Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος (1843-1908) “Μέγας Ρήτωρ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας”
Της Βιργινίας Χαμουδοπούλου, Ιστορικού
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ (1880-1883)
Η καθιέρωση του Μ. Χ. ως εκκλησιαστικού συγγραφέα
Το 1880 ο Μ. Χαμουδόπουλος εγκαταστάθηκε στην Κων/πολη. Η υψηλή ιστορική και θεολογική του μόρφωση και η υπεύθυνη, πολύχρονη ενασχόλησή του με τη Δημοσιογραφία, προφανώς βοήθησαν στην απόφαση του περιφανούς Ποιμενάρχη, Πατριάρχη Ιωακείμ Γ´ (1878-1884), να του αναθέσει τη Διεύθυνση του Πατριαρχικού Τυπογραφείου και την, για πρώτη φορά, έκδοση του δημοσιογραφικού Οργάνου του Οικ. Πατριαρχείου, εβδομαδιαίου Περιοδικού, που κυκλοφόρησε επί 43 έτη (1880-1923), με τίτλο “Εκκλησιαστική Αλήθεια”. Οι 4 πρώτοι τόμοι αυτού του Περιοδικού (1880-1883) είναι εμπλουτισμένοι, σχεδόν εξ ολοκλήρου, με τον πνευματικό μόχθο του Αρχισυντάκτη Μηνά Χαμουδόπουλου, τον οποίο ο Πατριάρχης Ιωακείμ Β´ (1873-1878) είχε ήδη τιμήσει το 1878 με το άκρως τιμητικό οφφίκιο του “Μεγάλου Ρήτορος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας” (“Εκκλησιαστική Αλήθεια”, τόμος 32, σ. 486, 1908). Το “Ίδρυμα Πατερικών Μελετών” της Θεσσαλονίκης έχει ανατυπώσει όλους τους τόμους της “Εκκλ. Αλήθειας”.
Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς αν αξίζει να έρχονται σήμερα στο φως γεγονότα και προσωπικότητες του 19ου αι., που στόχευαν ως Έλληνες Μικρασιάτες στην αναζωογόνηση του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, όταν το 1922 κ.εξ. ξεριζώθηκε ο Ελληνισμός από τα πάτρια εδάφη, ο οποίος επί 3.000 χρόνια συντελούσε στον εξανθρωπισμό απολίτιστων κατακτητών αυτών των εδαφών.
Ωστόσο, πιστεύοντας στο διαχρονικό χαρακτήρα της “Μεγάλης Ιδέας”, όπως τον εννοούσαν οι Έλληνες Μικρασιάτες (πολιτική και πολιτισμική ενότητα όλων των υπό τους Οθωμανούς λαών), παρουσιάζουμε σήμερα ένα Σμυρναίο Λόγιο, χαρακτηριστικό εκπρόσωπο όσων αγωνίστηκαν τότε για την εξ αποκαλύψεως Πρωτοκαθεδρία και όχι Κυριαρχία της ελληνορθοδόξου παραδόσεως, η οποία κράτησε και κρατάει επί αιώνες το Ελληνικό Γένος-Έθνος ζωντανό.
Ο Ιωακείμ Γ´ (κατά κόσμον Χρήστος Δεβετζής) ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο όταν το Πατριαρχείο κινδύνευε από τις πιέσεις των Ρώσων, που προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στο Άγιον Όρος, ενώ οι Βούλγαροι σχισματικοί (1870) προχωρούσαν εις βάρος της Μακεδονίας και της Θράκης απειλώντας ακόμα και την ελληνικότητα του Οικ. Πατριαρχείου. Το κύριο κριτήριο του Ιωακείμ Γ´ ήταν η ιδέα της ενότητας της Μεγάλης Οικουμενικής Ορθοδοξίας, όντας αντίθετος με τον “επαρχιώτικο” εθνοκεντρισμό. Ανακαινιστής και ειρηνοποιός ο Ιωακείμ Γ´ φιλοδοξούσε να σώσει “πάντα τα Έθνη”, ώστε να εμποδιστεί ο τεμαχισμός της Μίας, Καθολικής Εκκλησίας σε ένα πλήθος τοπικών εκκλησιών (1870: Βουλγαρική Εξαρχία, 1879: Ανεξαρτησία Σερβίας, 1885: Ανεξαρτησία Ρουμανίας). Οι θέσεις αυτές ταυτίζονταν απόλυτα με τις επιδιώξεις του Μηνά Χ. Η αγαστή συνεργασία του Μ. Χ. με τον Πατριάρχη, όπως και ο σεβασμός του προς την άρχουσα Οθωμ. Κυβέρνηση, συγκεφαλαίωσε στο πρόσωπό του τη νοοτροπία της Βυζαντινής ανατολικής Πατερικής παραδόσεως, η οποία, με βάση τη διδασκαλία του Απ. Παύλου για τη θεία προέλευση όλων των κοσμικών εξουσιών (Ρωμ. ιγ´, 1 κ.εξ.), ρύθμιζε χριστιανικά το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας.
