Καισαριανής Δανιήλ: «Θεού γεώργιον, Θεού οικοδομή εστέ» (Προς Κορινθίους Α΄, γ΄, 9)
Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, το σύνολο των βαπτισμένων συγκροτούν και ανήκουν στην Εκκλησία. Αβάπτιστος δεν δύναται να αποτελεί μέλος της Εκκλησίας. Διά του μυστηρίου του αγίου Βαπτίσματος, εντάσσεται ο άνϑρωπος στην Εκκλησία και αποκτά όλα τα δικαιώματα που έχουν οι πιστοί. Τα μέλη της Εκκλησίας ζουν σε ένα συγκεκριμένο τόπο και σε μία συγκεκριμένη εποχή (εν τόπω και χρόνω), πορεύονται όμως προς τα έσχατα, με την προσδοκία να εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού, «που έχει ετοιμασθεί από την αρχή του κόσμου» (Ματϑαίου κε΄ 34).
Όσο χρόνο ζουν στην γη, αγωνίζονται να τηρούν τις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού (Ματϑαίου κη΄ 20), να αγιάζονται κατά το θέλημα του Θεού (Προς Τιμόθεον Α΄, δ΄, 3) με τα άγια μυστήρια, να αυξάνουν και να προοδεύουν στην πνευματική ζωή με την απόκτηση των αρετών, κατά την αποστολική προτροπή, «να ανέχεσϑε με αγάπη, ο ένας τον άλλο και να προσπαϑείτε να διατηρείτε, με την ειρήνη που σας συνδέει μεταξύ σας, την ενότητα που δίνει το Πνεύμα του Θεού» (Εφεσίους δ’ 2-3).
Ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί παραστατικές εικόνες για να περιγράψει την Εκκλησία. Ονόμασε την Εκκλησία:
α΄. «Σώμα Χριστού» που έχει κεφαλή, τον Κύριο Ιησού Χριστό και μέλη όλους τους βαπτισμένους (Προς Κορινθίους Α΄, ιβ΄, 12-27).
β΄. «Θεού γεώργιον» (Προς Κορινθίους Α΄, γ΄, 9) στο οποίο όλοι εμείς εργαζόμαστε για να καρποφορήσει.
γ΄. «Θεού οικοδομή» (Προς Κορινθίους Α΄, γ΄, 9) που πρέπει οι οικοδομούντες να κτίζουν τις ψυχές αγιασμένες, που να λάμπουν κοσμημένες με τις αρετές (Προς Κορινθίους Α΄, γ΄, 10-15).
δ΄. «Ναόν Θεού» (Προς Κορινθίους Α΄, γ΄, 16-17), αφού κατοικεί μέσα στους βαπτισμένους και ανάμεσά τους το άγιο Πνεύμα.
Η Ενορία μας
Οι βαπτισμένοι που ζουν στα όρια μιάς συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, συγκροτούν την Ενορία. Ενορία σημαίνει ότι κατοικούν εντός των ορίων μιάς συγκεκριμένης εκκλησιαστικής περιοχής, που έχει κέντρο τον Ιερό Ναό της Εκκλησίας.
Οι Ενορίες συγκροτούν την Μητρόπολη. Οι Μητροπόλεις την Τοπική Εκκλησία, όπως π.χ. σε μας, της Ελλάδος. Οι Τοπικές Εκκλησίες (Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες) την Καθολική Εκκλησία.
Η πυραμοειδής αυτή κλιμάκωση δεν τέμνει την Εκκλησία σε μικρότερα τμήματα. Αντιθέτως, κάθε Εκκλησιαστική Δομή, όσο μικράν και ολιγάριθμη κι αν είναι, αποτελεί πλήρη και τέλεια Εκκλησία με όλα τα γνωρίσματα και τα δικαιώματα και τα μέλη της μετέχουν στο ΕΝΑ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Η Εκκλησία έχει ιεραρχική δομή κατά την διδασκαλία του αποστόλου Παύλου:
«Γι’ αυτό στην Εκκλησία, ο Θεός τοποθέτησε τον καθένα στην ορισμένη του ϑέση: πρώτα έρχονται οι απόστολοι, σε δεύτερη ϑέση οι προφήτες, σε τρίτη οι διδάσκαλοι και ακολουθούν οι ϑαυματουργοί, οι ϑεραπευτές, αυτοί που παραστέκονται στις ανάγκες, οι διαχειριστές, όσοι λαλούν διάφορα είδη γλωσσών. Δεν είναι όλοι απόστολοι ούτε όλοι προφήτες ούτε όλοι διδάσκαλοι. Δεν είναι όλοι ϑαυματουργοί ούτε όλοι ϑεραπευτές ούτε όλοι λαλούν γλώσσες και ούτε όλοι ξέρουν πώς να τις εξηγούν» (Προς Κορινϑίους Α΄ ιβ΄, 28-30).
«Αυτός (δηλαδή ο Θεός), σε άλλους έδωσε το χάρισμα του Αποστόλου, σε άλλους του Προφήτου, σε άλλους του Ευαγγελιστού και σε άλλους του Ποιμένα και Διδασκάλου» (Προς Εφεσίους δ΄, 11).
