Dogma

Με λαμπρότητα η εορτή του Αγίου Νικολάου στη Μελίκη

Την Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Μελίκης.

Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων παρουσίασε τον νέο εφημέριο της ενορίας π. Αργύριο Τερζή καθώς και το νέο εκκλησιαστικό συμβούλιο και ευχήθηκε πατρικώς πολύκαρπη, καλλίκαρπη και ευλογημένη διακονία στο δύσκολο έργο τους.

Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Σαλπίσωμεν ἐν σάλ­πιγ­γι ἀσμά­των, σκιρτή­σω­μεν ἑόρτια καί χο­ρεύ­­σωμεν ἀγαλλόμενοι τῇ ἐτησίῳ πανηγύρει τοῦ θεοφόρου Πατρός», μᾶς προτρέπει ὁ ἱερός ὑμνογράφος μέ τό δο­ξαστικό τῆς ἑορτῆς τοῦ με­γάλου καί θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Νικολά­ου, ἀρχιεπισκόπου Μύ­ρων τῆς Λυκίας τοῦ θαυματουργοῦ, πού τιμοῦμε σήμερα.

Μᾶς καλεῖ ὄχι σέ μία κοσμική ἑορτή, ἀλλά σέ ἕναν κατά Θεόν ἑορ­τασμό, ἀνάλογο μέ αὐτόν πού ἁρμόζει στούς ἐκλεκτούς δού­λους τοῦ Θεοῦ.  Σέ ἕναν ἑορτασμό πού ἔχει ὡς κέντρο τήν ἀνάμνηση τῶν πράξεων τοῦ ἑορ­ταζομένου ἁγίου πρός παραδειγματισμό τῶν πι­στῶν σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ πρω­τοκορυφαίου ἀποστό­λου Παύ­λου: «μνημο­νεύετε τῶν ἡγουμέ­νων ὑμῶν, ὧν ἀναθεω­ροῦν­τες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν».

Ποιούς ὅμως λόγους ἐξυπηρετεῖ ἡ ἀνάμνηση τῆς ζωῆς καί τῶν πράξεων τῶν ἁγίων καί ἡ μίμησή τους;

Δύο εἶναι οἱ βασικοί λόγοι πού κά­νουν τήν ἀνά­μνηση καί τή μίμη­ση ὄχι ἁπλῶς κάτι τό ὁποῖο μᾶς συστήνει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά οὐ­σια­στική καί ἀναγκαία προ­ϋπόθεση τῆς πνευ­μα­τικῆς μας ζωῆς.

Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ἡ ἀσφάλεια πού μᾶς παρέχει ἡ μίμηση τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων γιά τήν προσωπική μας πνευματική πορεία. Οἱ ἅγιοι ἀποτε­λοῦν καί αὐτοί μέλη τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Ὑπῆρξαν ἄνθρω­ποι, ὅπως καί ἐμεῖς, πού κατόρθωσαν μέ τή χά­ρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό τους ἀγώνα νά ἐπιτύχουν τή σωτη­ρία τους. Ἄρα ἡ μίμηση τῆς ζωῆς τους, μοιάζει μέ τό νά ἀκο­λου­θοῦ­με τόν δρόμο πού ἐκεῖνοι χάρα­ξαν καί ὁ ὁποῖος θά ὁδη­γή­σει καί μᾶς στό ἴδιο τέλος, δηλαδή στή σωτηρία.

Ὁ δεύτερος λόγος εἶ­ναι ἴσως πολύ πιό οὐ­σιαστικός καί πολύ πιό ση­μα­ντικός, γιατί ἡ ἀνα­θεώρηση τῆς ζω­ῆς τῶν ἁγίων καί ἡ μί­μησή της εἶ­ναι ὁ μο­ναδικός τρόπος ὑπάρ­­­ξε­ώς μας μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χρι­στοῦ.

Χριστιανός εἶναι ὁ οἰ­κεῖος τῶν ἁγί­ων, εἶναι ἐκεῖνος πού ζεῖ ἐν κοι­νωνίᾳ μαζί τους, κοι­νωνία ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνε­ται μέσα ἀπό τήν κοι­νω­­νία μέ τόν Χριστό εἴτε μέσω τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαρι­στίας, εἴτε τῆς κοι­νῆς ζωῆς, ὅπως ἀκρι­βῶς συμβαίνει καί μέ τούς κατά σάρκα οἰκείους μας.

