Καισαριανής Δανιήλ: «Οι πρωτοκορυφαίοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος»

  • Δόγμα

Του Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ

Α΄. Ο απόστολος Πέτρος

       Με αφορμή τον εορτασμό της μνήμης των Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου θα αναφερθούμε στα δύο αυτά άγια πρόσωπα της Εκκλησίας μας.

Όταν ο Πέτρος, στον δρόμο της Καισάρειας, ομολόγησε τον Ιησού Υιό του Θεού του ζώντος, έλαβε αυτή την απάντησι: «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθαίου ιστ΄, 17).

Απ’ ευθείας φωτισμένος άνωθεν ο Πέτρος, ξεστόμισε πρώτος τη μεγαλύτερη, την ακρογωνιαία αλήθεια της πίστεως, ότι δηλαδή ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού (Ματθαίου ιστ΄, 16).

Στάθηκε μακάριος, γιατί ήταν φτωχός στο πνεύμα (Ματθαίου ε΄, 3), δηλαδή απλός και ταπεινός στην καρδιά. Δεν δίστασε ν’ ακολουθήση τον Ιησού, να αφοσιωθή σ’ Αυτόν ολόψυχα και να μείνη πλησίον Του. Κι όταν ο Ιησούς, κατά τον Μυστικό Δείπνο, θέλησε να πλύνει τα πόδια των Μαθητών, ο μόνος που έδειξε ντροπή κι αντιστάθηκε από ταπεινοφροσύνη, ήταν ο Πέτρος.

Στάθηκε μακάριος, γιατί πένθησε κι’ έκλαψε για τα παραπτώματά του (Ματθαίου ε΄, 4), όπως όταν βγήκε από την αυλή του Αρχιερέως, όπου είχε αρνηθή τον Διδάσκαλό του, κι άκουσε το λάλημα του πετεινού.

Στάθηκε μακάριος, γιατί πείνασε και δίψασε τη δικαιοσύνη του Θεού (Ματθαίου ε΄, 6), πίνοντας αχόρταγα από τα νάματα της διδαχής του Κυρίου του και ποθώντας όσο κανένας άλλος το ουράνιο μάννα, που ήταν αυτή η διδαχή.

Στάθηκε μακάριος, γιατί ενώ πρώτα ήταν οξύθυμος και τράβηξε μαχαίρι στον κήπο της Γεθσημανή κι έκοψε το αυτί του υπηρέτη Μάλχου, υπερασπιζόμενος τον Διδάσκαλο, ύστερα έγινε πράο κι  άκακο πρόβατο (Ματθαίου ε΄, 5) και σύρθηκε στη σφαγή, μαρτυρώντας για τον ‘Ιησού στη Ρώμη.

Στάθηκε μακάριος, γιατί ήταν ελεήμων (Ματθαίου ε΄, 7), σκορπίζοντας παντού όπου διάβαινε τον θησαυρό της θείας δυνάμεως και σοφίας, σηκώνοντας παραλυτικούς, όπως ο Αινέας, γυρίζοντας στη ζωή νεκρούς, όπως η Δορκάς, και τρέφοντας τις ψυχές των Χριστιανών με το άφθονο κήρυγμά του.

Στάθηκε μακάριος, γιατί ήταν καθαρός στην καρδιά (Ματθαίου ε΄, 8) κι έτσι κατάλαβε πρώτος απ’ όλους τη θεία φύση του Ιησού, ομολογώντας τον Υιό του Θεού.

Στάθηκε μακάριος, γιατί αγάπησε κ απεδίωξε την ειρήνη (Ματθαίου ε΄, 10), συμβουλεύοντας τους Χριστιανούς από τις γραμμές της πρώτης Επιστολής του να τού ζητούν την ειρήνη και να την παίρνουν από πίσω.

Στάθηκε μακάριος, γιατί καταδιώχθηκε, ονειδίστηκε (Ματθαίου ε΄, 11), μισήθηκε κι’ υπέφερε πολλά για χάρη του Κυρίου του.

Στάθηκε μακάριος, γιατί άκουσε τον λόγο του Θεού και τον φύλαξε στα βάθη της καρδιάς του (Λουκά ια΄, 28).

Στάθηκε μακάριος, γιατί πριν δει τον αναστάντα Κύριο, αλλά έχοντας αντικρύσει μονάχα τον άδειο τάφο, όπου έτρεξε μαζί με τον Ιωάννη μετά την αναγγελία της Μαγδαληνής, πίστεψε στην Ανάστασή του και δεν υπέθεσε, όπως η γυναίκα εκείνη, ότι είχαν μεταφέρει αλλού το Σώμα Του.

Στάθηκε μακάριος, γιατί, αφού πλουτίσθηκε με τους θησαυρούς του Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, άρχισε πλέον να δίνει και να μην παίρνει, σκορπίζοντας το φως του Ευαγγελίου παντού και προσφέροντας κόπους, έγνοιες, τέλος δε και τη ίδια του τη ζωή στο έργο του Κυρίου.

 

Β΄. Ο απόστολος Παύλος, ο πρώτος μετά τον Ένα.

Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος σκιαγραφεί το πορτραίτο του: «Σ’ εμένα, τον πιο ασήμαντο απ’ όλους τους χριστιανούς, έδωσε ο Θεός αυτή τη χάρη, να κηρύξω στους ειδωλολάτρες τον ανεξερεύνητο πλούτο του Χριστού» (Προς Εφεσίους γ΄ 8).