Από την μαρτυρία των Πράξεων των Αποστόλων πληροφορούμαστε πώς ζούσαν τα μέλη της Εκκλησίας κατά την εποχή των αγίων Αποστόλων.
«Όλοι οι πιστοί ζούσαν σε ένα τόπο και είχαν τα πάντα κοινά: πουλούσαν ακόμη και τα κτήματα και τα υπάρχοντά τους, και μοίραζαν τα χρήματα σε όλους, ανάλογα με τις ανάγκες του καϑενός. Κάϑε ημέρα συγκεντρώνονταν με ομοψυχία στον ναό, τελούσαν την θεία Ευχαριστία σε σπίτια, τρώγοντας την τροφή τους γεμάτοι χαρά και με απλότητα στην καρδιά. Δοξολογούσαν τον Θεό, και όλος ο λαός τους εκτιμούσε. Και ο Κύριος προσέθετε κάϑε ημέρα στην Εκκλησία αυτούς που σώζονταν» (Πράξεων β΄ 44-47).
Σύμφωνα με την περικοπή, η ζωή τους περιστρεφόταν σε τρεις άξονες.
Πρώτον: στην προσευχή και στην λατρεία του Θεού, που έχει κέντρο της την τέλεση της θείας Ευχαριστίας και την μετάληψη του αγίου Σώματος και του τιμίου Αίματος του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Δεύτερον: στην διδασκαλία, την μελέτη, και την ακρόαση του λόγου του Θεού.
Τρίτον: στην αλληλεγγύη και φιλαδελφία, που εκφραζόταν με την κοινοκτημοσύνη.
Αυτός ο αποστολοπαράδοτος τρόπος ζωής συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε όλες τις κοινότητες των βαπτισμένων, δηλαδή τις Ενορίες.
Ο Επίσκοπός μας
Ο Επίσκοπος είναι η Προϊσταμένη Αρχή των Ενοριών και των ανθρώπων, οι οποίοι διακονούν σε αυτές. Αυτό απορρέει από το Κανονικό Πολίτευμα της Εκκλησίας, το οποίο είναι Επισκοποκεντρικό και θεμελιώνεται επί της πνευματικής σχέσεως και εξαρτήσεως Κλήρου και Λαού από τον Επίσκοπο. Γι᾿ αυτό είναι ανάγκη να κατανοήσουμε, ότι ο Επίσκοπος δεν είναι απλώς ο διοικητικός Προϊστάμενος, αλλά ένας στοργικός Πνευματικός Πατέρας, Ποιμένας και Διδάσκαλος, στον οποίο έχει ανατεθεί από τον Θεό, με την εκλογή του, η επιμέλεια των ψυχών των πιστών. Με αυτό τον τρόπο οφείλουμε να βλέπουμε τον Επίσκοπο, να υπακούουμε στις εντολές του, να μην ασεβούμε σε αυτόν και να μη δυσανασχετούμε, όταν εκείνος προσπαθεί να διορθώσει τα ενίοτε κακώς κείμενα.
Ο απόστολος Παύλος συνιστά στους πιστούς να σέβονται, να υπακούουν, να αγαπούν και να εκτιμούν τους Ποιμένες τους, που επιμελούνται τις ψυχές τους:
«Να ϑυμάστε τους εκκλησιαστικούς ηγέτες σας, που σας μετέδωσαν τον λόγο του Θεού» (Προς Εβραίους ιγ΄, 7).
«Να ακολουϑείτε πιστά και να υπακούετε τους εκκλησιαστικούς ηγέτες σας. Γιατί αυτοί αγρυπνούν για την σωτηρία σας, επειδή θα δώσουν λόγο στον Θεό. Έτσι, η μέριμνά τους θα γίνεται με χαρά, και όχι με στενοχώρια, πράγμα που δεν σας συμφέρει» (Προς Εβραίους ιγ΄, 17).
Γράφει, επίσης, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος για τον Επίσκοπο και την πνευματική εξουσία του:
«Βλέποντας τον Επίσκοπό σας, γνώρισα ότι ούτε από το εαυτό του ούτε από ανθρώπους απόκτησε την διακονία που ανήκει στο σύνολο, και ούτε από κενοδοξία, αλλά μέσα στην αγάπη του Θεού Πατρός και του Κυρίου Ιησού Χριστού» (Προς Φιλαδελφείς § 1 ΒΕΠΕΣτ. 2 σελ. 306).
Ο απόστολος Παύλος γράφει, ότι ουδείς εργαζόμενος αμείβεται και ουδείς αγωνιζόμενος στεφανούται «αν μη νομίμως αθλήση» (Τιμοθέου Β΄, β΄, 5).
Όταν μία Ιερά Μητρόπολη είναι καλώς οργανωμένη, όταν μάχεται, όταν δραστηριοποιείται, όταν συντονίζει, όταν κινείται, όταν ζει και αγωνίζεται, τότε και όλη η Εκκλησία προβάλλεται.
Κατά συνέπεια, επιβάλλεται όλα να γίνονται εντός της Εκκλησίας «κατά τάξιν» και «ευσχημόνως» (Προς Κορινθίους Α΄, ιδ΄, 40), για να έχουν την ευλογία του Θεού.