέμπτη, 6 Σεπτεμβρίου του 1904, εκεί στο Κωσταράζι, τι ανακούφιση! Τον περίμενε το συμβολικό, μα πολύτιμο για τον ίδιο δώρο του «Κώστα Γεωργίου», του Δεσπότη Καστοριάς και θερμουργού του Αγώνα Γερμανού Καραβαγγέλη: Μία ιερή εικόνα της Αναστάσεως και πίσω η αφιέρωση,
Τω πολυφιλήτω και φιλοστόργω τέκνω μου
Φυλακτήριον
Κώστας»
Και παρακάτω:
«Έντεινε και κατευοδού και βασίλευε
και κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου»
Η αρχή του τέλους.
Στις 28 Αυγούστου ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην Περιοχή της Καστοριάς.
Σε απόσπασμα της Εκθέσεως του Παύλου Μελά προς το Μακεδονικό Κομιτάτο Αθηνών διεκτραγωδούνται οι δυσχυρέστατες συνθήκες υπό τις οποίες διεξήγετο ο αγώνας για την Μακεδονία, κόποι, στερήσεις, ασθένειες, κίνδυνοι, καχυποψίες, δολιότητες και πολλά άλλα.
« (…) μετά το ατυχές τούτο γεγονός (εννοεί το θάνατο του Φίλιππου Καπετανόπουλου) επειδή ο στρατός έμεινε εν τω χωρίω, απεσύρθην εις Λέχοβον, όπως αναπαύσω τους άνδρας μου, οι οποίοι όλοι σχεδόν υποφέρουσι υπό δυνατούς πυρετούς. Επί 23 ημέρας συνεχώς βρέχει και παν ο, τι κάμνωμεν γίνεται υπό βροχήν ραγδαίαν. Τας περισσότερας νύχτας τας διερχόμεθα υπό βροχήν έξω εις τα δάση. Ήμην ο μόνος ο οποίος δεν έχει εισέτι προσβληθεί από πυρετόν, από προχθές όμως κατελήφθην υπό αυτού.
Εν τούτοις το ηθικό όλων μας είναι λαμπρόν και είμεθα αποφασισμένοι να εξακολουθήσουμε την εργασία μας μέχρις ου επιφέρωμεν ισχυρόν κλονισμόν εις το δολοφονικόν Κομιτάτον προ του επερχομένου χειμώνος. Η εργασία μας δεν είναι εύκολος, πρώτον διότι οι Βούλγαροι πραγματικώς πτοηθέντες προφυλάσσονται, καλά κρυπτόμενοι. Ο καιρός δεν μας ευνοεί, οι Τούρκοι εισπράκτορες περιφέρονται συνοδευόμενοι υπό ισχυρών αποσπασμάτων, ακριβώς εις τα χωρία εις α προτίθεμαι να ενεργήσω (…) ».
Ο θάνατός του.
Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα ή Στάτιτσα για να αναπαυθεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος Αρχικομιτατζής δηλαδή αρχηγός των Βουλγάρων Ανταρτών Μήτρος Βλάχος,προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις Οθωμανικές Αρχές. Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυική χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.
Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι μπροστά στην Αγία Τράπεζα εκεί που στέκεται ο λειτουργός Ιερεύς και προσφέρει την αναίμακτο θυσία στον ουράνιο Θεό και Πατέρα. Εκεί τάφηκε το κεφάλι του παληκαριού που θυσιάσθηκε για την απελευθέρωση της υπόδουλης Μακεδονίας για να ευοδώσει ο Θεός τους αγώνες για να σταματήσει την καταδυνάστευση του Μακεδονικού λαού. Το σώμα του παραδόθηκε από τις Οθωμανικές Αρχές στον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό Ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρα του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμία της.
Η θυσία του.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε γνωστός στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, λόγω του ακέραιου και αγνού χαρακτήρα του ανδρός, αλλά και του γνωστού ονόματος της οικογένειάς του, που είχε μεγάλους δεσμούς με την Μακεδονία και την κοινωνία των Αθηνών. Η θυσία του σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, που κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
Κατά τη μαρτυρία του Ίωνος Δραγούμη από το βιβλίου του με τίτλο «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα» δανειζόμαστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα
«Αυτός (εννοεί τον Παύλο Μελά) μας έδειξε ένα δρόμο τόσους αιώνες τώρα ξεχασμένο και είναι σα να μας λέγη μυστικά με μια του χεριού του κίνμηση.
