Dogma

Κυριακή του Παραλύτου στα Κοιμητήρια Βεροίας

Την Κυριακή 7 Μαΐου (Παραλύτου) το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε στην Ενορία Αγίου Αθανασίου στα κοιμητήρια Βεροίας.

Ομιλία Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Βεροίας:

Τρία θαύματα μᾶς παρουσίασαν τά ἀναγνώσματα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Δύο παράλυτοι, ὁ ἕνας ἐπί τριάντα ὀκτώ ἔτη καί ὁ ἄλλος ἐπί ὀκτώ θεραπεύονται. Ὁ πρῶτος ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, πού τόν συνάντησε στήν Προβατική κολυμ­βήθρα καί τόν σπλαχνίσθηκε ἀκού­οντας τήν κραυγή τῆς ἀπελπισίας του: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὁ δεύτερος θεραπεύθηκε ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.

Κατάκοιτοι ἦταν καί οἱ δύο, ἀδύναμοι νά σταθοῦν στά πόδια τους, καί ὅμως μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ σηκώθηκαν ὑγιεῖς καί ἐπέστρεψαν στό σπίτι τους.

Καί ἐάν τά δύο αὐτά θαύματα εἶναι θεραπεῖες ἀνθρώπων πού ἔπα­σχαν ἀπό μία βαρειά ἀσθένεια, τό τρίτο θαῦμα, τό ὁποῖο περιγρά­φει ὁ ἱερός συγγραφέας τῶν Πρά­ξεων τῶν Ἀποστόλων, ὁ εὐαγγε­λι­στής Λουκᾶς, εἶναι ἀκόμη πιό με­γά­λο. Εἶναι ἡ ἀνάσταση τῆς Ταβι­θᾶ.

Μαθήτρια τῶν ἀποστόλων ἦταν ἡ Ταβιθᾶ καί εἶχε ἀφιερώσει τή ζωή της στή διακονία τῶν χηρῶν καί τῶν ἐνδεῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅταν πλη­ρο­φορήθηκαν τόν θάνατό της ἦταν ἀπαρηγόρητοι γιά τό θλιβερό γεγο­νός. Γι᾽ αὐτό καί παρεκάλεσαν τόν ἀπόστολο Πέτρο νά ἔρθει καί νά τούς βοηθήσει.

Ὁ ἀπόστολος ἀνταποκρίθηκε στό αἴτημά τους. Ἦλθε, προσευχήθηκε δίπλα στό κρεβάτι τῆς νεκρῆς καί ἐκείνη ἄνοιξε τά μάτια της καί ἐπανῆλθε στή ζωή, γεγονός πού χα­ροποίησε ὅσους τήν γνώριζαν, ἀλλά ἔκανε καί πολλούς ἀνθρώ­πους νά πιστεύσουν στόν Χριστό, ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Καί ὄχι τυχαῖα, γιατί τά θαύματα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως στή δύναμη τοῦ Θεοῦ καί συγχρόνως ἀπόδειξή της.

Ὁ Χριστός δέν θεράπευε τούς ἀνθρώπους γιά νά κάνει ἐπίδειξη τῆς προσωπικῆς του δυνάμεως, ἀλλά γιά νά τούς βοηθήσει νά κατα­νοήσουν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ἦταν ἡ Ζωή καί Ἀνάσταση, ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά ἀποκαταστή­σει τόν ἄνθρωπο στήν προπτωτική κατάσταση καί νά τοῦ χαρίσει τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνιο ζωή. Γιατί, ὅπως γνωρίζουμε, ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο γιά νά πεθά­νει οὔτε γιά νά ταλαιπωρεῖται καί νά βασανίζεται ἀπό ἀσθένειες, ἀλλά γιά νά ζεῖ αἰώνια κοντά στόν Θεό.

Οἱ ἀσθένειες ὅμως καί ὁ θάνατος πού εἰσῆλθαν στή ζωή τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι συνέπεια τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων καί τῆς ἀπο­μα­κρύνσεώς τους ἀπό τόν Παρά­δεισο. Εἶναι ὁ πόνος καί ἡ δυσκολία πού προεῖπε ὁ Θεός στόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, πού θά ἔκαναν τούς ἀν­θρώπους νά θυμοῦνται τί στερήθη­καν παρακούοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί νά θέλουν νά ἐπιστρέ­ψουν στήν προτέρα κατάσταση.

Τήν ἐπιστροφή ὅμως αὐτή δέν μπορούσαμε νά τήν ἐπιτύχουμε μό­νοι μας οἱ ἄνθρωποι. Γι᾽ αὐτό καί μέσα στό σχέδιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μέσα στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο. Δίδαξε, θεράπευσε τίς ἀσθέ­νειες τῶν ἀνθρώπων, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε. Καί μέ τήν Ἀνά­στασή του ὁ Χριστός νίκησε τόν αἴ­τιο τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, τόν διάβολο, νίκησε τόν θάνατο καί μᾶς ἔδωσε τήν προοπτική τῆς ἀθανασίας καί τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νά ὑφιστά­με­θα ἀκόμη τόν πόνο τῆς ἀσθενείας καί τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου, ἐφό­σον ὅμως πιστεύουμε στόν ἀναστά­ντα Κύριό μας, γνωρίζουμε ὅτι καί οἱ ἀσθένειες καί ὁ θάνατος καί ὅ,τι θλιβερό ἤ δυσάρεστο ὑπάρχει στή ζωή μας εἶναι προσωρινό, δέν εἶναι μόνιμο καί αἰώνιο.

Αὐτήν τήν ἀλήθεια μᾶς τονίζει καί μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων ἀποστόλων πού ἀκοῦμε στά ἀναγνώματα τῶν Κυριακῶν τῆς μεταπασχαλίου περιόδου.

Αὐτήν τήν ἀλήθεια τόνισε σήμερα καί σέ ἐμᾶς, πού ἤλθαμε γιά νά τιμήσουμε μεθεορτίως τή μνήμη τοῦ προστάτου τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, πατριάρχου Ἀλε­ξανδρείας, καί νά προσευχη­θοῦμε καί γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ μας Ἀποστόλου, μέ τά τρία θαύματα πού ἀκούσαμε στό ἀπο­στολικό καί τό εὐαγγελικό ἀνά­γνω­σμα.

Δέν θά πρέπει, λοιπόν, νά ἀπο­γοη­τευόμεθα ἤ καί νά ἀπελπιζό­μεθα ἀπό τίς ἀσθένειες ἤ καί τόν θάνατο πού μπορεῖ νά μᾶς δοκιμά­ζουν. Εἶναι φυσικό νά συμβαίνουν, γιατί εἶναι στοιχεῖα τῆς φθαρτῆς ἀνθρωπίνης μας φύσεως. Μποροῦ­με ὅμως νά τά ὑπερβοῦμε μέ τήν πίστη στόν ἀναστάντα Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει τή δύναμη νά θεραπεύσει τίς ἀσθένειές μας, ἀλλά καί αὐτός πού μᾶς χαρίζει τήν προοπτική τῆς αἰωνίου ζωῆς, στήν ὁποία δέν ὑπάρ­χει οὔτε πόνος οὔτε λύπη οὔτε στεναγμός. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά τόν πιστεύουμε καί νά ἀποδεικνύουμε τήν πίστη μας μέ τά ἔργα μας καί κυρίως μέ τήν τήρηση τῶν ἐντο­λῶν του.