Μητρόπολη Δημητριάδος: Η ένταξη του ανθρώπου στη σύγχρονη Εκκλησία
Η Ζ΄ Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το τρέχον ιεραποστολικό έτος, πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας.
Στη Ζ’ Γενική Ιερατική Σύναξη της Μητρόπολης Δημητριάδος, ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, Παξών & Διαποντίων Νήσων, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Ένταξη του ανθρώπου στη σύγχρονη Εκκλησία και εμπειρία του εκκλ/κού γεγονότος».
Ο π. Θεμιστοκλής, εισαγωγικά, τόνισε ότι «η συνάντηση της Εκκλησίας με τον άνθρωπο κάθε εποχής προϋποθέτει αμοιβαίες εξόδους. Για την Εκκλησία η έξοδος, η οποία λέγεται «κένωση», είναι αδιάκριτη ως προς τον κάθε άνθρωπο. Η αγάπη κινείται στην πανανθρώπινη προοπτική… Γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται ένα αίσθημα αυτάρκειας και περιχαράκωσης «στα ίδια»… Όμως, η έξοδος έχει να κάνει και με τον άνθρωπο. Και εκείνος καλείται να εξέλθει όχι μόνο από το σαρκικό φρόνημα, αλλά και από κάθε βεβαιότητα ότι κατέχει αυτόνομα την αλήθεια. Ότι η γνώση του, η πρόοδός του, ο τρόπος ζωής του γεννούν την αυτάρκεια ως προς τον Θεό και την Εκκλησία. Ότι δεν έχει ανάγκη την Εκκλησία ούτε τον πλησίον του στην Εκκλησία. Ταυτόχρονα, η έξοδος για τον άνθρωπο προϋποθέτει επίγνωση της αμαρτωλότητάς του…».
Στη συνέχεια, απάντησε στα εξής κομβικά ερωτήματα: «Πώς μπορεί να ενταχθεί ο σύγχρονος άνθρωπος στην σύγχρονη Εκκλησία; Πώς μπορεί να έχει εμπειρία του εκκλησιαστικού γεγονότος; Ποια είναι η ευθύνη των ποιμένων της Εκκλησίας;». Ερμηνεύοντας την έννοια του όρου «σύγχρονη», σημείωσε ότι «για την Εκκλησία ό,τι έχει να κάνει με τον χρόνο εμπεριέχει εντός του την ματαιότητα και την φθορά. Η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι σύγχρονη, όπως δεν μπορεί να είναι παρελθοντική, ούτε και εσχατολογική. Είναι όλα αυτά μαζί και ταυτόχρονα η υπέρβασή τους… Για τον κόσμο η έννοια του σύγχρονου συνδέεται με την παροδικότητα. Με την προσαρμογή. Με την οικείωση του περιεχομένου, των αξιών, των τρόπων του πολιτισμού τόσο όσον αφορά στην εξωτερική παρουσία του ανθρώπου όσο και σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητές του. Ο πολιτισμός έχει αναγάγει τον «εκσυγχρονισμό» σε απαραίτητη αξία…». Στη λογική αυτή, «επόμενο είναι η θρησκευτικότητα να αντιμετωπίζεται ως στοιχείο του παρελθόντος, το οποίο ή θα προσαρμοστεί στις σύγχρονες αξίες (σήμερα η υπέρβαση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, η συμβολή στην αντιμετώπιση προβλημάτων φτώχειας και περιθωριοποίησης, η οικολογία) ή θεωρείται καταδικασμένο να περιθωριοποιηθεί ή και να εκλείψει…».
Ως εκ τούτου, «η Εκκλησία εκ των πραγμάτων είναι σύγχρονη όταν στηρίζεται στο Ευαγγέλιο. Ο λόγος της προφανώς και πρέπει να προσαρμόζεται στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις των καιρών. Η ερμηνεία του χρειάζεται να αγγίζει αυτό που ο άνθρωπος βιώνει… Ο σύγχρονος άνθρωπος χρειάζεται να πληροφορείται από τον εκκλησιαστικό λόγο για το ήθος της πνευματικής μας παράδοσης, με βάση τις σύγχρονες προσλαμβάνουσες παραστάσεις, ώστε ο καθάριος λόγος της πίστης να μην μοιάζει ως επιστροφή στο χτες… Η διδασκαλία της πίστης θέλει εκσυγχρονισμό ως προς την παρουσίασή της και παραδοσιακότητα ως προς το ήθος…».