-Η πανώρια τούτη χώρα αίμα διψά και αποζητάει αμέτρητα παλληκάρια. Από τον Βορριά πάντα γενεές βαρβάρων θα πλακώνουν για να πνίξουν την ελληνική τη φύτρα. Έλληνες, η φύτρα σας σε γης ελληνική γεννιέται, ξεφυτρώνει, θεριεύει και φυτρώνει. Γενεές κλεφτών ας στέκωνται παντοτεινά, σκοποί ακούραστοι, στα σύνορα τα βορεινά, για να φυλάγουν τα Ελληνικά, τα άγια χώματα. Είναι ανοιγμένος τώρα, μπροστά στα θολωμένα μάτια σας και στα μυαλά σας τα σκοτισμένα, ένας δρόμος αληθινός, δρόμος ζωής και πολέμου. Αν θέλετε πάρετέ τον. Αν δεν σας αρέση πάλι τούτος βρίσκονται και άλλοι, αληθινοί και αυτοί, δρόμοι ζωής και πολέμου· διαλέξετε και πάρετε. Ειδεμή, σαπίστε εκεί που είσθε».
Το χρέος μας.
Ο άνδρας στον οποίο αναφερόμαστε, θα δυσανασχετούσε πιθανόν από συστολή, ταπείνωση κι ευαισθησία για τα λόγια που ειπώθηκαν ή θα ειπωθούν γι΄ αυτόν! Από παιδί μας πληροφορούν όσοι τον γνώρισαν και τον έζησαν ήταν τόσο ευαίσθητος και ήθελε να τους ευχαριστεί όλους, ώστε τα αδέλφια του τον έλεγαν πειρακτικά «ο κύριος μην ενοχλείσθε».
Ο άνδρας τον οποίο ξεχώρησε η Ιστορία και επένδυσε πάνω του σελίδες τιμής και δόξας κι εμείς σήμερα τον τιμούμε στην επέτειο του θανάτου του 112 χρόνια μετά. Αυτός ευγενικά μα σταθερά θα αρνείτο κάθε στόμφο και τιμητικές εκφράσεις… και με πόνο και πικρό χαμόγελο θα μας έδειχνε τον δρόμο και τον τόπο που θα’ πρεπε να ακολουθήσουμε και να βρεθούμε υπηρετώντας όπως ο ίδιος, έναν σκοπό, έναν στόχο, μία ιδέα!…Όλα για την Πατρίδα.
Δανείζομαι τις σκέψεις της Ελίνας Μαστέλλου – Γιαννάκενα για το πρόσωπο και την προσφορά του μεγάλου Αγωνιστή και Πατριώτη Παύλου Μελά και την παρακαταθήκη του στις επόμενες γενιές:
«Η άλκιμος νεότης της εποχής, οδηγήθηκε από τον Πρωτομάρτυρα Παύλο Μελά, σ’ έναν πολυμέτωπο, πολυνεκρό και λυσσαλέο αγώνα. Οι κακουχίες, οι τεράστιες ελλείψεις, η φρίκη κι ο θάνατος ήταν τα μόνα δεδομένα που γνώριζαν τα παλληκάρια ξεκινώντας για τον Μακεδονικό Αγώνα. Κι όμως πήγαιναν! Γιατί είχαν οδηγο, είχαν στόχο, είχαν ιδανικά και φλόγα! Στο αίμα τους κάλπαζε το αρχαίο κάλεσμα της φυλής:
«Ίτε παίδες Ελλήνων ελευθερούτε…»
Μα ο αγώνας τους, η θυσία τους έμειναν αδικαίωτα, ατέλειωτα και καρτερούν…
Και φθάνει και στη δική μας τη γενιά, το δίλημμα-κάλεσμα του Ίωνος Δραγούμη. Να διαλέξουμε ως άλλοι Ηρακλείς τον δρόμο ζωής και πολέμου που πρέπει να ακολουθήσουμε «ειδεμή, σαπίστε εκεί που είσθε!», μας φωνάζει…
Γολγοθάς αυτός ο δρόμος… Και η επιλογή μας; Δύσκολη απόφαση… Τι θα γίνει λοιπόν;
Αν κοιτάξουμε προσεκτικά σ’ αυτό τον δρόμο επέλεξαν, βάδισαν και βαδίζουν πολλοί! Άλλοι με δυσκολία, με πόνο και δάκρυ άλλοι, μα όλοι σταθερά, με αποφασιστικότητα και δύναμη! Προχωρούν τον δρόμο του παλληκαριού μας, αμέτρητοι ήρωες και μάρτυρες αυτής της Ιστορίας αυτού του διαχρονικού Ελληνισμού· τα ίχνη τους είναι ματωμένα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζεις τον στερνό Μαρμαρωμένο Βασιλιά μας Κωνσταντίνο Παλαιολόγο με τα ματωμένα του καμπάγια! Να κι ο Πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ κουβαλάει το σχοινί του, ο Αθανάσιος Διάκος την σούβλα, ο Μάρκος Μπότσαρης με την λαβωματιά στο μέτωπο, να κι ο Παπαφλέσσας μπαρουτοκαπνισμένος και ματωμένος…
