Dogma

Λαμπρός εορτασμός της Εγέρσεως του Αγίου Λαζάρου στο Διαβατό

Το Σάββατο 27 Απριλίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου, Ελένης και Ελευθερίου Διαβατού επί τη εορτή της Εγέρσεως του Αγίου και Δικαίου Φίλου του Χριστού Λαζάρου.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων κηρύττοντας τον θείο λόγο ευχήθηκε στον εορτάζοντα προϊστάμενο του Ιερού Ναού Πρωτοπρ. Λάζαρο Μουρατίδη για την ονομαστική του εορτή, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ κἄν ἀπο­θά­νῃ ζή­σεται, καί πᾶς ὁ πι­στεύ­ων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα».

Ὁ Χριστός βαδίζει πρός τήν Ἱε­ρου­σαλήμ, βαδίζει πρός τό Πά­θος του καί πρός τήν ὁλο­κλή­ρωση τῆς ἐπιγείου ζωῆς καί ἀποστολῆς του.

Ὁ Χριστός «ἐπείγεται πρός τό πά­θος», ὅπως θά ἀκούσουμε τίς ἑπό­μενες ἡμέρες, ἀλλά ἕνα θλι­βερό γε­γονός ὁδηγεῖ τά βήματά του στή Βη­θανία. Καί τό γεγονός αὐτό εἶναι ὁ θάνατος τοῦ φίλου του Λαζάρου.

Ὁ Χριστός, ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἄν καί γνω­ρίζει ὅτι ὁ Λάζαρος δέν ἀπέθανε ἀλλά καθεύδει, ὅπως λέγει, σπεύδει στή Βη­θα­νία γιά νά παρηγορήσει τίς ἀδελφές τοῦ νεκροῦ. Σπεύδει ὅμως ταυτόχρονα καί γιά νά τίς δι­δάξει καί μέσω αὐτῶν καί ὅλο τόν κόσμο τήν ἀλήθεια σχε­τικά μέ τόν θάνατο.

«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ κἄν ἀπο­θά­νῃ ζή­σεται, καί πᾶς ὁ πι­στεύ­ων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα». Ὅποιος πιστεύει σέ μένα καί ἄν πε­θάνει θά ζήσει καί ὁ καθένας πού πιστεύει σέ μένα δέν θά πεθάνει στόν αἰώνα.

Δυσνόητα καί ἀκατάληπτα τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ. Ποιός μπο­ροῦ­σε νά κατανοήσει τό νόημά τους; Ποιός μποροῦσε νά κα­τα­λά­βει τί σήμαιναν ἐκείνη τή χρο­­νική στιγ­μή; Ἀσφαλῶς κα­νείς· καί πολύ πε­ρισ­σό­τερο οἱ ἀδελ­φές τοῦ Λαζάρου, πού ἀ­κοῦν τά λόγια του καί τά προσ­­λαμβάνουν ὡς μία μελ­λοντι­κή προ­­οπτική. Ἀδυνα­τοῦν νά ἐν­νοή­σουν ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι κάτι πού μπορεῖ νά συμβεῖ ἄμεσα, γιατί δέν εἶχαν δεῖ ἀκόμη οὔτε τήν ἀνά­στα­ση τοῦ ἀδελφοῦ τους οὔτε πολύ περισ­σό­τε­ρο τήν ἀνάσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Χρι­στοῦ.

Γι’ αὐτό καί ὅταν ὁ Χριστός ρωτᾶ τή Μάρθα ἄν πι­στεύει σ’ αὐτά πού τῆς λέει, ἡ Μάρθα ἀπα­­ν­­τᾶ κατα­φα­τικά ἀλλά ἀόριστα: «ναί Κύριε, πι­στεύω ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἦρθε στόν κόσμο», γιατί δέν μπο­ρεῖ νά κατανοήσει ἀκόμη τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν πί­στη καί στή ζωή.

Ἄν ὅμως αὐτό ἦταν φυσικό καί δικαιο­λο­γη­μένο γιά τήν ἀδελ­φή τοῦ Λαζάρου πού δέν εἶχε ἐμπειρία τῆς ἀναστάσεως, γιά μᾶς, πού ἔχου­­­με αὐτή τήν ἐμπειρία μέσα ἀπό τή ζωή τοῦ Χρι­στοῦ καί τή ζωή τῶν ἁγίων, μέσα ἀπό τά ἱερά κεί­μενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά μᾶς πίστη καί ζωή, Χρι­στός καί ἀνάστα­ση εἶναι ἔν­νοι­ες ταυτόσημες. Καί ὅσο καί ἄν ἡ ἀδυ­­να­μία τοῦ ἀνθρω­πίνου νοῦ μᾶς ἐμπο­δί­ζει νά τό κα­τα­­νοήσουμε, θά πρέπει νά τό προ­σεγγίζουμε μέ τήν πίστη μας στόν Χριστό.

Γιά τόν Χριστό, τόν μονογενῆ Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρ­χει θά­νατος, για­τί ὁ θά­να­τος εἶναι συνέ­πεια τῆς ἁμαρ­τίας καί δέν μπορεῖ νά σχετί­ζεται μέ τόν ἀνα­μάρ­τητο Θεό.

