Dogma

Με λαμπρότητα η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου στο Μητροπολιτικό Ναό της Αλεξάνδρειας

Την Παρασκευή 08 Απριλίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στην Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αλεξανδρείας.

Τις στάσεις των οίκων έψαλαν κατά σειρά ο εφημέριος του Μητροπολιτικού Ναού Πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Παπαχρήστου, ο Αρχιερατικός Επίτροπος Αλεξανδρείας και προϊστάμενος του ως άνω Μητροπολιτικού Ναού Αρχιμ. Διονύσιος Ανθόπουλος, ο Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως μας Αρχιμ. Νεκτάριος Λασκαρίδης και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων, ο οποίος στο τέλος κήρυξε και τον θείο λόγο.

Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ποῖόν σοι ἐγκώμιον προσαγάγω ἐπά­ξι­ον· τί δέ ὀνομάσω σε; ἀπορῶ καί ἐξί­στα­μαι».

Καί ἄν ὁ ἱερός καί θεόπνευστος ὑμνογράφος ἱστάμενος ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς μορφῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου αἰσθάνεται ἀδυναμία νά βρεῖ ἕνα ἐγκώμιο ἀντάξιο τῆς ἁγιό­τητός της, ἕνα ἐγκώμιο πού νά εἶ­ναι ἀντίστοιχο μέ τήν ὡραιότητα τῆς παρθενίας της καί τό ὑπέρ­λαμπρον τῆς ἁγνείας της, εἶναι φυσικό ἐμεῖς νά αἰσθανόμεθα ὄχι μόνο αὐτή τήν ὥρα, ἔχοντας ψάλει ὅλους αὐτούς τούς θεσπέσιους ὕμνους, ὅλους αὐτούς τούς ἀνυ­πέρ­βλητους χαιρετισμούς τοῦ Ἀκα­θίστου Ὕμνου πρός τήν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλά καί κάθε φορά πού τό ἐπιχειροῦμε, ἀδυναμία.

Γιατί πῶς νά ὑμνήσει κανείς τήν Παναγία Παρθένο; Πῶς νά ἐγκω­μιά­σει κανείς αὐτήν πού ἐπέλεξε ὁ ἴδιος ὁ Θεός γιά νά γίνει Μητέρα τοῦ Υἱοῦ του, γιά νά γίνει συνεργός στό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Πῶς νά ἐγκωμιάσει κανείς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, στήν ὁποία, ἀκόμη καί ἄν προσφέρουμε «ἰσα­ρίθμους τῇ ψάμμῳ ᾠδάς», «οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον»;

Ἄν ὅμως ὁ Υἱός της καί Θεός μας δέχεται εὐχαρίστως «ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων αἶνον», εἶναι βέβαιο ὅτι καί ἡ φιλόστοργη καί ἀγαπῶσα καρδία τῆς Παναγίας Μητέρας του δέχεται καί τόν τα­πεινό ὕμνο τῶν τέκνων της, δέ­χεται τά ἀδύναμα ψελλίσματα τῶν χειλέων καί τῶν καρδιῶν μας μέ πολλή ἀγάπη.

Τά δεχόταν ὅλες αὐτές τίς ἑβδο­μάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακο­στῆς, κατά τίς ὁποῖες προστρέχαμε κάθε Παρασκευή στόν ἱερό ναό της γιά νά ψάλλουμε τούς Χαιρετι­σμούς της, ἀλλά καί γιά νά κατα­θέσουμε ἐνώπιον τῆς ἀγάπης της τά αἰτήματα τῶν καρδιῶν μας, νά καταθέσουμε ὅ,τι μᾶς ἀπασχο­λοῦ­σε, ὅ,τι μᾶς ἀνησυχοῦσε, ὅ,τι μᾶς ἔθλιβε, καί νά τήν παρακαλέσουμε νά τά μεταφέρει στόν Υἱό της καί Κύριό μας καί νά γίνει ἵλεως γιά τόν καθένα μας ξεχωριστά ἀλλά καί γιά τόν κόσμο ὁλόκληρο, πού διέρχεται, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, δύσκολες ὧρες.

Δεχόταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί τά ἐγκώμια καί τίς παρα­κλή­σεις μας, γιατί ἡ ἀγάπη της γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι τόσο ἀπέραντη, ὥστε νυχθημερόν μεσιτεύει γιά μᾶς καί ἱκετεύει τόν Υἱό της γιά χάρη μας, πολύ πρίν ἐμεῖς νά ἀντι­ληφθοῦμε τί ἔχουμε ἀνάγκη καί τί πρέπει νά τῆς ζητήσουμε.

Μεσιτεύει καί πρεσβεύει γιά τούς ἀνθρώπους μέ μεγαλύτερη ὅμως προθυμία καί μεγαλύτερη χαρά, ὅταν ἐμεῖς τήν ἐγκωμιάζουμε ὄχι μόνο μέ τά λόγια μας ἀλλά καί μέ τή ζωή μας.