Και προχωρούν… Να κι ο Παύλος Μελάς γαλήνιος κι ευθυτενής, αντικρύζει την Ουράνια Βασιλεία… Ο καπετάν Κώττας κι ο καπετάν Άγρας με τα σχοινιά της αγχόνης βαδίζουν πλάι του… Μισοκαμμένη η δασκάλισσα της Γευγελής Αικατερίνη Χατζηγεωργίου με τις δασκάλες των χωριών της Καρατζόβας Αγγελική Φιλιππίδου και Βελίνα Τράικου ματωμένες να ακολουθούν… Ρημαγμένος από σφαίρες και μαχαιριές βαδίζει κι ο φαρμακοποιός από το Μοναστήρι Φίλιππος Καπετανόπουλος… Ανάμεσά τους είναι χιλιάδες οι ανώνυμοι από τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, τον Πόντο, την Μικρά Ασία, την Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη… Πιο πίσω κουτσαίνοντας από τα κρυοπαγήματα, ακρωτηριασμένοι πορεύονται οι ήρωες της εποποίας του 1940-1949, ξεχωρίζει η Λέλα Καραγιάννη, η Ευτυχία Καλύβα, ο Δημήτριος Ψαρρός, ο πάπα-Σκρέκας και τόσοι μάρτυρες… Πιο κάτω μία παρέα από νέους… Γρηγόρης Αυξεντίου, Κυριάκος Μάτσης οι εννέα της άγχονης με τον νεαρό ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη στη μέση… Πίσω κι άλλοι πολλοί. Και φθάνουμε στις μέρες μας. Τρεις νέοι με στολή: Παναγιώτης Βλαχάκος, Χριστόδουλος Καραθανάσης, Έκτορας Γιαλοψός κι ύστερα ένας μελανιασμένος από το ξύλο νέος, είναι ο Τάσος Ισαάκ από το Παραλίμνι της Κύπρου και πίσω του μ’ ένα ρυάκι αίμα ν’ αυλακώνει το πρόσωπο και το λαιμό με μία μαύρη μπλούζα βουτηγμένη στο αίμα, ο ξάδελφός του Σολωμός Σολωμού…
Μήπως ανάμεσα στις στρατιές ξεχωρίζει κάποιος και το περήφανο ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν του Κυπριακού Ελληνισμού;
Μήπως πρέπει να κάνουμε κι εμείς αυτή την υπέρβαση, αυτό το βήμα;
Να ξεβολευτούμε από την καλοπέρασή μας; Να αποδείξουμε κι εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες, για μία ακόμα φορά την διαχρονικότητα της Ελληνικής Ιστορίας, των Ιδανικών και της Θυσίας των Ηρώων και Μαρτύρων μας;
Να περάσουμε το όριο και να μπούμε στην στενή οδό της θυσίας;
Θα ακολουθήσουμε λοιπόν τον δρόμο των παλληκαριών, τον δρόμο που χάριξε πριν 112 χρόνια ο Παύλος Μελάς, ή θα σαπίσουμε εδώ που είμαστε; ».
(Από το βιβλίο της Ναταλίας Π. Μελά, Παύλος Μελάς (βιογραφία), εκδόσεις
Πελασγός-Ιωάν. Χρ. Γιαννάκενας, Αθήνα 2015-ε΄ έκδοση, σσ.7-9).
«Σε σας στρέφομαι, παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εζορκίζω -αν έχετε να ζοδέψετε ενέργεια, ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάψετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμού – μη λησμονείτε ποτέ το θάνατο του Παλληκαριού, αλλά προπάντων μη λησμονείτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονείτε και την ιδέα που για κείνη δούλειψε και υπέφερε, ούτε την πανώρια χώρα, όπου εσκοτώθη, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα Ήρωες.
Να ζέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει».
Ίων Δραγούμης
«Μαρτύρων και Ηρώων αίμα»