Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὅ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασιν καί ὑμεῖς εἰς τόν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε».
Ἕνας διάλογος κυριαρχεῖ στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα γυναίκα. Ὁ Χριστός συνομιλεῖ μέ μία γυναίκα ἁμαρτωλή, θά λέγαμε, τήν ὁποία συναντᾶ γιά πρώτη φορά καί, ἄν καί γνωρίζει τήν κατάστασή της, τῆς ἀποκαλύπτει μερικές ἀπό τίς ὑψηλότερες ἀλήθειές του σχετικά μέ τή φύση τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τή λατρεία του.
Ὁ διάλογος αὐτός δέν εἶναι ὅμως ἡ μοναδική συνομιλία τοῦ Κυρίου στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ὑπάρχει καί μία ἀκόμη συνομιλία, αὐτή τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του, ὅταν ἐκεῖνοι ἐπιστρέφουν στό φρέαρ τῆς Σιχάρ, ὅπου τόν εἶχαν ἀφήσει, καί πῆγαν γιά νά ἀγοράσουν τρόφιμα.
Οἱ μαθητές ἀποροῦν ὄχι μόνο γιατί βρίσκουν τόν Διδάσκαλό τους νά συνομιλεῖ μέ τή Σαμαρείτιδα, ἀλλά καί γιατί, ὅταν τοῦ προτείνουν νά φάγει, τούς ἀπαντᾶ ὅτι ἡ δική του τροφή εἶναι διαφορετική.
Ἔτσι ἀρχίζει ἡ συνομιλία τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του σχετικά μέ τό ἔργο του ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά καί μέ τό ἔργο τῶν μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι θά κληθοῦν νά συνεχίσουν τό δικό του ἔργο.
Ὁ Χριστός παρομοιάζει τό ἔργο του μέ σπορά πού ἔχει δώσει ἤδη καρπούς, τούς ὁποίους καλοῦνται οἱ μαθητές του νά θερίσουν. Ἡ παρομοίωση αὐτή εἶναι ἀρκετά συνηθισμένη στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, γιατί σχετίζεται μέ μία εἰκόνα ἐξαιρετικά οἰκεία καί στούς μαθητές του ἀλλά καί στούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς. Αὐτό ὅμως πού θέλει νά τονίσει ὁ Ἰησοῦς πρός τούς μαθητές του εἶναι ἡ θέση τους στό ἔργο πού σέ λίγο θά ἀναλάβουν. «Ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὅ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε». Σᾶς ἔστειλνα νά θερίζετε αὐτό γιά τό ὁποῖο δέν κοπιάσατε. Καί αὐτό εἶναι ἀλήθεια. Ὄχι βεβαίως ὅτι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι δέν κοπίασαν διατρέχοντας ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη γιά νά διδάξουν τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά ὁ Χριστός εἶχε προηγηθεῖ, τό κήρυγμά του εἶχε δώσει καρπόν ἑκατονταπλασίονα, τούς πιστούς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἀλλά καί τόν ἀπόστολο Παῦλο τόν ὁποῖο κάλεσε προσωπικά ὁ Χριστός στήν πίστη του, καί οἱ μαθητές του δέν καλοῦντο νά ἀρχίσουν κάτι ἀπό τήν ἀρχή, νά κάνει δηλαδή ὁ καθένας τό δικό του ἔργο, ἀλλά νά συνεχίσουν τό ἔργο τοῦ Κυρίου καί νά βαδίσουν ἐπί τά ἴχνη του.
Εἶναι γνωστό πόσο πιό εὔκολο εἶναι νά συνεχίζεις ἕνα ἔργο παρά νά τό ἀρχίζεις ὁ ἴδιος, γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός ὑπενθυμίζει στούς μαθητές του ὅτι τό ἔργο τους εἶναι σάν τόν θερισμό, πού μπορεῖ νά εἶναι κοπιώδης λόγω τοῦ καύσωνος, ἔχει ὅμως συγχρόνως καί τήν ἀπόλαυση τῶν καρπῶν, γιά τούς ὁποίους δέν κοπίασαν ἐκεῖνοι ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
«Ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὅ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασιν καί ὑμεῖς εἰς τόν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε». Σᾶς ἔστειλα νά θερίσατε αὐτό γιά τό ὁποῖο δέν κοπιάσατε, τούς λέγει. Ἄλλοι κοπίασαν καί ἐσεῖς μπήκατε στόν δικό τους κόπο.
