Στην αρχή τελέστηκε η Μεγάλη Παράκληση και η ακολουθία των Εγκωμίων του Επιταφίου προς την Υπεραγία Θεοτόκο χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονος, ο οποίος κήρυξε και το θείο λόγο, ενώ ακολούθησε Ιερά Λιτανεία.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :
«Τίς ἐξειπεῖν ἰσχύει, Παρθενομῆτορ μόνη, τάς θείας ἀρετάς σου;»
Μία ἐρώτηση διατυπώνει ὁ ἱερός ποιητής τῶν Ἐγκωμίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τά ὁποῖα θά ψάλουμε καί ἐμεῖς ἀπόψε, ὅπως κάθε χρόνο αὐτή τήν ἡμέρα.
Καί ἡ ἀπάντηση στήν ἐρώτηση εἶναι ἀρνητική, γιατί ὅσο καί νά προσπαθήσει ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαριθμήσει καί νά περιγράψει τίς ἀρετές τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀδυνατεῖ. Διότι οἱ ἀρετές της ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ καί ἔννοια, ὑπερβαίνουν ὅ,τι γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος καί μέ ὅ,τι εἶναι ἐξοικειωμένος, ὥστε δυσκολεύεται νά τίς συλλάβει καί ἀδυνατεῖ νά τίς περιγράψει. Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι, οἱ ὁποῖοι διέθεταν γνώση καί ἐμπειρία πνευματική, διέθεταν χάρη καί θεῖο φωτισμό, ἀρκοῦνται στό νά περιγράψουν τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, ὡς «ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν καί καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν», προσπαθώντας νά περιγράψουν κατά τό δυνατόν μέ ἀνθρώπινες λέξεις τίς ἀρετές τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος.
Ὅμως ἡ Παναγία μας ὡς στοργική μητέρα γνωρίζει τήν ἀδυναμία τῶν τέκνων της νά ἐγκωμιάσουν τίς ἀρετές της, καί γι᾽ αὐτό δέχεται τούς ὕμνους μας, δέχεται τά ἐγκώμιά μας, δέχεται τήν προσευχή μας ὅσο ἀτελής καί ἐάν εἶναι, ὅπως ἡ μητέρα ἀκούει μέ χαρά καί τά πιό ταπεινά ψελλίσματα τῶν παιδιῶν της. Ἄλλωστε τά λόγια δέν ἀρκοῦν, ἐάν δέν ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς ψυχῆς μας. Δέν ἀρκοῦν, ἐάν δέν συνοδεύονται ἀπό τήν προσπάθεια νά μιμηθοῦμε καί ἐμεῖς τή ζωή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Γιατί ποιό εἶναι τό ὄφελος, ἄν κατά τίς ἡμέρες αὐτές τοῦ Δεκαπενταυγούστου, συγκεντρωνόμεθα στούς ναούς μας, ψάλλουμε τίς Παρακλήσεις καί τά Ἐγκώμια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, συγκινούμεθα, δακρύζουμε, ἀλλά στή συνέχεια τήν ξεχνοῦμε καί ἀκολουθοῦμε τή δική μας ζωή καί τή δική μας πορεία, λησμονώντας ὅσα τῆς εἴπαμε, ὅσα τῆς ζητήσαμε, ὅσα τῆς ὑποσχεθήκαμε μυστικά καί σιωπηλά ὁ καθένας μας;
Ἡ Παναγία μας χαίρεται μέ τούς ὕμνους μας, ἀκούει τίς προσευχές μας, δέχεται τή συγκίνησή μας καί τίς ὑποσχέσεις μας, ἀλλά περιμένει καί τήν προσπάθειά μας, περιμένει καί τίς πράξεις μας. Αὐτή τήν χαροποιεῖ περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα, γιατί θέλει νά βλέπει τά παιδιά της νά προοδεύουν στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Θέλει νά τά βλέπει νά ἀγωνίζονται γιά τίς ἀρετές, γιά τίς ὁποῖες ἀγωνίσθηκε καί Ἐκείνη, διότι αὐτή ἡ προσπάθειά μας εἶναι γιά τήν Παναγία μας ἀνώτερη ἀπό κάθε ἐγκώμιό της, γιατί ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὅσα τῆς λέμε καί ὅσα τῆς ψάλλουμε, ἔστω καί ἄν εἶναι φτωχά, ἔστω καί ἄν εἶναι ταπεινά, τά αἰσθανόμεθα καί τά ἐννοοῦμε, καί δέν εἶναι λέξεις κενές, πού τίς ἐπαναλαμβάνουμε ἁπλῶς ἀπό συνήθεια, χωρίς νά πιστεύουμε αὐτά πού λέμε, διότι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος νά θαυμάζει κάτι καί νά μήν θέλει νά τό μιμηθεῖ.
