Dogma

Καισαριανής Δανιήλ: «Οι ευαγγελιζόμενοι τον λόγον» (Πράξεων η΄, 4)

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ

Τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, σύμφωνα με τις Πράξεις, οι διωγμοί προέρχονται κυρίως από τους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισραήλ, παρά από τις ρωμαϊκές αρχές. Αυτό είναι ένα ακόμα μοτίβο που συνδέει την εμπειρία των ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ με αυτή του Ιησού. Τα ονόματα που δίδονται, μας επιτρέπουν να διεισδύσουμε στην πολιτική αντιπαράθεση της Ιερουσαλήμ του 1ου αιώνα. Για παράδειγμα στις Πράξεις (4,6) αναφέρονται διάφορα μέλη μιάς ισχυρής δυναστείας αρχιερέων: «Ο Άννας ο αρχιερέας, ο Καϊάφας, ο Ιωάννης, ο Αλέξανδρος και όσοι άλλοι κατάγονταν από οικογένεια αρχιερατική».

Το θέμα του μαρτυρίου για το όνομα του Χριστού θα συνεχιστεί σε όλες τις Πράξεις. Στο 5,17-21, ο Λουκάς αφηγείται τη θαυμαστή απόδραση των Αποστόλων από τη φυλακή και την τολμηρή τους, επιστροφή στο Ναό, όπου συνέχισαν το κήρυγμά τους. Ένα παρόμοιο γεγονός θα συμβεί στον Πέτρο (Πράξεων 12,6-11), ενώ ο Παύλος και ο Σίλας θα διαφύγουν από θαύμα από τη φυλακή στους Φιλίππους (Πράξεων 16,25-34), με αποτέλεσμα να πιστέψουν ο δεσμοφύλακας και η οικογένειά του.

 

Ενώ ο Ιησούς και οι πρώτοι Γαλιλαίοι μαθητές του μιλούσαν προφανώς αραμαϊκά, η ελληνική γλώσσα και πολιτισμός έχει αφήσει τα σημάδια της στην πόλη της Ιερουσαλήμ. Ιδιαίτερα οι ΙΟΥΔΑΙΟΙ της Διασποράς που είχαν επιστρέψει στην αγία πόλη, μιλούσαν κυρίως ελληνικά. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν τις δικές τους συναγωγές εκεί: μία ελληνική επιγραφή που βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ αναφέρεται σε μία Συναγωγή που κτίστηκε από κάποιον Θεόδοτο, γιό του Βενέτου, για όφελος των ξένων ταξιδιωτών. Στις Πράξεις αναφέρεται μία «Συναγωγή των Λιβερτίνων» (ίσως απογόνων ιουδαίων που είχε πάρει ο Πομπήιος, σκλάβους στη Ρώμη) και συναγωγές για ελληνόφωνους από τη Βόρεια Αφρική, την Κυρήνη και την Αλεξάνδρεια (Πράξεων 6,9).

Αυτή η γλωσσική διάκριση ανάμεσα σε ελληνόφωνους ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ και εκείνους που είχαν ως πρώτη γλώσσα τα αραμαϊκά επηρέασε την πρώτη εκκλησία της Ιερουσαλήμ. Οι Πράξεις αναφέρουν εντάσεις ανάμεσα στους «ελληνόφωνους» και τους «εβραιόφωνους» για την καθημερινή διανομή τροφίμων σε μία από τις πιο τρωτές οικονομικά ομάδες, τις χήρες (Πράξεων 6,1). Επτά άντρες ορίζονται από τους Αποστόλους για να επιβλέπουν τη διαχείριση των φιλανθρωπικών πράξεων της κοινότητας. Τα ελληνικά τους ονόματα υποδηλώνουν ότι ήταν όλοι μέλη της ελληνιστικής ομάδας «διάλεξαν το Στέφανο, άνθρωπο γεμάτο πίστη και Άγιο Πνεύμα· επίσης τον Φίλιππο, τον Πρόχορο, τον Νικάνορα, τον Τίμωνα, τον Παρμενά και τον Νικόλαο από την Αντιόχεια, ο οποίος προηγουμένως είχε προσχωρήσει στον ιουδαϊσμό» (Πράξεων 6,5). Με εξαίρεση τον τελευταίο, όλοι είναι πιθανότατα ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ιουδαϊκής καταγωγής. Ο Νικόλαος μπορεί να είναι ένας από τους προσήλυτους που παρουσιάστηκαν στην Ιερουσαλήμ την Πεντηκοστή. Η πόλη του, Αντιόχεια της Συρίας, η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία των Πράξεων για τη διάδοση του Ευαγγελίου στον ευρύτερο κόσμο των Εθνικών.