Ἡ ὑπόμνηση τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές του ἔχει καί μία ἐπιπλέον σημασία. Ἐπιδιώκει νά περιστείλει τή φυσική ἀνθρώπινη ὑπερηφάνεια πού μᾶς ὠθεῖ νά νομίζουμε ὅτι ὅλα ἐμεῖς τά κάνουμε, ὅτι ὅλα ἐμεῖς τά κατορθώνουμε μόνοι μας στή ζωή μας, εἴτε τή φυσική εἴτε τήν πνευματική. Ὅμως καί ἐμεῖς, ὅπως βεβαίως καί οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, εἴτε εἴμεθα κληρικοί, εἴτε εἴμεθα μοναχοί, εἴτε εἴμεθα ἁπλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δέν θά πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι τίποτε δέν ἐπιτυγχάνουμε μόνοι μας. Γι᾽ αὐτό καί δέν θά πρέπει ποτέ νά καυχώμεθα γιά ὅσα τυχόν ἐπιτυγχάνουμε.
Ἄν σκεφθοῦμε πόσοι ἀπόστολοι, πόσοι ἱεράρχες, πόσοι ἅγιοι, πόσοι κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου, πόσοι ὁμολογητές, πόσοι ὅσιοι, ἐργάσθηκαν στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, ὑπέμειναν διωγμούς καί μαρτύρια, κήρυξαν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὑπό ἀντίξοες συνθῆκες, ὑπερασπίσθηκαν τίς ἀλήθειες καί τά δόγματα τῆς πίστεώς μας ἀπό τούς αἱρετικούς καί τά διατύπωσαν μέ σαφήνεια, μᾶς παρέδωσαν τά λειτουργικά κείμενα καί τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας πού συνέθεσαν, ἔζησαν ἀκόμη «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» καί ἔγιναν φῶς καί στή δική μας πορεία, μᾶς ἔδειξαν μέ τόν λόγο καί τήν ἁγία ζωή τους πῶς πρέπει νά ἀγωνιζόμεθα γιά νά ζήσουμε καί ἐμεῖς τήν ἐν Χριστῷ ζωή, τότε θά κατανοήσουμε πώς ἡ ζωή μας μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ζωή μέσα σέ ἕνα ἄγνωστο περιβάλλον, ἀλλά εἶναι μιά πορεία στά ἴχνη τῶν ὁσίων ἁγίων, οἱ ὁποῖοι κοπίασαν γιά νά ἀνοίξουν τόν δρόμο καί γιά μᾶς, γιά νά κάνουν τό δικό μας ἔργο ὡς κληρικῶν, ὡς μοναχῶν καί ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μας εὐκολότερο καί ἀνετώτερο ἀπό τό δικό τους.
Ἄν τό κατανοήσουμε αὐτό, τότε δέν θά ἔχουμε περιθώριο νά νομίζουμε ὅτι εἴμεθα κάτι σπουδαῖο ἤ ὅτι τό ἔργο πού προσφέρουμε στήν Ἐκκλησία εἶναι κάτι σημαντικό, ἀλλά θά εἴμεθα εὐγνώμονες, διότι «ἄλλοι κεκοπιάκασιν καί ἡμεῖς εἰς τόν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθαμεν» καί θά ἀγωνιζόμεθα μέ ταπείνωση νά συνεχίζουμε τό ἔργο πού ἔχουμε ἀναλάβει, ὥστε νά μήν βρεθοῦμε ἀναπολόγητοι κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἀλλά νά λάβουμε καί ἐμεῖς τόν μισθό τῶν κόπων μας ἀπό τόν δικαιοκρίτη Κύριο.