Ἐάν ὁ χριστιανός δέν μιλᾶ τή γλώσσα τῆς ἀγά­πης πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο μέ τήν ὁποία ταυ­τίστηκαν οἱ ἅγιοι, ἐάν ὁ χρι­στι­ανός δέν χρησιμο­ποιεῖ τά ἴδια ὅπλα τῆς πί­στεως καί τῆς ὑπομο­νῆς γιά νά ἀπο­κρούει τά «πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ», ἐάν δέν ἀσκεῖται στήν ἐγκρά­τεια τοῦ σώματος καί τοῦ πνεύματος, τῆς ἐπι­θυμίας καί τῆς καρδίας, ὅπως ἀσκοῦνται οἱ ἅγι­οι, ἐάν δέν χρησιμο­ποιεῖ τήν ἴδια ὑψοποιό κλίμακα τῆς προσευ­χῆς καί τῆς ταπεινώσεως, διά τῆς ὁποίας ἀνῆλθαν οἱ ἅγιοί μας στή βα­σιλεία τῶν οὐρανῶν, τότε ὄχι μό­νο δέν θά φθάσει στό ποθητό τέρ­μα, πού εἶναι ὁ κοι­νός μας στό­χος, ἀλλά δέν μπορεῖ νά νοεῖται μέλος τῆς ἐπί γῆς στρατευ­ο­μένης Ἐκκλησίας, γιατί δέν ἔχει τά στοι­χεῖα τῆς ὁμοιότητος καί τῆς οἰ­κει­ότητος μέ τούς ἁγί­ους της.

Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλη­σία μας ἀπαιτεῖ νά φθάσουμε ὅλοι στό μέτρο τῶν ἁγίων της γιά νά εἴ­μα­στε μέλη της. Ζητᾶ ὅμως ἀπό ἐμᾶς νά προσπα­θήσου­με νά τούς μι­μη­θοῦμε, ὅλοι ὅλους, χωρίς κα­μία ἐξαί­ρεση, χωρίς νά ποῦμε ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν ἕνας μεγάλος ἱε­ράρ­­χης, ἕνας μεγάλος ἀγωνιστής τῆς πίστεως καί τῆς ἀληθείας, πού δέν εἶναι δυνατόν νά τόν μιμη­θοῦ­με ἐμεῖς ὡς ἁπλοί λαϊκοί.

Ὅλοι μποροῦμε καί πρέπει νά προ­σπαθήσουμε νά τόν μιμηθοῦμε. Γιατί ἡ προ­σπάθεια ἔχει σημασία. Για­τί τό νά προσπα­θήσου­με σημαί­νει πώς θά ἔχουμε διαρκῶς τό πα­ρά­­­δειγμα τῆς ζωῆς του ἐνώ­πιόν μας· ση­μαί­νει πῶς θά ἔχου­με διαρ­κῶς στόν νοῦ μας τή μνήμη τῆς ζωῆς καί τῶν πράξεών του· ση­μαί­νει πῶς θά ἐπικα­λούμεθα τίς πρε­σβεῖες του καί μέ τή βοήθειά του θά κατορθώνουμε ὄχι μόνο νά προο­δεύ­­ου­με πνευματικά, ἀλλά καί νά γινό­μεθα οἰκεῖοι του πραγματικά, μέ­χρι πού νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά τόν συναντή­σου­με μαζί μέ τούς ἄλλους ἁ­γί­­ους στή βασιλεία του.

Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκ­κλησία μας τιμώ­ντας τίς μνῆ­μες τῶν ἁγίων μας, τιμᾶ καί τά ἱερά καί θαυματουργά λείψανά τους, τιμᾶ καί τίς ἱερές τους εἰκόνες, δείχοντάς μας ὅτι οἱ ἅγιοι δέν εἶναι κάτι μα­κρινό καί ξένο ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά βρί­σκονται μέ­σα στή ζωή μας, μέσα στήν καθη­μερινότητά μας, καί ἔτσι πρέπει νά τούς αἰσθα­νόμεθα, ἐπι­κα­λούμενοι καθημερινά τίς πρε­σβεῖες τους καί προσπαθώντας νά μιμηθοῦμε τή ζωή τους, καί γιά νά τούς τιμοῦμε ὅπως πρέπει, ἀλλά καί γιά νά ἔχου­με τή χάρη καί τήν εὐλογία τους στή ζωή καί τόν ἀγώνα μας.