Ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη μᾶς παρουσιάζει τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος διερχόταν μὲ τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ συζητᾶ στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μὲ μία Σαμαρείτιδα γυναῖκα καὶ μάλιστα μὲ γυναῖκα, ἡ ὁποία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ συζήτηση, δὲν ὑπῆρξε πολὺ ἐνάρετη καὶ σεμνὴ στὴ ζωή της. Σ’ αὐτὴν τὴ γυναῖκα, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ «ζῶντος ὕδατος» ποὺ δὲν στερεύει ποτέ, περὶ τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῆς μεσσιανικῆς Του ἰδιότητας.
Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ ὑψηλὴ διατύπωση περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τοῦ τρόπου λατρείας Του, τὴν ὁποία δὲν συλλαμβάνει κανεὶς θεωρητικὰ, ἀλλὰ ζῶντας μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι κατάκτηση τῆς νοητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι τὸ βέβαιο συμπέρασμα μίας σειρᾶς συλλογισμῶν, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη Θεοῦ, εἶναι τὸ σαρκωμένο πρόσωπο τοῦ Λόγου ποὺ διακηρύττει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἰδέα, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, μία ζωή, ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ προσφέρει ἀκόμη περισσότερη ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ διακήρυξη ὅτι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν τὸν Θεὸν» πρέπει νὰ μᾶς ἀφυπνίζει πάντοτε καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ λατρεύουμε τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ψεύτικη ἱκανοποίηση τῆς συνειδήσεώς μας, μὲ τὴν ἐπιφανειακὴ τήρηση τοῦ γράμματος μὲ τὸν ποσοτικὸ ὑπολογισμὸ τῶν πράξεών μας, μὲ τὴν ὡφελιμιστικὴ σκέψη τῆς ἀμοιβῆς.
Εἶναι ἕνα μήνυμα ἀπαγκιστρώσεως ἀπὸ τὸ ψέμα τοῦ νεκροῦ θρησκευτικοῦ τύπου στὸ ὁποῖο κινδυνεύει κανεὶς νὰ ἐγκλωβισθεῖ, ὅταν ξεχνᾶ τὸ «πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καὶ θέλει νὰ ἱκανοποιήσει συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα τὸ δικό του πνεῦμα ποὺ μπορεῖ νὰ βρίσκεται σὲ δρόμο πλανεμένο.
Πολλὲς φορὲς τὶς ὡραῖες καὶ ὑψηλὲς διδασκαλίες του ὁ Χριστός τὶς ἀπηύθυνε σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶχαν κανένα ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικὸ ἁγιότητας ἡ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς. Δὲν ἀπέφευγε μάλιστα νὰ συνομιλεῖ καὶ μὲ γυναῖκες, ὅπως στήν περίπτωση τῆς σημερινῆς περικοπῆς, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐντυπωσίασε τοὺς μαθητές, διότι εἶναι μία πράξη ποὺ δὲ θὰ τὴν ἔκανε κανένας ἀξιοπρεπὴς δάσκαλος τῆς ἐποχῆς, δεδομένου ὅτι δὲν θεωροῦνταν οἱ γυναῖκες ἰσάξια πρὸς τὸν ἄνδρα πρόσωπα καὶ ἱκανὰ νὰ ἀκούσουν μία διδασκαλία. Ἐν τούτοις ὁ Χριστός, ἀποκαλύπτοντας καὶ σαρκώνοντας στὸ πρόσωπό του τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους τούς ἀνθρώπους, βλέπει ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, στὰ ὁποῖα θέλει νὰ διδάξει ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ κυρίως θέλει νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Ἐπίσης, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν τυποποίηση τῆς στάσεώς μας πρὸς τὸν Θεὸ μέσα σὲ καθιερωμένες καὶ ξηρὲς λέξεις ἢ ἐκφράσεις ποὺ δὲ ζοῦμε τὸ περιεχόμενό τους. Τὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» σημαίνει ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι – μὲ ἄλλα λόγια, σημαίνει συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς Ἐκκλησίας βέβαια ποὺ ἀποτελεῖ ζωντανὸ σῶμα Χριστοῦ καὶ ὄχι ὀργανισμὸ νεκροῦ γράμματος ἢ σύνολο ξηρῶν τύπων.
Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς, ἰδιαίτερα τῆς φράσεως τοῦ Ἰησοῦ ποὺ μᾶς ἀπασχόλησε περισσότερο, πρόκειται σὲ τελευταία ἀνάλυση γιὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται διὰ τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀνθρωπότητα.