Ο κ. Καθηγητής επεσήμανε ότι στο Δίκαιο και στην Ψυχολογία «ο «ξένος» αποστασιοποιείται αντικειμενικά από το «εγώ» ή το «εμείς» και εκτιμάται ψυχρά, με πρόθεση τοποθέτησης «μακράν», στην Ηθική «μικραίνουν οι αποστάσεις και ο «άλλος» τοποθετείται «εγγύς», ενώ στη Θεολογία «μπορεί να γίνει και «πλησίον»… Στην κατεύθυνση αυτή κινείται η βιβλική θεολογία, που σχετικοποιεί την απόσταση από τον «άλλον» και εισάγει, για πρώτη φορά, με το κείμενο της Παραβολής του Καλού Σαμαρείτη, αντί της τοπικής-φυλετικής απόστασης την τροπική εγγύτητα του «πλησίον»[1]. Προφανώς, ως τότε, ακόμη και στην ιουδαϊκή παράδοση, ο «άλλος», με τη σημασία της θρησκευτικής και εθνοφυλετικής ετερότητας, αντιμετωπιζόταν ως «ξένος». Μοιραία έβγαινε από τον κύκλο της προηγούμενης συλλογικότητας και προκαλούσε συναισθήματα αποστροφής ή «ξενοφοβίας». Μιλώντας για την Ιουδαϊκή προσέγγιση στην προ Χριστού εποχή τόνισε ότι «Τότε η κλειστότητα της θρησκευτικής αποκλειστικότητας της Συναγωγής λειτούργησε με ανάμεικτα συναισθήματα, όπου, άλλοτε ο φόβος των «έξωθεν» ειδωλολατρικών επιδράσεων και άλλοτε η «εθνοκεντρική» πεποίθηση «περί περιουσίου λαού», απώθησαν την έννοια του «άλλου», την επένδυσαν με αρνητικά στοιχεία και τελικά την τοποθέτησαν στην περιοχή του φόβου. Ο φόβος του «ξένου» ήταν και εξακολουθεί να είναι μια ασαφής συναισθηματική ψυχρότητα με αντικειμενικά απροσδιόριστα όρια. (Σήμερα ο ίδιος φόβος αρνείται στα προσφυγόπουλα το δικαίωμα να μάθουν γράμματα). Ο όρος «ξενοφοβία» περιέχει κατ’ αρχήν ένα σύνολο αντιδράσεων με συγκεκριμένες προκαταλήψεις για τον φυλετικά ξένο. Η ξενοφοβία είναι συνήθως επιφύλαξη μπροστά στον άγνωστο. Είναι κοινωνικό παράγωγο του ζωτικού ενστίκτου της αυτοσυντήρησης…».
Ο κ. Γιούλτης αναφέρθηκε στις προεκτάσεις της ξενοφοβίας, όπως είναι το φαινόμενο της «εθνοφοβίας» και του «εθνοφυλετισμού», «στο πλαίσιο του οποίου «δεν υπάρχει ο «άλλος». Και είναι βέβαιο ότι ο «άλλος», με τη φιλάνθρωπη σημασία του «πλησίον», είναι μάλλον μια άγνωστη έννοια. Σήμερα, για να υπάρξει «άλλος» πρέπει να είναι αντίπαλος. Και αν λείψει ο αντίπαλος, ανακαλύπτουμε έναν καινούργιο. Χρεώνουμε σε κάποιον μακρινό μας την αντιπαλότητα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, η Δύση, που έμεινε ορφανή από «βαρβάρους», χρειάστηκε να ψάξει για «νέους βαρβάρους». Τελευταία, ανακάλυψε το Ισλάμ. Το έντυσε με μυθικά αποκρουστικά στοιχεία και το μετέβαλε σε απειλή, για να σταθεί βιαστικά, αλλά χωρίς λόγο απέναντί του, σαν υπερασπιστής της ανθρωπότητας με την υιοθέτηση των λεγόμενων «προληπτικών πολέμων». Στο βάθος του σχήματος εδράζεται μια ιδιότυπη υπεροψία που γεννά περιφρόνηση, επιρρεπή στο μίσος. Στην εξουθένωση του αντιπάλου οι ιδεολογίες φρόντισαν να δικαιώνουν σχεδόν όλα τα «μέσα».
