Ομιλία Σεβασμιωτάτου Βεροίας:
«Ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται».
Ἕνα μεγάλο θαῦμα, τό θαῦμα τῆς θεραπείας ἑνός ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, μᾶς παρουσίασε σήμερα ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Καί τό θαῦμα αὐτό ἦταν ὄντως μεγάλο, ὅπως παραδέχθηκαν καί οἱ Φαρισαῖοι, πού ὁμολόγησαν ὅτι δέν εἶχαν ἀκούσει ποτέ νά ἀποδίδει κανείς τήν ὅραση σέ ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό.
Ἀντί ὅμως νά τούς χαροποιήσει αὐτό τό θαῦμα καί νά τούς ὁδηγήσει στήν πίστη πρός τόν Χριστό, τούς κάνει νά ἀντιδροῦν, νά τό ἀμφισβητοῦν καί νά ἀμφιβάλλουν. Τούς κάνει ἀκόμη καί νά ἀπειλοῦν ἔμμεσα τόν τυφλό καί τούς γονεῖς του. Καί ὁ λόγος πού προκαλεῖ αὐτές τίς ἀντιδράσεις δέν εἶναι ἡ ἀμφιβολία τους γιά τό θαῦμα. Εἶναι ἡ ὑποκρισία τους. Τούς ἐνοχλεῖ δῆθεν, ὅπως συνέβη καί σέ ἄλλα θαύματα τοῦ Κυρίου, ὅτι ὁ Χριστός θεράπευε ἀνθρώπους κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τόν μωσαϊκό νόμο εἶναι ἀργία.
Ποιός μπορεῖ ὅμως νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἕνα θαῦμα, μία θεραπεία πού γίνεται μέ λίγο πηλό, μέ τόν ὁποῖο ἐπιχρίει ὁ Χριστός τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ, εἶναι ἐργασία; Ποιός πιστεύει ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν ἴαση σέ ἕναν ἄνθρωπο πού ταλαιπωρεῖται ἀπό τήν τύφλωση, γιά νά μήν ὑπάρξει τάχα παρέκκλιση ἀπό τόν νόμο;
Κανείς, ἀσφαλῶς, δέν μπορεῖ νά κάνει κάτι τέτοιο, παρά μόνον ἐκεῖνοι, οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦταν περισσότερο τυφλοί ἀπό τόν τυφλό τοῦ σημερινοῦ θαύματος, ὥστε δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν τό πνεῦμα τοῦ νόμου. Δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἐργασίας ἀπό τόν θεῖο νόμο δέν ἀφοροῦσε στά καλά ἔργα πρός τούς ἀνθρώπους καί στά ἔργα πού δοξάζουν τόν Θεό, ἀλλά στά ἔργα πού εἶναι ἀντίθετα πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐξυπηρετοῦν μόνο τίς ἀδυναμίες καί τήν κακία τῶν ἀνθρώπων.
Στή συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση ἡ ὑποκρισία τῶν Φαρισαίων, πού προβάλλουν τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου, προκειμένου νά μήν παραδεχθοῦν τή θεία προέλευση τοῦ Χριστοῦ, συνδυάζεται μέ τόν φθόνο καί τήν κακία πού ἐμφωλεύουν στήν ψυχή τους ἐναντίον του.
Ἀρνοῦνται τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἀρνοῦνται τήν ἀγάπη καί τήν ἀγαθή του προαίρεση πρός τούς ἀνθρώπους καί τόν συκοφαντοῦν. Ἐπιχειροῦν νά τρομοκρατήσουν τούς ἀνθρώπους, γιά νά μήν πιστεύσουν ὅτι ὁ Χριστός πού θεράπευσε τόν τυφλό ἦταν ὄχι ἁπλῶς προφήτης, ἀλλά ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ.
«Ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται», σημειώνει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, γιά νά ἐξηγήσει τή στάση τῶν γονέων τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ.