Ως έμπειρος δημοσιογράφος ο Μ. Χ. άρχισε να δημοσιεύει στην “ΑΛΗΘΕΙΑ” μελέτες ποικίλου ενδιαφέροντος, παντοειδείς ειδήσεις, εκδόσεις επισήμων εγγράφων, αλλά και μελέτες απολογητικές και κατηχητικές για τη στήριξη της χριστιανικής αλήθειας. Όμως στις αρχές του 1881 διακόπηκε για τρεις μήνες η έκδοση της “ΑΛΗΘΕΙΑΣ” εξ αιτίας απαγορεύσεως από την Οθ. Κυβέρνηση δημοσιεύσεως κειμένων μη εκκλησιαστικού χαρακτήρα. Έτσι από τον Μάιο του 1881 έλαβε τον τίτλο “Εκκλησιαστική Αλήθεια”. Στο α´ τεύχος της “Ε. Α.” τονίζεται από τον αρχισυντάκτη της Μ. Χ. ότι «η “Ε. Α.” θα απέχει από πάσης περί τα πολιτικά διατριβής, αποβλέπουσα μόνον εις την συμπλήρωσιν του κενού, το οποίον παρουσίαζε η έλλειψις εκκλησιαστικού περιοδικού εις την Βασιλεύουσαν».
Στόχος της “Ε. Α.” ήταν «ζητήματα σχετιζόμενα με την διοίκησιν της Εκκλησίας, την διάδοσιν υγιών θρησκευτικών γνώσεων, την ανάπτυξιν και ερμηνείαν των χριστιανικών αληθειών και την προφύλαξιν αυτών από τας ετεροδιδασκαλίας (αιρέσεις), την διάδοσιν ανέκδοτων γραπτών μνημείων, τα οποία αφορούν τας μεταξύ των εκκλησιών σχέσεις».
Έτσι η μονογραφή Μ. Δ. Χ. συναντάται στο 80% των άρθρων του Α´ τόμου. Ο Μηνάς Χ. καθιερώνεται πλέον ως εκκλησιαστικός συγγραφέας. Θεωρείται εξ ίσου σοφός θεολογικά, όπως ο μέγας θεολόγος του 19ου αι. Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων, ο οποίος είχε φύγει από τη ζωή το 1837. Αναφερόμενος στον Οικονόμου ο Μ. Χ. τονίζει ότι «η “ΑΛΗΘΕΙΑ” αφιερώνει το ξεκίνημά της “εις την μνήμην τών του Γένους Διδασκάλων”» (“ΑΛΗΘΕΙΑ”, τόμ. Ι´, 1880-81, σ. 6 κ.εξ.).
