Η επίσημη υποδοχή του Μητροπολίτη από τον κλήρο και τον λαό της πόλης πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Λουτρών, όπου με πομπή κατευθύνθηκαν στην πλατεία του Δημαρχείου. Ο Δήμαρχος Περιστερίου κ. Ανδρέας Παχατουρίδης καλωσόρισε τον Μητροπολίτη χαρακτηρίζοντας την ενθρόνισή του θεάρεστο ιστορικό γεγονός για την πόλη τονίζοντας πως «στο έργο σας θα μας έχετε όλους αρωγούς και θα είμαστε ετοιμοπόλεμους συμπαραστάτες».
Ο Μητροπολίτης Περιστερίου ευχαρίστησε τον Δήμαρχο, κλήρο και λαό για την θερμή υποδοχή και υπογράμμισε πως είναι δεδομένη η καλή διάθεση για αγαστή συνεργασία για το καλό όλων των συμπολιτών. «Έρχομαι από σήμερα κοντά σας ως πατέρας, φίλος και αδελφός» τόνισε ο Μητροπολίτης Περιστερίου.
Κατόπιν, με πομπή κατευθύνθηκαν στον ιερό μητροπολιτικό ναό, όπου ο Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Θεοχάρης ανέγνωσε την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου και το Προεδρικό Διάταγμα κι αμέσως μετά τελέσθηκε η ενθρόνιση.
Ως εκπρόσωπος του Κλήρου της Μητροπόλεως καλωσόρισε τον νέο Μητροπολίτη ο Πρωτοπρεσβύτερος Σεραφείμ Φαράσογλου, ενώ ο μαθητής Νεκτάριος Πανταζάτος εκ μέρους των νεανικών κατηχητικών ομάδων.
Στην συνέχεια στον ενθρονιστήριο λόγο του ο Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Κλήμης, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι «Συνηθίζεται σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ὁ ἐνθρονιζόμενος Ἀρχιερέας νὰ παρουσιάζει τὸ τί θὰ πράξει κατὰ τὸν χρόνο τῆς Διακονίας του, ἐν εἴδει «προγραμματικῶν δηλώσεων».
Αὐτὲς δὲ οἱ «προγραμματικὲς δηλώσεις» συχνὰ περιέχουν μεγάλες ὑποσχέσεις, ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ μία ἐνισχυμένη καὶ ἔντονη δόση συναισθηματισμοῦ καὶ οἱ ὁποῖες μᾶλλον δηλώνουν τί θὰ ἐπιθυμοῦσε ὁ ὁμιλῶν, παρὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑλοποιήσει.
Μοιάζουν αὐτὲς οἱ ὑποσχέσεις, ὅταν τὶς λέμε, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ ποιητής, ὡσὰν τὶς μέρες τοῦ μέλλοντος οἱ ὁποῖες ἐκ τῶν προτέρων «στέκοντ’ ἐμπροστά μας σὰ μιὰ σειρὰ κεράκια ἀναμμένα, χρυσᾶ, ζεστὰ καὶ ζωηρά»· ὅταν ὅμως κάποιος μετὰ ἀπὸ χρόνια τὶς κοιτάξει, μοιάζουν ὡσάν «μιὰ θλιβερὴ γραμμὴ κεριῶν σβυσμένων· τὰ πιὸ κοντὰ βγάζουν καπνὸν ἀκόμη…».
Ἤ, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, οἱ ὑποσχέσεις βουίζουν «σὰν χαλκὸς ἢ σὰν κύμβαλον ἀλαλάζον».
Σε άλλο σημείο υπογράμμισε ότι «Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρέσει τὴ δίψα γιὰ μεταμόρφωση, ἀλλὰ παράλληλα δὲν μπορεῖ νὰ μένει ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὴν διαστρεβλωμένη ἀντίληψη περὶ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν κομίζουμε κάποια εἴδηση οὔτε κάνουμε κάποια σπουδαία ἐξομολόγηση, ἐὰν σᾶς ποῦμε ὅτι οὔτε καὶ ἡ ταπεινότητά μας θὰ μποροῦσε νὰ ἑξαιρεθεῖ οὔτε ἀπὸ τὴν ἐκ Θεοῦ δοσμένη κλήση πρὸς τό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα μιᾶς ἀνθρωποκεντρικῆς ἀντίληψης περὶ ἀλλαγῆς.