Τέλος, ο ομιλητής παρουσίασε τον Απόστολο Παύλο ως πρότυπο αναστροφής και μεταλλαγής, από το καθεστώς της ξενοφοβίας και του μίσους, που βίωνε, ως Σαύλος, στην κατάσταση της αγάπης του πλησίον, που έζησε και δίδαξε ως Παύλος: «Το «καθ’ υπερβολήν» μίσος μετέτρεψε τον ιεροσπουδαστή των Γραφών σε φανατικό διώκτη αθώων «άλλων». Η δε εχθρότητά του αποκαλύπτει απόλυτη διαπροσωπική αλλοτρίωση και έσχατο αντιθρησκευτικό φανατισμό. Μισεί, γιατί καθοδηγείται από τούς φόβους του. Δεν έχει μάθει να αγαπά, γι’ αυτό και θεωρεί τον «άλλον» επικίνδυνο. Αυτό είναι ξενοφοβία. Είναι τα αισθήματα και η στάση του Σαύλου και όλων των φοβισμένων Σαύλων της παγκόσμιας ιστορίας…». Μετά το αποκαλυπτικό όραμα της Δαμασκού, «ο Σαύλος γίνεται Παύλος και ο «άλλος» γίνεται και ονομάζεται «πλησίον», «αδελφός», «συνεργός», «κοινωνός», «συστρατιώτης», «τέκνον αγαπητόν», «υιός Θεού». Η προσφώνηση δεν εμποδίζεται από θρησκευτικές, εθνικές, φυλετικές ή άλλες κοινωνικές ή θεσμικές αποστάσεις. Εξαγιάζεται στην μυστηριακή ενότητα της Εκκλησίας, που συνέχεται από την παρουσία του Παρακλήτου και τον δυναμισμό της σταυρωμένης αγάπης».
Πλέον, στην Παύλεια Θεολογία, αλλά και σε σύνολη τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας «ο ξένος, ο αλλοεθνής, ο αλλόφυλος κι αυτός ο εχθρός έλκεται και γίνεται αδελφός. Προνόμια ή ελλείψεις, αξιώματα ή ταπεινή καταγωγή, διαφορές εθνικότητας, θρησκείας, φυλής, φύλου ή κοινωνικής διαβάθμισης εξαφανίζονται μπροστά στην απόλυτη αξία της εικόνας του ζωντανού Θεού στο πρόσωπο του «άλλου»».
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο κ. Ηλίας Λιαμής, Δρ Θεολογίας, Καθηγητής Μουσικής, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Φόβος και ενοχή στην Ορθόδοξη πνευματική ζωή και η σχετική προσέγγιση του Αποστόλου Παύλου».
Ο ομιλητής παρατήρησε ότι «ο φόβος και η ενοχή αποτελούν «σταθερούς ενοίκους» της ανθρώπινης ψυχής, τους οποίους, ο κάθε άνθρωπος καλείται να διαχειριστεί, να αντιμετωπίσει αλλά και να εκμεταλλευτεί… Εκ πρώτης όψεως, φόβος και ενοχή αποτελούν συνέπειες της πτώσης και μάλιστα τιμωρητικές. Υπάρχει όμως κάτι πολύ βαθύτερο: Είναι ο φόβος να αντικρύσουμε γυμνό τον εαυτό μας, αδύναμο, ανεπαρκή, αποτυχημένο, ΘΝΗΤΟ… Και ο φόβος και η ενοχή αποτελούν «προίκα» του πεσμένου ανθρώπου, ώστε να διατηρήσει την αίσθηση της αποτυχίας, στοιχείο απαραίτητο στην αναζήτηση της επανόρθωσης. Κοντολογίς, ο φόβος αποτελεί φάρμακο κατά της αναισθησίας και η ενοχή φάρμακο κατά της ξεδιαντροπιάς. Χωρίς αυτά τα δύο, η ζωή της φθοράς και του θανάτου θα είχαν θεωρηθεί από τον πεσμένο άνθρωπο και από όλες τις γενεές ως κατάσταση φυσιολογική και αναπόφευκτη…».
Ακολούθως, ο κ. Λιαμής παρουσίασε πώς αντιλαμβάνονται τις έννοιες αυτές η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη: «Η Παλαιά Διαθήκη, μέσω του φόβου και της ενοχής, χάραξε τα όρια ανάμεσα στο αρεστό και μη αρεστό στον Θεό και προσδιορίζει τους όρους της συνύπαρξης ή της αποστασίας απ΄ Αυτόν. Αυτός είναι ο Νόμος. Απόλυτος, αμείλικτος, αλλά δίκαιος, προερχόμενος από έναν αντίστοιχο Γιαχβέ. Όλα τα περιγράφει ο Νόμος, ακόμη και τις εργασίες που επιτρέπονται κατά την ιερή αργία του Σαββάτου. Ένα δεν παρουσιάζει: Εκείνο από το οποίον «κρέμεται» ο Νόμος και οι προφήτες: την αγάπη. Στην Καινή Διαθήκη, όπου ο Χριστός μας αποκαλύπτει σε όλο της το μεγαλείο την επιθυμία του Θεού της αγάπης να ξανασχετιστούμε μαζί Του, ο φόβος και η ενοχή παραμένουν. Δεν αφορούν, όμως, πλέον την παρακοή σε διατάξεις και εντολές, ούτε το ενδεχόμενο της θεϊκής τιμωρίας. Αφορά κάτι απείρως φοβερότερο: Τον αποχωρισμό από έναν Θεό γεμάτο αγάπη, έναν Θεό φίλο, ένα Θεό Πατέρα, Θεό αδελφό, Θεό συγγενή, καταφύγιο, θεμέλιο, ρίζα, όπως Τον περιγράφει ο ιερός Χρυσόστομος. Θεό έτοιμο να αναλάβει τις συνέπειες του ανθρώπινου λάθους, να δώσει νέα ευκαιρία, να συμπαρασταθεί. Τί μεγαλύτερη τιμωρία μπορεί να υπάρξει από την απώλεια ενός τέτοιου Θεού; Στην Καινή Διαθήκη λοιπόν, και ο φόβος και η ενοχή αποκαλύπτονται στις πραγματικές τους διαστάσεις: Φόβος μη χαθεί η σχέση με ένα τέτοιο Θεό. Ενοχή από μια προδοσία. Προδοσία σχέσης με ένα Θεό που τα έδωσε όλα κι εμείς δεν ανταποκρινόμαστε στο ελάχιστό…».