Ο π. Θεμιστοκλής επεσήμανε, στη συνέχεια, τον σημαντικότατο ρόλο της ενορίας, για να μπορέσει ο σύγχρονος άνθρωπος να βιώσει το εκκλ/κό γεγονός: «Η ενορία σήμερα καλείται να είναι μία ζώσα κοινότητα στην οποία ο κάθε άνθρωπος θα μπορεί να βρει κάτι που τον αφορά. Το παιδί και ο νέος, ο επιστήμονας και ο απλός, η γυναίκα που θέλει να είναι μητέρα, αλλά και την ίδια στιγμή να βρει απαντήσεις στα προβλήματα της ζωής, αυτός που έμπρακτα θέλει να δώσει αγάπη, αυτός που ζητά λατρευτική ζωή, αυτός που θέλει να μάθει όχι απλώς να διαχειρίζεται τις ενοχές και τα λάθη του, αλλά να τα ξεπερνά μέσω της συγχώρησης, αυτός που ζητά μία πνευματική οικογένεια για να ανήκει, χωρίς να εμποδίζει και άλλους να έρθουν σ’ αυτήν, ο πονεμένος και ο κουρασμένος, όλοι χρειάζεται να βρίσκουν στην ενορία, με την βοήθεια των ιερέων και των στελεχών, ευκαιρίες μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός…». Ασφαλώς, «η συχνή μετοχή στο μυστήριο της ευχαριστίας, εννοείται με κάποια ασκητικότητα και κάποια οικονομία, καθιστά τον άνθρωπο μέτοχο της εκκλησιαστικής εμπειρίας…».
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ο κομβικός ρόλος του Ποιμένα: «Δεν είναι μόνο θέμα μόρφωσης. Έχει να κάνει με την απόφαση για έξοδο, για κένωση από την προτεραιότητα του εαυτού. Και δεν είναι μόνο ηθικολογική προτροπή… η πνευματικότητα μετριέται στην αγάπη. Στην χαρά και την επιείκεια που αυτή βγάζει. Στο να είμαστε διαθέσιμοι πέρα από τον χρόνο μας. Με θυσία του προσώπου, με την κατανόηση των οικείων μας, όσο αυτό είναι εφικτό. Με αίσθηση του χρέους, δηλαδή της αποστολής που μας καθιστά αφιερωμένους στην διακονία της Εκκλησίας…».
Ο ομιλητής έκλεισε την εισήγησή του ως εξής: «Πάντως δεν έχουμε δικαίωμα επανάπαυσης. Ο αποστολικός λόγος «ηυχόμην ανάθεμα είναι υπέρ των αδελφών μου» (Ρωμ. 9, 3) πρέπει να ηχεί συνεχώς στ’ αυτιά μας, τόσο τα φυσικά όσο και τα πνευματικά. Αν δεν πεθάνουμε για τους άλλους, «είμαστε κιόλας νεκροί» (Τάσος Λειβαδίτης). Και συμπληρώνει ο απόστολος: «παρακαλώ ουν ημάς μιμηταί μου γίνεσθε» (Α’ Κορ. 4, 16). Η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος. Και η παρουσία του Αναστημένου Χριστού στην ζωή της Εκκλησίας την οποία διακονούμε, η μόνη πραγματική βοήθειά μας. Μπορεί ο κόσμος να «κείται εν τω πονηρώ» (Α’ Ιωάν. 5, 19). Όμως, ας έχουμε θάρρος. «Εκείνος νενίκηκε τον κόσμον» (Ιωάν. 16,33)!».
Ακολούθησε συζήτηση επί της εισηγήσεως και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.