Καισαριανής Δανιήλ: Προσευχή και ησυχαστική παράδοση
Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Η προ ημερών εορτή της μνήμης του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1296 – † 14 Νοεμβρίου 1359) διαπρεπούς Θεολόγου του 14ου αιώνος, δίδει αφορμή για μία προσέγγιση στον Ησυχασμό, του οποίου ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε αμύντωρας καί θεμελιωτής, αλλά καί σε άλλα πνευματικά ψυχοφελή επίκαιρα της τρεχούσης περιόδου μηνύματα, όπως:
Α΄.«Εν παντί τη προσευχή καί τη δεήσει μετά ευχαριστίας»
Ο απόστολος Παύλος συνδέει την προσευχή αναπόσπαστα με τη θεία οικονομία, η οποία πραγματοποιείται στην αποστολή του, κι όλα τα ρητά αιτήματα αφορούν την προαγωγή της Βασιλείας του Θεού. Έτσι, η προσευχή περιέχει συγκεκριμένες επιθυμίες: να γίνει ευπρόσδεκτη η διακονία του στην Ιερουσαλήμ, να αποδοθούν ευχαριστίες στο Θεό για τη διάσωσή του από τον κίνδυνο που διέτρεξε, να ελευθερωθεί από τα δεσμά. Γι’ αυτά και για πολλά άλλα ζητάει τις προσευχές των άλλων, όπως σημειώνει στους Κολοσσαείς, ότι ο Επαφράς αγωνίζεται γι’ αυτούς στις προσευχές του. Η προσευχή παρουσιάζεται σαφώς στον Απόστολο Παύλο ως γνώρισμα ενότητας στους κόλπους του Σώματος του Χριστού που οικοδομείται.
Στον απόστολο Παύλο παρατηρείται μόνιμα η παραδοσιακή ισορροπία μεταξύ δεήσεως και αίνου: «εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας». Ο ίδιος, άλλωστε, αρχίζει τις επιστολές του (εκτός από την προς Γαλάτας και την Β΄ Προς Κορινθίους, για συγκεκριμένους λόγους), ευχαριστώντας το Θεό για την πρόοδο των παραληπτών καί μνημονεύοντας τις προσευχές του «ίνα η αγάπη… έτι μάλλον και μάλλον περισσεύη». Φαίνεται ότι το είδος της ευχαριστίας προσελκύει και όλα τα άλλα είδη προσευχής: ύστερα από ό,τι λάβαμε μια φορά για πάντα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, δεν μπορούμε πια να προσευχόμαστε χωρίς να ξεκινάμε απ’ αυτή τη δωρεά, καί ζητάμε από το Θεό για να μπορούμε να τον ευχαριστούμε.
Ο απόστολος Παύλος μάς διαφωτίζει επακριβώς για το ρόλο του Πνεύματος στην προσευχή, που μάς ενώνει με την Αγία Τριάδα. Όπως γίνεται και σήμερα στις λειτουργικές μας προσευχές, απευθύνει τις προσευχές του διά του Χριστού στον Πατέρα. Σπάνια απευθύνεται στον «Κύριο», δηλ. στον Ιησού.
Αλλά εκείνο που μας κάνει να προσευχόμαστε διά του Χριστού (= στό όνομά Του), είναι ακριβώς το Πνεύμα της υιοθεσίας. Δι᾽ αυτού, όπως καί ο Ιησούς, ονομάζουμε το Θεό «Πατέρα» και μάλιστα με μια λέξη οικειότητας «Αββά», που οι Ιουδαίοι επιφύλασσαν για τους επίγειους πατέρες τους και που ποτέ δε θα τη χρησιμοποιούσαν για τον ουράνιο Πατέρα. Η εύνοια αυτή μόνο εκ των άνω μπορεί να προέλθει: «εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον: αββά ο πατήρ».
Έτσι, η ανάγκη που δοκιμάζει η ανθρωπότητα να δικαιολογήσει την προσευχή της με μια θεία πρωτοβουλία, ικανοποιείται πραγματικά. Πολύ βαθύτερα απο μιά υιική συμπεριφορά, στην καρδιά της προσευχής μας βρίσκεται μιά ύπαρξη υιού. Έτσι, μ’ όλες τις αδυναμίες μας, το Πνεύμα που προσεύχεται μέσα μας δίνει στην προσευχή μας τη βεβαιότητα ότι φθάνουμε στα βάθη απ’ όπου μάς καλεί ο Θεός, καί αυτά τα βάθη είναι τα βάθη της αγάπης. Ξέρουμε ποια είναι αυτή η δωρεά που αποτελεί την αρχή καί το τέλος της προσευχής μας. Είναι το Πνεύμα της αγάπης που ήδη λάβαμε και που όμως το ζητάμε. «Εν τώ Πνεύματι» ζητάμε έναν καινούργιο κόσμο, όπου είμαστε σίγουροι ότι θα εισακουσθούμε. Έξω από αυτό τον κόσμο προσευχόμαστε «ως οι εθνικοί». «Εν τώ Πνεύματι» κάθε προσευχή είναι το αντίθετο της φυγής, ζητάμε τη συνάντηση του ουρανού καί της γης: «Το Πνεύμα καί η νύμφη λέγουσιν˙ έρχου …ναί έρχου, Κύριε Ιησού».
