Dogma

Καισαριανής Δανιήλ: Τα επτά βήματα του Ασώτου

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ

Εξετάζοντας κάποιος το κείμενο της παραβολής του Κυρίου μας, της Κυριακής του Ασώτου, μπορεί να διακρίνει πολύ ενδιαφέροντα σημεία και στιγμές που σημάδεψαν την πορεία του Ασώτου, όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός αναλυτικά και με σαφήνεια μας την περιέγραψε, την περίοδο αυτή της έντονης πνευματικής ασκήσεως. Αυτά τα σημεία και οι στιγμές σημαδεύουν τις ανθρώπινες ζωές όλων μας, ιδιαίτερα δε των πιστών της Εκκλησίας μας σε παγκόσμια κλίμακα. Ίσως και τη δική μας, ακούγοντας τούτο το κήρυγμα. Ας τα προσέξουμε πιο ειδικά και ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το βαθύτερο και πολύ διδακτικό νόημά τους και περιεχόμενό τους για την πορεία μας την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, που διανύουμε με κόπο:

α΄. «δος μου» (στ. 12)

Είναι αυτό το ρήμα – που εμπνέει την στάση ζωής πολλών, ιδιαίτερα των νέων μας. Που νιώθουν αυτοί μόνοι να ΄χουν απαιτήσεις απ᾽ όλους και όλοι υποχρεώσεις σ’ αυτούς. Άχαρος μονόδρομος που ‘ναι μια τέτοια ζωή! Ξεκίνημα που προδικάζει αδιέξοδα και απογοητεύσεις! Μάλιστα όταν τούτοκυριαρχήσει στη σχέση του κάθε ανθρώπου με τον Θεό. Όταν, τα χέρια του Δωρητή κι’ όχι το πρόσωπο κοιτάζουμε. Όταν «ο άρτος ο επιούσιος» είναι το μόνο και αποκλειστικό αίτημα μας που γίνεται όλο και πιο πιεστικό με την πάροδο των ετών.

β΄. «διεσκόρπισε» (στ. 13)

Έρχεται ως φυσικό ακόλουθο, πάντοτε, έπειτα από την επισήμανση «δος μου». Κοντά στον δωρητή, τα δώρα λαμβάνουν τη σωστή διάστασή τους και χρήση τους και γίνονται χαρά, αγαλλίαση  κι’ όχι άγχος και στεναχώρια. Ευλογία γίνονται κι’ όχι κατάρα. Πάρτε λ.χ. το δώρο της αγνότητας και της ηθικής ομορφιάς, που ο Θεός μας, εμπιστεύεται σε κάθε νέο και κάθε νέα. Κοντά στον Θεό, πανώριο κι’ ανεκτίμητο μένει. Μακριά Του, οδηγεί σε φοβερό αποπροσανατολισμό και εκτράχυνση της πανσεξουαλικότητας που διέπει έντονα την εποχή μας και κυριαρχεί στους νέους μας. Μακριά από τον Θεό, ο άνθρωπος σκορπίζει και διαχέει, όλα τα πλούσια πνευματικά δώρα του Θεού και Πατρός μας.

γ΄. «άρχισε να στερείται» (στ. 14)

Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το κενό μέσα στην ύπαρξή του. Ότι δηλαδή, χορτασμός μακριά από τον Πατέρα δεν υπάρχει. Ότι «τα αυτού πάντα», λίγα πάντα θα είναι. Και γίνονται απογοητευτικά ελάχιστα, αν θελήσεις να τα ξοδέψεις μακριά από τον Πατέρα σου και Πατέρα Θεό σου. Το «πλούσιοι πτωχεύουν και πεινούν», δεν είναι αποτύπωση μιάς μόνον υλικής εικόνας. Έχει και πνευματική εφαρμογή και διάσταση. Όπως και το «οι εκζητούντες τον Κύριον, δεν στερούνται ουδενός αγαθού» (Ψαλμός λδ΄,10). Αναφέρει ένας ύμνος: «η αμαρτία θέλγητρα έχει, μα στερείται τη χαρά».