Δύο από αυτούς τους επτά, ο Στέφανος και ο Φίλιππος, θα επικρατήσουν στα επόμενα έξι κεφάλαια των Πράξεων. Πράγματι, οι δραστηριότητές τους, να κηρύττουν και να επιτελούν σημεία, δείχνει ότι η εξουσία τους ήταν μεγαλύτερη από αυτή την απλή πρακτική διαχείριση (Πράξεων 6,2). Το ελληνικό ρήμα διακονείν/ περιμένω στο τραπέζι, οδήγησε στο χαρακτηρισμό αυτών των επτά ως των πρώτων ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ διακόνων. Στην εκκλησιαστική γλώσσα διακονία σημαίνει ανιδιοτελής προσφορά υπηρεσιών.

Το μαρτύριο του Στέφανου.

 

Ο Στέφανος, με το κήρυγμά του προκαλεί την εχθρότητα μερικών από τους ελληνόφωνους ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ και βρίσκεται μπροστά στο Μεγάλο Συνέδριο για να ανακριθεί από τον αρχιερέα. Η απολογία του Στέφανου (Πράξεων 7,2-53) έχει μερικές φορές θεωρηθεί ένα μανιφέστο της

θεολογίας των ελληνόφωνων. Ξαναλέει την ιστορία της σχέσης του Θεού με τον εκλεκτό Του λαό: την κλήση του Αβραάμ, τη διαμονή στην Αίγυπτο, την περιπλάνηση στην έρημο με το Μωϋσή, την εγκατάσταση και την ίδρυση της βασιλείας. Δίνεται έμφαση στη ζωή του Ισραήλ στους ξένους τόπους, όπου λάτρευαν τον Θεό στη Σκηνή του Μαρτυρίου, η οποία είχε μέσα την Κιβωτό της Διαθήκης. Από κεί προέρχεται το κορύφωμα της ομιλίας του Στέφανου: «Ο Ύψιστος, όμως, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς» (Πράξεων 7,48). Ιδιαίτερες ομοιότητες έχουν επισημανθεί ανάμεσα στην ομιλία του Στέφανου και στη θεολογία της επιστολής προς Εβραίους.

Η περιγραφή του μαρτυρίου του Στέφανου πρέπει να ειδωθεί σαν μία ακόμη διήγηση Πάθους, στην οποία ο Στέφανος ακολουθεί τα βήματα του Κυρίου του. Η σύλληψή του (Πράξεων 6,11-15) ήδη υπαινίσσεται αυτό: ο Στέφανος κατηγορείται για βλασφημία, ενώ ψευδομάρτυρες καταγγέλλουν ότι τον άκουσαν να ζητάει την καταστροφή του Ναού.

Καθώς τελειώνει η ομιλία του Στέφανου και τον περιτριγυρίζουν αυτοί που θα τον λιθοβολήσουν, ο Λουκάς μας θυμίζει τη διήγησή του για το θάνατο του Ιησού. Όπως ο Ιησούς, ο Στέφανος προσεύχεται να γίνει δεκτό το πνεύμα του (Πράξεων 7,59. Βλ. επίσης Λουκά 23,46). Και όπως ο Ιησούς έτσι και ο Στέφανος προσεύχεται για τους εκτελεστές του (Πράξεων 7,60. Βλέπε επίσης 23,34).

