Μια μεγάλη αλήθεια διακηρύττει ο Απ. Παύλος σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί προς τους Χριστιανούς της Εκκλησίας της Κορίνθου. «Εσείς είστε ναοί του ζωντανού Θεού». Πρωτόγνωρος λόγος σε ανθρώπους που προέρχονται από τον ειδωλολατρικό χώρο να ακούν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι κατοικητήρια του Θεού.
Γνωρίζουμε ότι από τότε που ο άνθρωπος αντελήφθη ότι είναι δημιούργημα και κάποια υπερτέρα από αυτόν δύναμη υπάρχει, από τότε άρχισε να κτίζει ναούς και θυσιαστήρια. Από τα πανάρχαια χρόνια, από τότε που εθεωρείτο απολίτιστος άρχισε να αισθάνεται την ανάγκη της προσευχής και της λατρείας, επικαλούμενος δυνάμεις πνευματικές, ανώτερες από αυτόν, έτσι ώστε να τον βοηθήσουν στις δυσκολίες της ζωής του ή να εξευμενίσει αυτές τις δυνάμεις προκειμένου να μην τον τιμωρήσουν.
Καθώς ο άνθρωπος προοδεύει και εκπολιτίζεται, αρχίζει να κτίζει ναούς που θεωρούνται τα σπουδαιότερα κτίσματα σε αρχιτεκτονική τέχνη και πλούτο. Να θυμηθούμε μερικά από αυτά όπως ο πύργος της Βαβέλ που η κορυφή του ήταν ναός. Οι αρχαίοι ναοί της Αιγύπτου. Η αρχαία Ελλάδα γεμάτη από περικαλλείς ναούς με κορυφαίο τον Παρθενώνα. Ο Ναός του Σολομώντα. Μεγάλοι και περικαλλείς ναοί σε όλον τον χριστιανικό κόσμο με κορυφαίο τον Ναό της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Ο θρησκευόμενος άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να λατρεύει και να επικοινωνεί με τον Θεό του σε συγκεκριμένο χώρο γι’ αυτό και φροντίζει πάντα αυτός ο χώρος να είναι ό,τι το ωραιότερο, ό,τι το περικαλέστερο, να αρμόζει κατάλληλα σ’ αυτό για το οποίο χτίστηκε.
Όμως αδελφοί μου ακούμε σήμερα τον Μέγα Παύλο να μας λέει ότι εμείς είμαστε ναοί του ζωντανού Θεού, «ὑμεῖς ναός Θεοῦ έστε ζῶντος». Τι ύψιστη τιμή, η ψυχή και το σώμα μας είναι ο πραγματικός ναός του ζωντανού Θεού. Αυτός που δεν χωρεί ολόκληρη η κτίση, Αυτόν αξιώνεται να χωρέσει ο άνθρωπος, να τον φιλοξενήσει, να κατοικήσει εντός του. Ο μόνος υπεράνω όλων των Ναών της γης είναι ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος που θέλει να κατοικεί ο Θεός στην καρδιά του. Να γίνεται αναπαυτικός θρόνος Του.
Όμως αδελφοί θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι, όπως φροντίζουμε ώστε οι Ναοί μας να είναι καθαροί, ευπρεπισμένοι με τα ομορφότερα και πολυτελέστερα σκεύη και θεωρούμε ότι όλα είναι ιερά, μέσα σ’ αυτόν τον Ναό, το ίδιο πρέπει να γίνεται με τον ανθρώπινο ναό. Τι μας λέγει ο Απ. Παύλος σήμερα; «καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καὶ πνεύματος ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ». Να διατηρούμε την ψυχή και το σώμα μας ολοκάθαρα, κατάλευκα χωρίς καμία, ει δυνατόν, κηλίδα αμαρτίας και μολυσμού. Αυτό θα γίνει όταν ο Χριστιανός προσέχει όχι μόνο το πώς ενεργεί, αλλά
προπαντός τις σκέψεις και τους πόθους του. Κάθε μέρα να αγωνίζεται στην αρετή και τον αγιασμό.
Να ζει με την συνεχή σκέψη ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών και προπαντός κατοικεί εντός μας. Μας αποκαλεί παιδιά του! «Ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱούς καὶ θυγατέρας». Δια του Ιησού Χριστού με τον Σταυρικό του θάνατο και την ανάσταςή Του αποκατασταθήκαμε στο «Αρχαίον κάλος» λάβαμε και πάλι την «Υιοθεσίαν». Γίναμε παιδιά Του. Η αιτία της σωτηρίας μας είναι ο Χριστός μας. Η αμαρτία αμαυρώνει τον άνθρωπο, τον απομακρύνει από τον Θεό και τον αλλοτριώνει.
Λέγεται ότι ο μεγάλος ζωγράφος Ντα Βίτσι όταν θέλησε να κάνει τον μυστικό δείπνο έψαχνε να βρεί ένα μοντέλο για την απεικόνιση του Χριστού. Μετά από πολύ καιρό ανακάλυψε σε μια χορωδία κάποιας Εκκλησίας ένα γλυκύτατο νέο και τον χρησιμοποίησε. Πέρασαν όμως κάποια χρόνια και το έργο σταμάτησε διότι δεν έβρισκε το κατάλληλο πρόσωπο για να απεικονίσει το πρόσωπο του Ιούδα. Μια μέρα στον δρόμο συναντά ένα νέο με γερασμένο πρόσωπο, με βαθιά θλίψη, με κουρασμένα χαρακτηριστικά. Του προτείνει και ο νέος δέχεται να γίνει το πρόσωπο του Ιούδα.
Σαν στάθηκε μπροστά στον πίνακα του Μυστικού Δείπνου και ο ζωγράφος τον ζωγράφιζε, τότε ο νέος άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ο ζωγράφος απορεί και τον ρωτά τι συμβαίνει; Και εκείνος απαντά: «Είμαι ο νέος που προ ετών βρέθηκα πάλι εδώ μέσα, όμως τότε ήμουν μοντέλο του Χριστού. Τώρα είμαι του Ιούδα». «Πως έγινε παιδί μου αυτό το μεγάλο κακό;» «έχασα τον Θεόν! Έπεσα στην αμαρτία. Έγινα ένα αληθινό κουρέλι». Αυτά είπε ο νέος με αναφιλητά! Εμείς τι άλλο να πούμε; Η ιστορία μιλάει μόνη της. Αμήν!