δ΄. «επιθυμούσε να γεμίσει το στομάχι» (στ. 16)

Να ᾽θελαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας με τους «πίθους (πιθάρια) των Δαναίδων», τούτη την αλήθεια ν’ απεικονίσουν! Την απύθμενη ανθρώπινη καρδιά, που τα όποια και όσα ξυλοκέρατα, πώς να τη χορτάσουν! Ας δούμε το χρήμα, τη σάρκα, τη φιλοδοξία, τη μέθη και τα όμοια τους καθώς και τα λοιπά πάθη του ανθρώπου. Ποιος είπε ποτέ: «φτάνει, γέμισα, χόρτασα»! Επιθυμούσε, σημαίνει ότι ήταν σκυμένος ισόβια στο λασποπήγαδο, χωρίς να ‘ρθει ποτέ ο αληθινός πνευματικός ξεδιψασμός. Χωρίς να μπορεί ποτέ να ομολογήσει το Ψαλμικό «το ποτήρι μου ξεχειλίζει» (Ψαλμός κγ΄, 5).

ε΄. «κανένας δεν του ‘δινε» (στ. 16)

Από ένας ευκατάστατος γιός με ανέσεις, να γίνεις ζητιάνος, είναι βέβαια ένα κατάντημα. Από το «τέκνον πάντα τα εμά σα εστίν» στα ξυλοκέρατα των χοίρων είναι μια απόσταση που η τραγικότητα μιάς ζωής χωρίς Χριστό μπορεί να καλύψει. Όμως, είναι και οι υψωμένοι ώμοι. Είναι και η αδιαφορία των χθεσινών φίλων. Είναι η μάταιη επαιτεία. Κι’ όλα αυτά μια χιονοστιβάδα, που ξεκίνησε από το «δος μοι» και γοργοκύλησε «εις χώραν μακράν». Δηλαδή, κάτι που μπορούσε ν’ αποφευχθεί. Καρπός ολόπικρης, ηθελημένης πεισματικής ανταρσίας.

στ΄. «Χάνομαι από την πείνα» (εδ. 17)

Τρισευλογημένη η στιγμή που ο άνθρωπος – ο όποιος αμαρτωλός – «έρχεται εις εαυτόν», συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του. Στα βήματα που οδηγούν στη σωτηρία, δεν είναι ο πρώτος αλλά ο δεύτερος σταθμός. Πρώτα, έρχεσαι στην ανάγκη. Αυτή σε σφίγγει από κάθε μεριά. Χάνεις το βιός σου, τους φίλους σου, την πίστη στον εαυτό σου και στον άνθρωπο. Τότε! . . Κάποιοι σταματούν εδώ και καταποντίζονται. Ο άσωτος αφού ήλθε στην ανάγκη, έπειτα ήλθε στον εαυτό του. Αυτογνωσία, που οδηγεί στην ταπείνωση και μεταμέλεια.

ζ΄. «Κάμε με» (εδ. 19)

Τώρα, έρχεται στον Πατέρα. Πού αλλού! Μόνον Αυτός έχει,όταν… «ουδείς εδίδου». Κι’ έρχεται με κεφάλι σκημένο. Δεν βλέπει άπληστα κι απαιτητικά τα χέρια. Σκύβει και φιλεί τα πόδια. Το αίτημα είναι τώρα «κάμε με». «Ποίησόν με». Και η απόσταση ανάμεσα στο «δος μου» και «ποίησόν με» είναι τόσο μεγάλη, όση η μεταμέλεια και ο συγκλονισμός τούτου του νέου. Όμοια και συ. Πάψε να κοιττάζεις του Θεού τα χέρια και ατένισε στην καρδιά Του. Που σ’ αγάπησε. Που ‘στειλε τον Χριστό για σένα. Που σε περιμένει με τόση και ίδια αγάπη, όπως ο πατέρας του Ασώτου.