Μητρόπολη Μαρωνείας: Δέσμιοι των υλικών αγαθών
Εἴμαστε πρόθυμοι νά ἀνοίξουμε μαζί Του μακρές συζητήσεις γιά σπουδαῖα θέματα, γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, γιά τήν δικαιοσύνη, γιά τό θεῖο νόμο. Μόλις ὅμως ὁ Χριστός βάλη τό χέρι του στήν κρυφή μας πληγή, στή συγκεκριμένη ἀδυναμία μας, συννεφιάζουμε. Στίς γενικότητες πηγαίνουμε καλά. Σ’αὐτά ὅμως πού μᾶς ἐνδιαφέρουν ἄμεσα, πού μᾶς πονοῦν, ἀντιδροῦμε.
Βαρειά σκιά ἁπλώθηκε στό πρόσωπο τοῦ νεαροῦ ἄρχοντα, ὅταν ἄκουσε τόν Κύριο νά τόν προτρέπη νά πουλήση «πάντα ὅσα εἶχε» καί νά Τόν ἀκολουθήση. Ὁ νοῦς του ἔκαμε αὐτόματα μιά γενική ἐπιθεώρησι τῶν ὑπαρχόντων του. Τοῦ ἔδιναν ὅ,τι ἤθελε : καλοπέρασι, κῦρος στό λαό, δύναμι, ἀξιώματα. Πῶς νά τά θυσίαζε ὅλα αὐτά; Ἄλλωστε ποιός τόν βεβαίωνε ὅτι αὐτό τόν συνέφερε; Ὁ χρυσός τοῦ φάνηκε πιό πειστικός ἀπό τόν Χριστό. Σιωπηλός ὁ πλούσιος, μέ τήν καρδιά βυθισμένη σ’ἕνα μολυβένιο σύννεφο μελαγχολίας, ἐγκαταλείπει τόν Χριστό καί χάνεται στό πλῆθος. Στήν ἀρχή, ὅταν πλησίασε τόν Κύριο, ὁ πλούσιος αὐτός νέος ἔδειξε μεγάλο σεβασμό καί ἐμπιστοσύνη. Γονάτισε, τόν προσφώνησε «διδάσκαλο», τόν ὠνόμασε «ἀγαθό», πρᾶγμα πού ταίριαζε μόνο στόν Θεό, καί ζήτησε τήν καθοδήγησί του γιά τό σοβαρώτατο θέμα : «τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ὅλα αὐτά ἔδειχναν καλή διάθεσι. Πόσες φορές κι ἐμεῖς πλησιάζουμε τόν Κύριο μέ ἐξωτερικό σεβασμό καί εὐλάβεια, συγχρόνως ὅμως καί μέ μιά κρυφή ἐπιφυλακτικότητα καί προσκόλλησι στό δικό μας θέλημα. Εἴμαστε πρόθυμοι νά ἀνοίξουμε μαζί Του μακρές συζητήσεις γιά σπουδαῖα θέματα, γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, γιά τήν δικαιοσύνη, γιά τό θεῖο νόμο. Μόλις ὅμως ὁ Χριστός βάλη τό χέρι του στήν κρυφή μας πληγή, στή συγκεκριμένη ἀδυναμία μας, συννεφιάζουμε. Στίς γενικότητες πηγαίνουμε καλά. Σ’αὐτά ὅμως πού μᾶς ἐνδιαφέρουν ἄμεσα, πού μᾶς πονοῦν, ἀντιδροῦμε.
«Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου», σπεύδουν νά διαβεβαιώσουν πολλοί, ὅταν γίνεται λόγος γιά τήριση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. «Δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα, δέν ἀτίμασα κανένα», λένε στόν ἑαυτό τους αὐτάρεσκα καί νομίζουν ὅτι εἶναι θαυμάσιοι, διότι δέν ἔπεσαν σέ λάθη, διότι τήρησαν μερικές ἀπαγορεύσεις. Γιά νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπ’αὐτή τήν αὐταπάτη πώς εἴμαστε ἐν τάξει προσέχοντας ἁπλῶς τίς ἀρνητικές ἐντολές, γιά νά μᾶς δείξη πόσο εἴμαστε δεμένοι στήν καλοβολεμένη μας ζωή, ἔρχεται ὁ Κύριος καί μᾶς ζητάει κάποτε κάτι παραπάνω. Κάτι περισσότερο ἀπ΄αὐτό πού ὁρίζει τό τυπικό μας καθῆκον. Μᾶς προσκαλεῖ νά δείξουμε αὐταπάρνησι, ἡρωισμό. Σ’αὐτές τίς στιγμές κρίνεται ἡ γνησιότης τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Τί θά κάνουμε; Θα προχωρήσουμε μέ χαρά στή θυσία πού μᾶς ζητεῖται, στή στέρησι χρημάτων, θέσεως, ἀνέσεως, ἀξιώματος, κάποτε καί στή θυσία ὑγείας ζωῆς, γιά νά Τόν ἀκολουθήσουμε πιστά στό δρόμο τῆς ἀγάπης, ἤ θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό κοντά Του δυσαρεστημένοι, γιά νά ἐξασφαλίσουμε τά ὑπάρχοντά μας; Πολλοί προτιμοῦν νά μιμηθοῦν ὡς τό τέλος τόν πλούσιο νέο, καί διακόπτουν τό διάλογο μέ τόν Χριστό, ὅταν τούς ἀποκαλύπτη τήν κρυφή ἀδυναμία τους, καί τούς προτρέπη νά Τόν ἀκολουθήσουν ἐγκαταλείποντας κάθε ἄλλη προσκόλλησι.