Β΄. Η ησυχαστική παράδοση
Το ησυχαστικό ιδεώδες καλλιέργησαν μεγάλοι Θεολόγοι. Κορυφώθηκε τον 14ο αιώνα με τις ησυχαστικές έριδες. Σ’ αυτές, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέτρεψε τις κατά των Ησυχαστών κατηγορίες καί απέδειξε ότι η μέθοδος των Ησυχαστών παραδίδεται από τα κείμενα της αγίας Γραφής.
Κατά τον ΙΑ΄ αιώνα, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος υπήρξε ο μέγας εκπρόσωπος της ησυχαστικής παραδόσεως και, επίσης, ο μέγας προφήτης της χριστιανικής πίστεως ως ζώσης εμπειρίας καί ως οράσεως του Θεού. Κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, ο ησυχασμός, ο οποίος εγνώριζε μεγάλη επανάνθηση στο Άγιον Όρος καί σ’ όλο τον βυζαντινό χώρο, εδέχθη αιφνιδίως την επίθεση ενός «φιλοσόφου», που ήλθε στην Κωνσταντινούπολη από την Νότιο Ιταλία, του Βαρλαάμ του Καλαβρού.
Το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά υπέρ του Ησυχασμού είναι σημαντικότατο, πυκνό νοημάτων αποτελεί σύνοψη της ορθοδόξου θεολογίας και κυρίως του Ησυχασμού. Συγκεφαλαιώνει όλη την προηγούμενη πατερική παράδοση επί του θέματος αυτού.
Στις επιθέσεις του Βαρλαάμ, οι Μοναχοί απάντησαν διά στόματος του Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος, συγκεκριμένως, συνέταξε κατά του Βαρλαάμ εννέα πραγματείες «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων». Σε αυτές, ανέπτυξε, επί τη βάσει της πατερικής παραδόσεως, μία θεολογία του Ησυχασμού, που συνάμα δικαιολογούσε την ψυχοσωματική μέθοδο προσευχής – το σώμα, αφ᾽ ότου ο Θεός σαρκώθηκε, δύναται καί αυτό να λαμβάνει μέρος στην προσευχή – καί την πραγματικότητα της δράσεως του Θεού, όχι στην ουσία του Θεού, αλλά στις άκτιστες ενέργειές του. Η διδασκαλία του Παλαμά επικυρώθηκε διά σειράς Συνόδων στην Κωνσταντινούπολη το 1341, το 1347 καί το 1351.
Οι άγιοι Ησυχαστές, συγγραφείς πράγματι παραδίδουν μιά εμπειρική καί θεωρητική μέθοδο καί έναν ακριβή κανόνα ησυχαστικής βιοτής, αρχίζοντας από βασικές ανθρωπολογικές προϋποθέσεις, περνώντας από τα διάφορα πνευματικά στάδια, για να καταλήξουν στην τελεία ένωση με τον Θεό εν Αγίω Πνεύματι. Καί είναι απτό το γεγονός, ότι όσα εκθέτουν και υποστηρίζουν δεν είναι γνωσιολογικά ευρήματα, φαντασιώσεις, συναισθηματικές διακυμάνσεις, ένα είδος σατανικών ή φυσικών ανατολικής προελεύσεως γυμνασμάτων, αλλά υποστατικές αλήθειες, που γεύτηκαν καί έζησαν σε τέλεια γνησιότητα, αφού αποδεικνύονται εναρμονισμένες με την αγιοπνευματική εμπειρία των προ αυτών αγίων Πατέρων, την οποία πυκνώς επικαλούνται.
Η διατήρηση της ησυχαστικής παραδόσεως, πάντοτε ζωντανής στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα ήταν ανέφικτη χωρίς την δογματική και πνευματική συνάφεια στην οποία αντιστοιχεί. Και σήμερα ακόμη προσλαμβάνει συναρπαστική επικαιρότητα με την πιστότητά της στην βιβλική περί Θεού καί ανθρώπου αντίληψη και με το απογυμνωμένο και απλό χαρακτήρα της ευσέβειάς της, που συγκεντρώνεται σε μια μοναδική πραγματικότητα, τον Ιησού, τον Σαρκωθέντα Υιόν του Θεού.