Ο λιθοβολισμός του Στέφανου οριοθετεί τη διακριτική είσοδο του Παύλου και από την Ταρσό στη σκηνή των Πράξεων. Εδώ αποκαλείται με το βενιαμινίτικο όνομα Σαούλ (Φιλιππησίους 3,5). Ο Σαούλ δεν συμμετέχει στον λιθοβολισμό. Συνδέεται ωστόσο έμμεσα μ’ αυτόν, επειδή οι μάρτυρες κατηγορίας απέθεταν τα ρούχα του Στέφανου στα πόδια του και αναφέρεται, ότι επικροτούσε την θανάτωση του Στέφανου (Πράξεων 7,58, 8,1). Αυτό μας προετοιμάζει για το ρόλο του ως διώκτη της εκκλησίας.

Η δεύτερη φάση εξάπλωσης του Ευαγγελίου αρχίζει στο όγδοο κεφάλαιο, καθώς ο διάκονος Φίλιππος κινείται προς το βορρά, στη Σαμάρεια. Η διατύπωση «στην πόλη της Σαμάρειας» (Πράξεων 8,5) εννοεί ότι ο Φίλιππος επισκέφθηκε την πόλη μ’ αυτό το όνομα που είχε μετονομαστεί σε Σεβάστεια από τον Ηρώδη το Μέγα προς τιμή του αυτοκράτορα Αυγούστου. Μερικά αρχαία χειρόγραφα γράφουν «σε μία πόλη της Σαμάρειας», αναφέρονται επομένως στο έδαφος που κατέχουν οι Σαμαρείτες, μεταξύ της Ιουδαίας στο νότο και της Γαλιλαίας στο βορρά.

Οι Σαμαρείτες απόγονοι των βορείων φυλών, είχαν τη Σαμαρειτική Πεντάτευχο και η λατρεία τους επικεντρωνόταν στο όρος Γεριζίμ. Δεν υπήρχε συμπάθεια ανάμεσα σε αυτούς και στους ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ, οι οποίοι δεν τους θεωρούσαν γνήσιους Ισραηλίτες. Το ευαγγέλιο του Ιωάννη περιγράφει μία συνάντηση ανάμεσα στον Ιησού και μία γυναίκα από τη Σαμάρεια, που καταλήγει στο να επιστρέψουν πολλοί Σαμαρείτες (Ιωάννης 4). Οι Πράξεις, ωστόσο, αναφέρουν μόνο την αποστολή στη Σαμάρεια, τη μετά το Πάσχα περίοδο, στη διακονία του Φιλίππου, όπου ο Φίλιππος θα υπερβεί ακόμη περισσότερο τα όρια, βαφτίζοντας ένα ευνούχο από την αυλή της αιθιόπιας βασίλισσας (Πράξεων 8,26-40). Αργότερα, θα εγκατασταθεί μαζί με τις τέσσερις προφήτισσες κόρες του στην παραθαλάσσια Καισάρεια (Πράξεων 21,8). Η μεταγενέστερη παράδοση την συνδέει με την Ιεράπολη στη Μικρά Ασία. Αλλά η αποστολή στη Σαμάρεια δεν είναι μία μεμονωμένη δραστηριότητα ενός ανεξάρτητου ευαγγελιστή. Οι Πράξεις δείχνουν ότι η διακονία του Φιλίππου επικυρώνεται από τους επιφανείς Αποστόλους της Ιερουσαλήμ Πέτρο και Ιωάννη. Μέσω των Αποστόλων, οι προσήλυτοι Σαμαρείτες δέχονται το Άγιο Πνεύμα, επικυρώνοντας έτσι το προηγούμενο βάπτισμά τους από το Φίλιππο. Η δεύτερη φάση της διάδοσης του Ευαγγελίου έχει ολοκληρωθεί και πραγματώνει το «Οι μεν ούν διασπαρέντες διήλθον ευαγγελιζόμενοι τον λόγον» (Πράξεων η΄, 4).