Σ’ αυτούς τους λόγους διακρίνουμε:

  1. Την ταπείνωσή του: «Εις εμέ τον ελάχιστον πάντων των αγίων».
  2. Το χάρισμά του: «εδόθη η χάρις αύτη».

iii. Την αποστολή του: «να ευαγγελίζομαι».

  1. Το πεδίο της διακονίας του: «μεταξύ των εθνών».
  2. Το θέμα του: «τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού».
  3. Η καύχηση του Αποστόλου Παύλου
  4. Καυχιόταν για την λατρεία και την πίστη στον Χριστό.

Ας παρακολουθήσουμε τις σκέψεις Του: «Εμείς είμαστε οι πραγματικά περιτμημένοι, εμείς, που λατρεύουμε το Θεό με το Πνεύμα του και στηρίζουμε την καύχηση και την πεποίθησή μας στον Ιησού Χριστό κι όχι σε ανθρώπινα πλεονεκτήματα» (Προς Φιλιππησίους γ΄, 3). Η πίστη του στον Ιησού Χριστό ήταν το προσωπικό καύχημα, όπως και κάθε πιστού είναι ο Ιησούς Χριστός.

  1. Καυχιόταν στον Θεό

Καυχιόταν για όσα επέτυχε ο Θεός, ώστε να συμφιλιωθούμε μαζί Του και από υιοί οργής να μετατραπούμε σε υιούς Θεού κατά χάρη. Στον Ένα Θεό από τον Οποίο πηγάζουν όλα τα αγαθά και οι ευλογίες στη ζωή μας (Προς Ρωμαίους ε΄11).

 

  1. Καυχιόταν στις θλίψεις.

Τις αντιλαμβανόταν ως πνευματική ωφέλεια που προξενεί η υπομονή στις θλίψεις, που αποτελεί καύχημα για τον χριστιανό (Προς Ρωμαίους ε΄ 3).

 

  1. Καυχιόταν στον Σταυρό.

Ο Σταυρός προ Χριστού, από ατιμωτικό μέσο θανατικής καταδίκης (Δευτερονομίου κα΄ 23), για τον Απόστολο έγινε καύχημα και δόξα του κηρύγματός του, που τον έκανε να μη συμβιβάζεται με τον κόσμο και την αμαρτία (Προς Γαλάτας στ΄ 14).

  1. Καυχιόταν για τα ασθενήματά του

Ο απόστολος Παύλος τόλμησε και διεκήρυξε το «εν ταίς ασθενείαις καυχήσομαι» (Προς Κορινθίους Β΄ ιβ΄ 9), δηλ. «Θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου». (βλ. και Προς Κορινθίους Β΄, ιβ΄, 7-10).

 

  1. Καυχιόταν για τον ζήλο των αδελφών του να στηρίξουν τους έχοντας ανάγκη

Απευθύνεται στους Κορινθίους και εξομολογείται ότι καυχάται γι’ αυτούς στους Μακεδόνες, επειδή εκδηλώνουν ζήλο και προθυμία να βοηθήσουν οικονομικά τους αδελφούς Χριστιανούς της Παλαιστίνης (Προς Κορινθίους Β΄ θ΄ 1-2).

 

  1. Καυχιόταν για την απλότητα και την ειλικρίνεια της συνειδήσεώς του.

«Αυτή είναι η καύχησή μας: Η συνείδησή μας μαρτυρεί ότι συμπεριφερθήκαμε στον κόσμο και πιο πολύ σ’ εσάς με την απλότητα και την ειλικρίνεια που δίνει ο Θεός, όχι με ανθρώπινη σοφία, αλλά με τη χάρη του Θεού. Δε σας γράφουμε άλλα και άλλα εννοούμε, αλλά γράφουμε αυτά ακριβώς που διαβάζετε και που καταλαβαίνετε» (Προς Κορινθίους Β΄, α΄ 12-13).

 

  1. Το καύχημα του Ποιμένος, οι πιστοί, και των πιστών ο Ποιμένας.

«Ελπίζω μάλιστα ότι θα το κατανοήσετε πλήρως ως το τέλος, όπως καταλάβατε ως ένα σημείο κι εμάς, γιατί την ημέρα του Κυρίου Ιησού, το καύχημα το δικό σας θα ’μαστε εμείς και το δικό μας θα είστε εσείς» (Προς Κορινθίους Β΄ α΄ 13-14).

 

  1. Καυχιόταν στο αδάπανο Ευαγγέλιο, δηλαδή στην χωρίς οικονομική επιβάρυνση της διακονίας του.

«Ακόμα κι όταν ήμουνα κοντά σας και περνούσα στερήσεις, δεν επιβάρυνα κανέναν, γιατί αυτά που μου έλειπαν για τη συντήρησή μου τα συμπλήρωσαν οι αδελφοί που ήρθαν από τη Μακεδονία» (Προς Κορινθίους Β΄ ια΄ 9-10).

Οι άγιοι Απόστολοι μάς δίδαξαν το ευαγγέλιο με τα λόγια τους, αλλά και με την ζωή τους. Η ζωή τους ήταν ευαγγελική.

TOP NEWS