Επικεντρώνοντας στην Ορθόδοξη πνευματική ζωή, ο ομιλητής επεσήμανε ότι αυτή «στηρίζεται στη σχέση πιστού-πνευματικού… Πάνω στη σχέση αυτή στηρίζεται ο κανόνας, αλλά και η οικονομία. Κατά δεύτερον, ο φόβος και η ανταμοιβή παραμένουν ως δρόμοι σωτηρίας. Η γνήσια, όμως, πνευματική ζωή πρέπει διαρκώς να τείνει στην ενεργοποίηση της ανθρώπινης φιλοτιμίας, ως καθοριστικού παράγοντα αποκατάστασης σχέσης με τον Θεό, όπως Αυτός την θέλει και όχι όπως εμείς την φανταζόμαστε. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της πνευματικής ζωής είναι ο εγκλωβισμός στο πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης… Ο Απόστολος των Εθνών είναι ο κατ΄ εξοχήν πολέμιος της Παλαιοδιαθηκικής ενοχής, της προερχόμενης από τον Νόμο. Αυτός, ο ευεργετημένος και συγχωρεμένος διώκτης, αυτός, ο ευγνώμων κήρυκας της χάριτος και της Αγάπης, αυτός, που απαλλάσσει τον άνθρωπο από το βάρος της ενοχής και τον καλεί σε σχέση υιοθεσίας και συγκληρονομίας…
… Ο φόβος και η ενοχή στο Παλαιοδιαθηκικό τους πλαίσιο αποτελούν πάντα ένα υπαρκτό κίνδυνο για ποιμένες και ποιμενόμενους… Ο φόβος και η ενοχή συσπειρώνουν. Και μάλιστα σε εποχές σχετικότητας και καταρρεύσεως σταθερών, σαν τη δική μας, η συσπείρωση προσφέρει μια κάποια λύση, διαχωρίζοντας τους «καλούς» από τους «κακούς». Δυστυχώς, το κόστος είναι βαρύ. Η ευκολία του αναθεματισμού των … «εκτός», αργά ή γρήγορα μεταφέρεται εντός και ο καθένας μεταβάλλεται εύκολα σε τιμητή των πάντων. Αντίθετα, η αναβάθμιση του φόβου και της ενοχής σε επίπεδο αποκατάστασης σχέσης με τον Θεό, βάσει ενός ένθεου φιλότιμου, γαληνεύει με τρόπο ουσιαστικό τις ψυχές, διότι τις γεμίζει ευγνωμοσύνη για μια άφεση, που πραγματοποιήθηκε, όχι μέσω μιας συμμόρφωσης σε διατάξεις, αλλά μέσω μιας δωρεάς και μάλιστα αίματος ενός Θεού απέραντης φιλανθρωπίας. Ο ευγνώμων άνθρωπος, ο υποχρεωμένος στον Θεό άνθρωπος, ο μιμητής του Παύλου και κατ΄ ουσίας μιμητής Χριστού (Α΄ Κορ. 11,1), δεν κρίνει, δεν περιχαρακώνεται, δεν παραδίδει την ευθύνη του, δεν χάνει την ταυτότητά του, δεν απεχθάνεται τους αμαρτωλούς, δεν θεοποιεί τον εξομολόγο του. Αντίθετα, σκορπά στον κόσμο έλεος, αισθάνεται ένας από αυτούς, τους αμαρτωλούς, αμαρτωλός και ο ίδιος που όμως ελεήθηκε κατά τρόπο παράλογο, υπέροχο και πέραν πάσης ανθρώπινης δικαιοσύνης…».
Ακολούθησε συζήτηση επί των εισηγήσεων και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.