Ομιλία Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Βεροίας:
Τρία θαύματα μᾶς παρουσίασαν τά ἀναγνώσματα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Δύο παράλυτοι, ὁ ἕνας ἐπί τριάντα ὀκτώ ἔτη καί ὁ ἄλλος ἐπί ὀκτώ θεραπεύονται. Ὁ πρῶτος ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, πού τόν συνάντησε στήν Προβατική κολυμβήθρα καί τόν σπλαχνίσθηκε ἀκούοντας τήν κραυγή τῆς ἀπελπισίας του: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὁ δεύτερος θεραπεύθηκε ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Κατάκοιτοι ἦταν καί οἱ δύο, ἀδύναμοι νά σταθοῦν στά πόδια τους, καί ὅμως μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ σηκώθηκαν ὑγιεῖς καί ἐπέστρεψαν στό σπίτι τους.
Καί ἐάν τά δύο αὐτά θαύματα εἶναι θεραπεῖες ἀνθρώπων πού ἔπασχαν ἀπό μία βαρειά ἀσθένεια, τό τρίτο θαῦμα, τό ὁποῖο περιγράφει ὁ ἱερός συγγραφέας τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, εἶναι ἀκόμη πιό μεγάλο. Εἶναι ἡ ἀνάσταση τῆς Ταβιθᾶ.
Μαθήτρια τῶν ἀποστόλων ἦταν ἡ Ταβιθᾶ καί εἶχε ἀφιερώσει τή ζωή της στή διακονία τῶν χηρῶν καί τῶν ἐνδεῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅταν πληροφορήθηκαν τόν θάνατό της ἦταν ἀπαρηγόρητοι γιά τό θλιβερό γεγονός. Γι᾽ αὐτό καί παρεκάλεσαν τόν ἀπόστολο Πέτρο νά ἔρθει καί νά τούς βοηθήσει.
Ὁ ἀπόστολος ἀνταποκρίθηκε στό αἴτημά τους. Ἦλθε, προσευχήθηκε δίπλα στό κρεβάτι τῆς νεκρῆς καί ἐκείνη ἄνοιξε τά μάτια της καί ἐπανῆλθε στή ζωή, γεγονός πού χαροποίησε ὅσους τήν γνώριζαν, ἀλλά ἔκανε καί πολλούς ἀνθρώπους νά πιστεύσουν στόν Χριστό, ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Καί ὄχι τυχαῖα, γιατί τά θαύματα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως στή δύναμη τοῦ Θεοῦ καί συγχρόνως ἀπόδειξή της.
Ὁ Χριστός δέν θεράπευε τούς ἀνθρώπους γιά νά κάνει ἐπίδειξη τῆς προσωπικῆς του δυνάμεως, ἀλλά γιά νά τούς βοηθήσει νά κατανοήσουν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ἦταν ἡ Ζωή καί Ἀνάσταση, ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά ἀποκαταστήσει τόν ἄνθρωπο στήν προπτωτική κατάσταση καί νά τοῦ χαρίσει τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνιο ζωή. Γιατί, ὅπως γνωρίζουμε, ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο γιά νά πεθάνει οὔτε γιά νά ταλαιπωρεῖται καί νά βασανίζεται ἀπό ἀσθένειες, ἀλλά γιά νά ζεῖ αἰώνια κοντά στόν Θεό.
Οἱ ἀσθένειες ὅμως καί ὁ θάνατος πού εἰσῆλθαν στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνέπεια τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων καί τῆς ἀπομακρύνσεώς τους ἀπό τόν Παράδεισο. Εἶναι ὁ πόνος καί ἡ δυσκολία πού προεῖπε ὁ Θεός στόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, πού θά ἔκαναν τούς ἀνθρώπους νά θυμοῦνται τί στερήθηκαν παρακούοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί νά θέλουν νά ἐπιστρέψουν στήν προτέρα κατάσταση.
Τήν ἐπιστροφή ὅμως αὐτή δέν μπορούσαμε νά τήν ἐπιτύχουμε μόνοι μας οἱ ἄνθρωποι. Γι᾽ αὐτό καί μέσα στό σχέδιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μέσα στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο. Δίδαξε, θεράπευσε τίς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε. Καί μέ τήν Ἀνάστασή του ὁ Χριστός νίκησε τόν αἴτιο τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, τόν διάβολο, νίκησε τόν θάνατο καί μᾶς ἔδωσε τήν προοπτική τῆς ἀθανασίας καί τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νά ὑφιστάμεθα ἀκόμη τόν πόνο τῆς ἀσθενείας καί τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου, ἐφόσον ὅμως πιστεύουμε στόν ἀναστάντα Κύριό μας, γνωρίζουμε ὅτι καί οἱ ἀσθένειες καί ὁ θάνατος καί ὅ,τι θλιβερό ἤ δυσάρεστο ὑπάρχει στή ζωή μας εἶναι προσωρινό, δέν εἶναι μόνιμο καί αἰώνιο.
Αὐτήν τήν ἀλήθεια μᾶς τονίζει καί μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων ἀποστόλων πού ἀκοῦμε στά ἀναγνώματα τῶν Κυριακῶν τῆς μεταπασχαλίου περιόδου.
Αὐτήν τήν ἀλήθεια τόνισε σήμερα καί σέ ἐμᾶς, πού ἤλθαμε γιά νά τιμήσουμε μεθεορτίως τή μνήμη τοῦ προστάτου τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, καί νά προσευχηθοῦμε καί γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ μας Ἀποστόλου, μέ τά τρία θαύματα πού ἀκούσαμε στό ἀποστολικό καί τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Δέν θά πρέπει, λοιπόν, νά ἀπογοητευόμεθα ἤ καί νά ἀπελπιζόμεθα ἀπό τίς ἀσθένειες ἤ καί τόν θάνατο πού μπορεῖ νά μᾶς δοκιμάζουν. Εἶναι φυσικό νά συμβαίνουν, γιατί εἶναι στοιχεῖα τῆς φθαρτῆς ἀνθρωπίνης μας φύσεως. Μποροῦμε ὅμως νά τά ὑπερβοῦμε μέ τήν πίστη στόν ἀναστάντα Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει τή δύναμη νά θεραπεύσει τίς ἀσθένειές μας, ἀλλά καί αὐτός πού μᾶς χαρίζει τήν προοπτική τῆς αἰωνίου ζωῆς, στήν ὁποία δέν ὑπάρχει οὔτε πόνος οὔτε λύπη οὔτε στεναγμός. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά τόν πιστεύουμε καί νά ἀποδεικνύουμε τήν πίστη μας μέ τά ἔργα μας καί κυρίως μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του.