Γιατί, ὅπως δέν ὑπάρχει μεγαλύ­τερος ἔπαινος καί ὡραιότερο ἐγκώ­μιο γιά μιά μητέρα ἀπό τό νά προοδεύουν καί νά προ­κόπτουν τά παιδιά της, ἀκολουθώντας τίς συμ­βουλές καί τό παράδειγμά της, ὅ­πως δέν ὑπάρχει καμιά μεγαλύ­τε­ρη χαρά καί εὐχαρίστηση γιά μιά μητέρα ἀπό τό νά βλέπει τά παιδιά της νά ἐπιτυγχάνουν τόν στόχο καί τόν προορισμό τῆς ζωῆς τους, ἀναμ­φίβολα δέν ὑπάρχει καί μεγα­λύ­τερο ἐγκώμιο καί ὡραιότερος ἔπαινος γιά τήν Παναγία μας ἀπό τό νά μᾶς βλέπει νά ἀκο­λουθοῦμε τό δικό της παράδειγμα· νά μᾶς βλέπει νά ἀκολουθοῦμε στή ζωή μας τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ της, ὅπως ἡ ἴδια μᾶς συνέστησε, ἀφήνοντας ὡς ὑποθήκη σέ ὅλους μας τήν προ­τροπή της πρός τούς διακόνους στόν γάμο τῆς Κανᾶ «Αὐτοῦ ἀκού­ετε».

Κι ἀκόμη δέν ὑπάρχει πιό εὐάρε­στος ἔπαινος γιά τήν Παναγία μας ἀπό τό  νά μᾶς βλέπει νά μιμού­μεθα τήν ὑπομονή καί τήν καρ­τε­ρία της στίς θλίψεις καί τίς δοκιμα­σίες καί νά ὑπομένουμε ὅ,τι ἐπι­τρέ­πει ὁ Θεός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ στή ζωή μας καί νά δοκιμάσει τήν πίστη καί τήν ἀντοχή μας· νά μᾶς βλέπει νά πιστεύουμε στόν Υἱό της ὄχι μέ τά χείλη ἀλλά μέ τήν ψυ­χή, καί αὐτή τήν πίστη νά τήν μετα­τρέ­πουμε σέ ἔργα πίστεως καί ἀγάπης· νά μᾶς βλέ­πει νά ἀγωνιζόμαστε γιά νά διατη­ροῦμε τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας· νά μᾶς βλέπει νά καλλιερ­γοῦ­με στήν ψυχή μας τίς ἀρετές πού περι­μένει ἀπό ἐμᾶς ὁ Θεός, τήν ἀγάπη, τήν πρα­ότητα, τήν ὑπομονή, τήν ἀνεξικακία, γιατί ἡ πνευματική εὐω­δία αὐτῶν τῶν ἀρε­τῶν εἶναι ὑπέρ­τερη ἀπό τήν εὐωδία τῶν φυσικῶν ἀνθέων τά προσφέρουμε στήν Παναγία μας καί μέ τά ὁποῖα στο­λίζουμε τήν εἰκόνα της, γι’ αὐ­τό καί αὐτά τά ἄνθη τῶν ἀρετῶν εἶναι πιό εὐπρόσ­δε­κτα ἀπό τήν Πα­να­γία μας ἀπό τά φυ­σικά ἄνθη.

Ἄς ἐπιλέξουμε αὐτά τά ἐγκώμια καί ἄς τά προσφέρουμε στήν Ὑπε­ρα­γία Θεοτόκο ὄχι μόνο αὐτήν τήν περίοδο ἀλλά σέ ὅλη μας τή ζωή γιά νά ἔχουμε πάντοτε τή χάρη καί τήν εὐλογία της. Ἰδιαίτερη τήν περίοδο αὐτή ἡ Παναγία μας τείνει εὐήκοο οὖς σέ ὅλους ὅσους προστρέχουμε πρός Αὐτήν μέ εὐλάβεια, μέ ἀγάπη ἀλλά καί πίστη, προκειμένου νά ἀκολουθήσουμε αὐτά τά ὁποῖα ἡ Παναγία θέλει ἀπό ἐμᾶς. Ὄχι γιατί τά ἔχει ἀνάγκη Ἐκείνη, ἀλλά γιά τό δικό μας τό συμφέρον, γιά τή δική μας τήν ἕνωση μέ τόν Υἱὄ της καί μέ Ἐκείνη. Γι᾽ αὐτό τό ὑπόλοιπο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἄς ἀγωνισθοῦμε περισσότερο, ἄς καθάρουμε τόν ἑαυτό μας, ἄς προσευχηθοῦμε περισσότερο στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, νά γίνει Ἐκείνη ἡ μεσίτρια πού θά μᾶς ἑνώσει μέ τόν Θεό της.