Σὲ αὐτὴν ἄλλωστε τὴν λογική, ἀποφασίσαμε νὰ σπουδάσουμε θεολογία καὶ φιλοσοφία, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὰ θεωρητικὰ ἐκεῖνα ἐφόδια προκειμένου νὰ βοηθήσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀλλάξει ὁ κόσμος, ὅπως προειπώθηκε.
Βεβαίως ἡ ἀλλαγὴ τοῦ κόσμου περιελάμβανε καὶ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἐνετάχθημεν στὶς μοναχικὲς τάξεις ἑνὸς ἱστορικοῦ μοναστηριοῦ, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σαγματᾶ, στὴν ὁποία τότε ἀνθοῦσε μία ἀδελφότητα ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς ὄχι τυχαίου ἡγουμένου, τοῦ μακαριστοῦ Νικοδήμου.
Μὲ κέντρο καὶ βάση αὐτὴν τὴν περιώνυμη Μονὴ ξεκίνησε τὴν δεκαετία τοῦ ’80 καὶ ἀπὸ μέρους μας ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ὁράματος τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου. Τὸ πλαίσιο ὑφίστατο. Ἦταν ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Θηβῶν καὶ Λεβαδείας, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ τότε Μητροπολίτου Ἱερωνύμου καὶ νῦν Μακαριωτάτου Ἀθηνῶν», ενώ αναφέρθηκε στην οργάνωση κατηχητικών, εντευκτηρίων νεολαίας, σχολές γονέων, συναντήσεις φοιτητών, απογευματινά κηρύγματα για ενήλικες και άλλα πολλά τονίζοντας τη σημαντική συμβολή του τότε Μητροπολίτη Θηβών και νυν Αρχιεπίσκοπο.
Επίσης, ο Μητροπολίτης Περιστερίου στον λόγο του επεσήμανε ότι «Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἐκείνη ποὺ τελικὰ διαφοροποιεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία. Ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνέδεσε τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν καθομοίωση μὲ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογή. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πίστεψε ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ «ἀπευθείας» τὴν τάση πρὸς τὸν θάνατο, νὰ τροποποιήσει τὴν κτιστότητά του, ἀλλά «χρῶμα δὲν ἀλλάζουνε τὰ μάτια μόνο τρόπο νὰ κοιτᾶνε», ὅπως ἀφοπλιστικὰ καὶ ποιητικὰ ἀναφέρει ὁ στίχος.
Καὶ ὄχι μόνο δὲν ἔπαψε ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι δημιούργημα, συνώνυμο τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ ἀπεναντίας ἡ ἐπιλογή του νὰ παρακούσει τὸν Θεὸ τὸν ὁδήγησε στὸ σημεῖο ὁ θάνατος ἀπὸ δυνατότητα νὰ γίνει πραγματικότητα. Καὶ νὰ βιωθεῖ μέσα ἀπὸ μία ποικιλία στενάχωρων συμπτωμάτων καὶ ὀδυνηρῶν συναισθημάτων, ὅπως γλαφυρὰ μᾶς περιγράφει ἡ διήγηση τῆς Γενέσεως στὸ τρίτο κεφάλαιο.
Ἔκτοτε ὁ ἄνθρωπος ἐπιδίδεται στὸ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ συμπτώματα αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς καὶ σπάνια ἀγγίζει τὴν αἰτία ὅλων αὐτῶν, τὴν κακὴ δηλαδὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας. Ὅμως, ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦμε ἀπευθείας νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ συμπτώματα –καὶ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γι’ αὐτό– δὲν θὰ πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ἡ σωτηρία μας, εἶναι θέμα συμπεριφορᾶς ἢ ἠθικῆς. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου σχετίζεται μὲ τὴν ἀναφορά του ἢ ὄχι στὸν Θεό· ἐὰν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ σχέση μὲ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν δημιούργησε».
Προσέθεσε, ακόμη, ότι «Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἀντιμετωπίζουμε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸν Ἐπίσκοπο ὡς κάποιον ὁ ὁποῖος θὰ βρεῖ δουλειὰ στὸ παιδί μας, ὁ ὁποῖος θὰ φτιάξει ἱδρύματα, ὡς κάποιον ποὺ θὰ δώσει αἴγλη καὶ διασημότητα στοὺς γάμους μας ἢ στὴν βάπτιση τῶν παιδιῶν μας. Ἐλάχιστοι ὅμως τὸν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς εἰκόνα, ὡς «τύπον καὶ τόπον» τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ, ἐξ οὗ καὶ τὸ κῦρος καὶ ἡ αὐθεντία τοῦ Ἐπισκόπου. Τὸν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς ἕναν ἡγέτη κοσμικὸ περισσότερο, παρὰ ὡς κάποιον ποὺ μᾶς ἀναγγέλλει, ποὺ ἔρχεται νὰ μαρτυρήσει ὄχι περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του ἢ τοῦ τί θὰ κάνει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ περὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ τί ἔκανε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο: ἐγὼ οὐδὲν μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ κρίσιμο σημεῖο. Διότι μὲ βάση τὰ προαναφερθέντα, ἡ ἀποστολή μας καὶ ἡ εὐθύνη μας ὡς Ἐπισκόπου, νὰ γιατί, δὲν ἔχει ὡς περιεχόμενο νὰ σᾶς δώσουμε ὑποσχέσεις δευτερεύουσες. Ἡ μόνη σημαντικὴ ὑπόσχεση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστός, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «οὐκ ἐάσω ὑμᾶς ὀρφανούς» καθ’ ὅτι «ἄλλον ὑμῖν ἀποστέλλει παράκλητον ὁ Πατήρ». Σὲ τούτη τὴ συνάφεια, ἡ σωτηρία μας, ὅπως διαβάζουμε καὶ στὸν Ἡσαΐα, δὲν προέρχεται οὔτε ἀπὸ ἄγγελο οὔτε ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἑπομένως, ἡ σωτηρία μας δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὲς τὶς δευτερεύουσες ὑποσχέσεις, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ κατὰ πόσον θὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ ἐν τῇ εὐχαριστίᾳ διὰ τοῦ Ἐπισκόπου».
Αναφέρθηκε, εξάλλου, στους προκατόχους του, ενώ ολοκληρώνοντας τον λόγο του απευθυνόμενος στον κλήρο και στον λαό της πόλης τόνισε «Ὡς Μητροπολίτης σας, πατέρες μου, δὲν προσδοκῶ κάποια κοσμικὴ ἐπιδοκιμασία, ἢ περιστασιακὲς ἀβρότητες καὶ δῶρα, ὅσο τὸν σεβασμό, τὴν συνεργασία καὶ τὴν ὑπακοή σας.
Ἀλλὰ καὶ ἐσεῖς, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, καλεῖστε νὰ ἐπιδεικνύετε πνεῦμα συνεργασίας καὶ μαθητείας. Ἡ συμμετοχή σας στὴν λατρευτικὴ ζωὴ δὲν εἶναι διακοσμητική, ἀλλὰ συστατική. Σκεφθεῖτε τὸ ἁπλό, ὅτι ἕνας ἱερέας ἀπαγορεύεται νὰ τελέσει θεία λειτουργία χωρὶς τὴν παρουσία ἔστω καὶ ἑνὸς ἄλλου Χριστιανοῦ. Καὶ νὰ ἐνθυμεῖστε ὅτι κάθε τάση ἀτομισμοῦ καὶ φιλαυτίας δηλητηριάζει τὴν ζωὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ὅμως, μολονότι εἶναι προσανατολισμένη στὰ ἔσχατα, ζεῖ καὶ κινεῖται ἐντὸς τῆς ἱστορίας. Διαλέγεται, ἐπικοινωνεῖ, συνεργάζεται καὶ μεταφέρει τὸ καινὸν ἦθος σὲ ὅλες τὶς δομὲς τῆς κοινωνίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἐπιθυμοῦμε νὰ διαβεβαιώσουμε ὅλες τὶς Ἀρχὲς καὶ τοὺς φορεῖς τῆς πόλεώς μας ὅτι μὲ προθυμία, σεβασμὸ καὶ ἀγαθὴ προαίρεση θὰ εἴμαστε δίπλα τους σὲ πᾶν ἔργον ἀγαθόν».
Ρεπορτάζ για το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας: Μάκης Αδαμόπουλος
Φωτογραφίες: Χρήστος Μπόνης