Ἄν ὁ Χρι­στός πέθανε, ἦταν για­τί μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού ἀνέ­λα­βε μέ τήν ἐνσάρκωσή του ἀνέ­λαβε καί ὅ­λες τίς ἰδιό­τητές της. Ὁ Χριστός πέθανε γιά νά ἀναστηθεῖ. Πέθανε γιά νά χα­ρίσει ὄχι μόνο στούς ζῶντες ἀλλά καί στούς κε­κοι­μημένους τή δυνατότητα τῆς αἰώνιας ζω­ῆς. Γιατί ὁ Χριστός δέν ἔχει καμία σχέ­ση μέ τόν θάνατο. Θά­νατος εἶναι ἡ ἀπο­μάκρυνση ἀπό τόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή, ἡ μόνη ζωή, ἡ ἀλη­θι­νή ζωή. Ὅποι­ος πιστεύει, λοιπόν, στόν Χρι­στό ταυτίζεται μέ τόν Χριστό, ἄρα ταυ­τίζεται μέ τή ζωή καί κατά συνέ­πεια νικᾶ τόν θάνατο μέ τή βοή­θεια τοῦ Χριστοῦ καί ζεῖ τήν αἰώ­νια ζωή. Ὅποιος ἀντίθετα δέν πι­στεύει στόν Χριστό, παρα­μέ­νει δέ­σμιος τοῦ θανάτου· γιατί ἄν δέν πι­στεύεις στή ζωή, ἄν δέν πιστεύεις πώς ὑπάρχει ζωή, τότε δέν ἔχεις τί νά ζήσεις, δέν ἔχεις τί ἄλλο νά πε­ριμένεις καί ὁ θά­νατος εἶναι ὁρι­στι­κός καί αἰώνιος.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι, ὅπως λέγει καί τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, τό προ­ανάκρουσμα καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως καί τῆς δι­κῆς μας μετο­χῆς στήν ἀνάσταση καί τή ζωή τοῦ Χρι­στοῦ. Δέν εἶναι, ἄλλωστε, συμπτωματική ἡ ἐπι­λογή τοῦ Χριστοῦ νά ἀναστήσει τόν Λά­ζαρο λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τή δική του ἀνάσταση. Τόν ἀνασταίνει, καί μάλιστα τε­τρα­ήμερο, γιά νά μᾶς δείξει πώς ἡ ἀνά­σταση δέν εἶναι κάτι πού ἐπιφύλαξε μόνο στόν ἑαυ­τό του, ἀλλά εἶναι κάτι πού ἐξα­σφάλισε γιά μᾶς, γιά ὅλους ὅσους πίστευ­σαν καί θά πιστεύσουν σ’ αὐ­τόν. Καί ὁ Λά­ζαρος ἦταν ἕνας ἀπό αὐ­τούς πού πίστευ­σαν στόν Χρι­στό. Γι’ αὐτό καί ἦταν φίλος τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός μᾶς δια­βε­βαί­ω­σε ὅτι οἱ φίλοι του θά εἶναι μαζί του, θά εἶναι μέτοχοι τῆς ζωῆς του, μέτοχοι τῆς ἀνα­στάσεώς του.

Γιά μᾶς πού πιστεύουμε στόν Χρι­στό ὁ θάνατος εἶναι μιά πα­ρο­δική ἀλλαγή τῆς ζωῆς μας, πού ἀλλάζει περιεχόμενο καί γί­νεται ἀπό ἐπί­γεια οὐράνια καί ἀπό προ­σωρινή αἰώνια.

Γι’ αὐτό καί γιά μᾶς πού πι­στεύ­ουμε ὁ θάνατος δέν εἶναι πα­ρά τό προανάκρου­σμα τῆς αἰ­ώ­­νιας ζωῆς, στήν ὁποία μᾶς πε­ρι­μένει ὁ Χρι­στός, πού ἔγινε γιά χάρη «πρω­τό­το­­κος τῶν νε­κρῶν», καί στήν ὁ­ποία θά συνα­ντήσουμε, μαζί μέ τούς δι­καί­ους καί τούς ἁγίους, καί ὅλα τά προ­σ­­φι­λῆ μας πρόσωπα πού ἔζησαν μέ πίστη στόν Χριστό, γιά νά ἑορ­τάζουμε τόν ἀτελεύτητο θρίαμ­βο τῆς ἀνάστασεως τοῦ σωτῆρος καί λυτρωτοῦ μας Χριστοῦ αἰω­νί­ως, ἐάν βέβαια μέ τή ζωή μας γί­νου­με φίλοι τοῦ Χριστοῦ, ἐάν καί ἐφόσον τόν ἀγαποῦμε καί ζοῦμε σύμ­φωνα μέ τίς ἐντολές του, ὥστε νά μένουμε, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, μέσα στήν ἀγάπη του, ὅπως συνέβη καί μέ τόν φίλο του Λάζαρο, τόν ὁποῖο τιμοῦμε σήμερα καί εὐχόμεθα νά εὐλογεῖ, νά ἁγιάζει καί νά χαριτώνει καί ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι φέρουν τό ὄνομά του.