*
Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΣΧΟΛΗ
Σε 14 τεύχη του Α´ τόμου της “ΑΛΗΘΕΙΑΣ” εκτίθεται από τον Μ. Χ. η ιστορία της Π.Μ.τ.Γ.Σ. την οποία ίδρυσε ο Γεννάδιος Β´ Σχολάριος, ο πρώτος μετά την Άλωση Πατριάρχης με το πλουσιότατο συγγραφικό έργο. Όπως ο Κ. Οικονόμου έτσι και ο Μ. Χαμουδόπουλος πίστευε στην αδιάλειπτη συνέχεια της ελληνικής Παιδείας από την αρχαιότητα, όπως και στην ενιαία, επί αιώνες, ελληνική γλώσσα. Όπως σημειώνει ο Μ. Χ. «οι τρόφιμοι και απόφοιτοι της του Γένους Σχολής υπήρξαν διαπρεπείς Λόγιοι, κάτοχοι της ελληνικής γλώσσας, της φιλοσοφίας και των επιστημών, και κατέλιπον ημίν διάφορα συγγράμματα, εν οις δεν διαλάμπει μόνον η μάθησις, αλλά και η φιλοσοφία, η ευσέβεια, ενί λόγω, η αρετή». Η Σχολή ήταν ένας πνευματικός φάρος για να διαπαιδαγωγήσει το Έθνος και να το κρατήσει ζωντανό στο βαθύ σκοτάδι που προκάλεσε στην Ανατολή «η φυγάδευσις των Ελλήνων Λογίων εις την Ευρώπην». Για τον Μ. Χ. μεγαλύτερο κίνδυνο διέτρεξε το Γένος με την φυγή των Λογίων από το Βυζάντιο στην Ευρώπη, προ και μετά την Άλωση (1453), παρά από την υποδούλωση των κατοίκων του Βυζαντίου στον Ασιάτη Κατακτητή. Γιατί έτσι έχασε το Έθνος ένα σημαντικό μέρος του πνευματικού ελληνορθόδοξου πολιτισμού του, ενώ, με την μετά την Άλωση διατήρηση της χριστιανικής θρησκείας και της ελληνικής γλώσσας, θα ήταν σε θέση να “κατακτήσει” τον κατακτητή, όπως οι αρχαίοι Έλληνες “κατέκτησαν” με το πνεύμα τους τους Ρωμαίους.
Η θέση αυτή του Χαμουδόπουλου αποδείχθηκε πολύ πιθανή, όταν τον 19ο αι. Έλληνες Λόγιοι, όπως και νωρίτερα οι Φαναριώτες, αναδείχθηκαν με τη μόρφωσή τους σε διπλωματικές και δημόσιες θέσεις της Οθ. Αυτοκρατορίας, η οποία όμως είχε πλέον εμπεδώσει την πολιτική της ισχύ.
Στα πλαίσια της μελέτης του αναφορικά με τη Μεγάλη του Γένους Σχολή ο Μ. Χ. αναφέρεται και στα εκκλησιαστικά αξιώματα (οφφίκια), με τα οποία η Εκκλησία επιβράβευσε τους Λογίους που ξεχώριζαν “μαθήσει” και “συνέσει”. Έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία έθετε τις βάσεις μιας “δημοκρατικής διαπαιδαγωγήσεως του Έθνους μας”, την εποχή που υπήρχαν ακόμα γόνοι Παλαιολόγων, Κατακουζηνών, Νοταράδων και άλλων οίκων ευγενών. Η Εκκλησία (ο Πατριάρχης ως εθνάρχης), όταν ανέλαβε την κηδεμονία του Έθνους, διέκρινε σε ορισμένα πρόσωπα την αρετή, την πίστη και τη σύνεση και τίμησε αυτά τα πρόσωπα ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη. Τα οφφίκια αυτά ήταν βραβεία προς πρόσωπα τιμώμενα για την κοινωνική και πνευματική προσφορά τους προς το Έθνος, αλλά και την Εκκλησία.
Σημειώνουμε εδώ ότι το αξίωμα του Μεγάλου Ρήτορα προς τον Μηνά Χαμουδόπουλο ήταν ιδιαίτερα τιμητικό, διότι ο Μέγας Ρήτωρ εθεωρείτο ως ο “εξάρχων” του Σώματος των λαϊκο-κληρικών της Εκκλησίας, που συγκροτούσαν το “σύστημα” των αρχόντων του Έθνους. Οφφίκια προσφέρονται και σήμερα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε σημαίνουσες προσωπικότητες, οι οποίες συνεργάζονται με οποιονδήποτε τρόπο με το Πατριαρχείο, για την ασφάλεια των ομογενών της Κων/πόλεως, την αναζωογόνηση των ελληνικών σχολείων και την επιστροφή, όσων είναι σε θέση να το επιτύχουν, στη γενέτειρά τους.