Ἄν, λοιπόν, θαυμάζουμε ὄντως τίς ἀρετές τῆς Παναγίας μας, ἄς προσπαθήσουμε, ὅσο μποροῦμε, νά τίς μιμηθοῦμε, ἀρχίζοντας ἀπό τίς ἀρετές της πού ἀποτελοῦν τή βάση καί τό θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ἀρχίζοντας ἀπό τήν ταπείνωση πού ἀνοίγει τή θύρα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν».
Καί ἡ ταπείνωση ἦταν ἡ ἀρετή ἡ ὁποία χαρακτήριζε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Διότι σέ ὅλη τή ζωή της, ἐνῶ ἦταν ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἐνῶ θά μποροῦσε νά ἐπιδιώκει τήν τιμή καί τήν πρωτοκαθεδρία μεταξύ τῶν μαθητῶν του, Ἐκείνη ζεῖ διακριτικά, χωρίς νά μιλᾶ, χωρίς νά ἐπιδεικνύεται, χωρίς νά ξεχωρίζει. Ἐλάχιστες εἶναι οἱ φορές κατά τίς ὁποῖες οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές, ἐνῶ ἀναφέρονται σέ ἄλλα πρόσωπα, ἀναφέρονται στούς μαθητές ἀλλά καί στίς μαθήτριες τοῦ Κυρίου μας, ἀναφέρονται στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὄχι γιατί ἀπουσίαζε, ἀλλά γιατί μέ ταπείνωση παρέμενε στή σκιά τοῦ Υἱοῦ της.
Αὐτή ἡ ταπείνωση, τήν ὁποία ἔδειξε ἀπό τήν πρώτη στιγμή, ὅταν εἶπε στόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου», τήν ὕψωσε. Καί αὐτή βοηθᾶ κάθε ἄνθρωπο νά ὑψωθεῖ ἀπό τά ταπεινά καί τά χαμερπῆ, νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τά γήινα καί τά σαρκικά, καί νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό μέ τήν ὑπακοή στόν λόγο του.
Ἡ ὑπακοή ἦταν ἡ δεύτερη μεγάλη ἀρετή τῆς Παναγίας μας, τήν ὁποία καλούμεθα νά μιμηθοῦμε. Αὐτή μᾶς ὑποδεικνύει καί μέ τή ζωή της ἀλλά καί μέ τήν προτροπή της, τή μοναδική πού μᾶς παραδίδεται: «Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσετε». Ὅ,τι σᾶς πεῖ ὁ Υἱός μου, νά τό κάνετε, εἶχε συστήσει στούς ὑπηρέτες στόν γάμο τῆς Κανᾶ. Διότι ἡ ὑπακοή εἶναι ἔμπρακτη ἐφαρμογή τῆς ταπεινώσεως, καί εἶναι αὐτή πού μαζί μέ τήν ταπείνωση ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ὁδό τῆς ἁγιότητος, ὅπως ὁδήγησε καί τήν Ἁγιωτέρα πάντων ἀνθρώπων, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Αὐτή τήν ὁδό ἄς προσπαθήσουμε νά ἀκολουθήσουμε καί ἐμεῖς μέ τή χάρη καί τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας, καί ὁ ἀγώνας μας αὐτός θά εἶναι τό πιό εὐπρόσδεκτο καί εὐάρεστο ἐγκώμιό μας στή χάρη της.
Ἡ περίοδος αὐτή εἶναι ἡ πλέον κατάλληλη γιά νά μπορέσουμε νά βιώσουμε αὐτές τίς ἀρετές τῆς Παναγίας μας, τόσο τήν ταπείνωση ὅσο καί τήν ὑπακοή. Καθημερινά προσπαθοῦμε μέ τίς Παρακλήσεις νά πλησιάσουμε τό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας πού εἶναι ὑψηλότερο, ὅπως εἴπαμε καί ἀπό τούς ἀγγέλους ἀκόμη. Ἄν θέλουμε ὅμως νά τό πλησιάσουμε, μόνο μέ τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή θά εἴμεθα τέκνα πραγματικά τῆς Παναγίας μας.