Εἶχαν ἀποφασίσει, λέγει, οἱ Ἰουδαῖοι νά ἐκδιώξουν ἀπό τή συναγωγή, νά διαγράψουν, θά λέγαμε, ἀπό τόν κατάλογο τῶν πιστῶν Ἰουδαίων, ὅποιον θά τολμοῦσε νά ὁμολογήσει τόν Χριστό ὡς Θεό. Νά τόν καταστήσουν ἀπόβλητο καί ἀποδιοπομπαῖο ἀπό τή θρησκεία καί τήν ἰουδαϊκή κοινωνία, ὑποβιβάζοντας καί ἐξευτελίζοντάς τον.
Αἰτία αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως ἦταν ὁ φθόνος τους ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἤθελαν νά ἐμποδίσουν τούς ἀνθρώπους νά πιστεύσουν σ᾽ Αὐτόν καί νά τόν ἀποδεχθοῦν ὡς Μεσσία. Καί τό ἐπέτυχαν στήν περίπτωση τῶν γονέων τοῦ τυφλοῦ, οἱ ὁποῖοι, ὅταν οἱ Φαρισαῖοι τούς κάλεσαν γιά νά τούς ρωτήσουν ἐάν πράγματι ὁ υἱός τους ἦταν τυφλός καί θεραπεύθηκε, τό ἐπιβεβαίωσαν, ἀλλά ἀπέφυγαν νά ποῦν πῶς συνέβη, γιατί φοβόταν τίς συνέπειες, φοβόταν νά ὁμολογήσουν τόν Χριστό.
Στή στάση τους αὐτή οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ δυστυχῶς δέν εἶναι μόνοι. Ἔχουν πολλούς συνοδοιπόρους σέ ὅλες τίς ἐποχές. Ἔχουν μαζί τους τούς ἀνθρώπους πού, ἄν καί κατανοοῦν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἄν καί πιστεύουν στόν Χριστό, φοβοῦνται νά τό παραδεχθοῦν δημόσια. Φοβοῦνται νά τόν ὁμολογήσουν, ὅταν ἐρωτηθοῦν. Φοβοῦνται νά δείξουν μέ τίς ἐπιλογές τους καί μέ τή στάση τους ὅτι πιστεύουν, γιά νά μήν ὑποστοῦν κάποιες δῆθεν συνέπειες. Φοβοῦνται, γιά νά μήν γίνουν καί αὐτοί «ἀποσυνάγωγοι», ἀκολουθώντας μέ παρρησία τόν Χριστό, καί στερηθοῦν τίς τιμές καί τά προνόμια τά ὁποῖα ὑπόσχονται ὅσοι εἶναι ἀντίθετοι στόν Χριστό καί τό θέλημά του. Καί ἔτσι προτιμοῦν νά ἀρνηθοῦν ἀντί νά ὁμολογήσουν τήν πίστη τους στόν Χριστό.
Ἄς ἐλέγξουμε ὅμως καί ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, γιά νά δοῦμε ποιά εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι στόν Χριστό. Ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας, ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας του ὄχι μόνο μέ τά λόγια ἀλλά καί μέ τίς ἐπιλογές καί τίς πράξεις μας ἤ τόν ἀρνούμεθα ἀκόμη καί μέ τή σιωπή μας, γιά νά μήν χάσουμε τίς φιλίες καί τίς τιμές τῶν ἀνθρώπων;
Ἄς δοῦμε τί κάνουμε, γιατί ὁ Χριστός δέν ἔχει βεβαίως ἀνάγκη τή δική μας ὁμολογία, ἀλλά εἶναι σαφής, ὅταν μᾶς λέγει «οὐ δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν», δέν μποροῦμε νά εἴμαστε δηλαδή καί μαθητές του καί ταυτόχρονα μαζί μέ ὅσους εἶναι ἀντίθετοι σέ Ἐκεῖνον, ἀλλά καί ὅταν λέγει ὅτι ὅποιος δέν τόν ὁμολογήσει ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, δέν θά τόν ἀναγνωρίσει καί Ἐκεῖνος ὡς μαθητή του ἐνώπιον τοῦ Πατρός.
Ἄς ἀποφύγουμε νά βρεθοῦμε στή θέση αὐτή γιά ἕνα πρόσκαιρο κέρδος, ἀλλά ἄς ὁμολογοῦμε τόν Χριστό παντοῦ καί πάντοτε, χωρίς φόβο, ὅπως ἔκανε καί ὁ θεραπευθείς τυφλός τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά βρεθοῦμε κοντ